Θέλουμε λιγότερη εξάρτηση από τον τουρισμό;
Το ερώτημα αν θα καθίσουν κάποτε σε ένα τραπέζι ακαδημαϊκοί, τεχνοκράτες, πολιτικοί, επιχειρηματίες και εκπρόσωποι πολιτών να συζητήσουν σοβαρά για τον παραγωγικό προσανατολισμό της χώρας μας είναι τόσο «ρητορικό» όσο και το ερώτημα του τίτλου του παρόντος άρθρου.
Σε ενάμιση μήνα κλείνουμε 39 χρόνια και μπαίνουμε αισίως στο 40ο έτος από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Αναπτυξιακού Νόμου 1262/82. Στην ουσία επρόκειτο για τον πρώτο νόμο στήριξης επενδυτικών σχεδίων με βάση το μοντέλο των επιχορηγήσεων, με ένα σύστημα επιδοτήσεων επενδυτικών σχεδίων βάσει προκαθορισμένων κριτηρίων. Τέτοια ήταν για παράδειγμα η γεωγραφική περιοχή, ο τομέας της επιχειρηματικής δραστηριοποίησης, η εξειδίκευση του επενδυτικού σχεδίου και άλλα ακόμη.
Καθώς οι αναπτυξιακοί νόμοι αντανακλούν και τον παραγωγικό προσανατολισμό μιας χώρας και το πώς αυτός θα εξυπηρετηθεί καλύτερα, έτσι και στην Ελλάδα οι κατά καιρούς νόμοι έδειξαν το πώς εννοούμε την ανάπτυξη. Είναι χαρακτηριστικό εν προκειμένω ότι ο κλάδος ο οποίος ευεργετείται σε κάθε νόμο, είναι ο τουρισμός. Αυτό αποτελεί στάνταρ επιλογή των κυβερνήσεων.
Κάτι άλλο που επίσης χαρακτηρίζει όμως την εφαρμογή των αναπτυξιακών πλαισίων σε αυτές τις τέσσερις δεκαετίες είναι και ο μικροκομματισμός. Ουκ ολίγες επιδοτήσεις αποτελούσαν ουσιαστικά εργαλεία ασκήσεως μικροπολιτικής. Με αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί η αναπτυξιακή προσπάθεια χάριν του κομματικού οφέλους των εκάστοτε κυβερνώντων.
Δεν θα ήταν υπερβολή να γίνεται λόγος ακόμη και για «λαϊκίστικη αναπτυξιακή πολιτική» όλες αυτές τις δεκαετίες. Και τούτο, καθώς δόθηκε δυσανάλογα μεγάλη έμφαση στον τομέα που για τους πολλούς υπόσχεται διαχρονικά το «εύκολο κέρδος». Και αυτός δεν είναι άλλος από τον τουρισμό.
Ο τουρισμός ως κλάδος ασφαλώς και απαιτεί και επιχειρηματικό πνεύμα, και καινοτομίες όπως επίσης είναι και απαραίτητος και καλοδεχούμενος. Όχι όμως όταν καταντά μονοκαλλιέργεια. Πριν την πανδημία, ο κλάδος «ταξίδια – τουρισμός» αποτελούσε περίπου το 4% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με 12 εκατομμύρια εργαζόμενους περί το 5% της απασχόλησης. Το 2019, τελευταίο έτος πριν ξεσπάσει η πανδημία, ταξίδια και τουρισμός, αντιστοιχούσαν αμέσως στο 3,3% του παγκοσμίου ΑΕΠ και εμμέσως στο 10,4%. Στην Ελλάδα φθάσαμε να αντιστοιχεί το 2019 στο 20,8 του ΑΕΠ και στο 21,7% της απασχόλησης, Με αποτέλεσμα, η Ελλάδα να καταγράψει χωρίς τουρίστες την δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στην ευρωζώνη το τέταρτο τρίμηνο του 2020 συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019.
Ενώ λοιπόν παγκοσμίως τα think tanks μιλούν για το μέλλον της βιοτεχνολογίας, της φαρμακευτικής, της γεωργικής παραγωγής, για τα 7 και τα 8 G και την ρομποτική, στην Ελλάδα ο τουρισμός παραμένει σχεδόν «μονοκαλλιέργεια» καθώς με την ανοχή του κράτους έχει εδώ και δεκαετίες ταυτιστεί για πολλούς με το εύκολο χρήμα. Αρκούν δυο τρία διαμερίσματα, ένα κόστος ανακαίνισης, κάποια πάγια για καθαριότητα, απολυμάνσεις, κ.λπ. και έτοιμο το Airbnb. Πιο παλιά αρκούσε ένα προικώο στο νησί για rooms to let. Και διαχρονικά αρκεί να φεύγεις από την πόλη και το το χωριό σου για να δουλεύεις στον ευρύτερο τουριστικό κλάδο για 7 μήνες με αποδοχές ικανές να συντηρείσαι τους υπόλοιπους 5 μήνες χωρίς να δουλεύεις ένα λεπτό, συχνά δε και εισπράττοντας επιδόματα ανεργίας παρότι εσύ επέλεξε να απασχοληθείς σε ένα εποχικό κλάδο.
Με την κατάσταση αυτή βολεύονταν όλοι. Οι ντόπιοι που με το προικώο γίνονταν «ξενοδόχοι», οι ανειδίκευτοι που σερβίροντας καϊπιρίνιες και μουσακάδες έβγαζαν σε 6 μήνες όσα ένας γιατρός του ΕΣΥ σε 2 χρόνια, και οι κυβερνήσεις που είχαν το κεφάλι τους ήσυχο.
Βέβαια, έρχονταν κάθε τόσο κάποιες εποχές ισχνών αγελάδων αλλά δεν κρατούσαν για πολύ. Αυτά τα 40 χρόνια ο τουρισμός υπέφερε κάποια σύντομα διαστήματα πότε από ταξιδιωτικές οδηγίες των Αμερικανών, πότε από αναφλέξεις σε Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, πότε από ισλαμική τρομοκρατία, πότε από πανδημία. Χοντρικά, έρχονται ένα με δύο χρόνια ανά δεκαετία χωρίς «παχές αγελάδες». Και σχεδον πάντα, ακαδημαϊκοί, τεχνοκράτες, οργανισμοί, ενίοτε και ελάχιστο πολιτικοί οι οποίοι αναρωτιούνται απελπισμένοι (ή τουλάχιστον έτσι δείχνουν) πού θα πάει αυτό και μήπως (ποτέ κατηγορηματικά, πάντα με το «μήπως») να αλλάζαμε παραγωγικό προσανατολισμό. Και κάθε φορά, μόλις τέλειωνε η εποχή των ισχνών αγελάδων αυτά τα «μήπως» ξεχνιόνταν. Με αποτέλεσμα, να υφίσταται σήμερα η Ελλάδα μία από τις μεγαλύτερες υφέσεις στην Ευρώπη εξαιτίας του κορωνοϊού. Ή να παρακαλάμε ΗΠΑ, Ρωσία και άλλες «δυνάμεις» να «επιτρέψουν» να έλθουν οι πολίτες τους για τουρισμό στην χώρα μας. Με το όποιο ρίσκο ασφαλώς αυτό συνεπάγεται στην δημόσια υγεία.
Το ερώτημα αν θα καθίσουν κάποτε σε ένα τραπέζι ακαδημαϊκοί, τεχνοκράτες, πολιτικοί, επιχειρηματίες και εκπρόσωποι πολιτών να συζητήσουν σοβαρά για τον παραγωγικό προσανατολισμό της χώρας μας είναι τόσο «ρητορικό» όσο και το ερώτημα του τίτλου του παρόντος άρθρου.