Η δικαίωση 1,5 εκατομμυρίων θυμάτων της Γενοκτονίας των Αρμενίων

Ο Ονίκ Παλαντζιάν, θυμάται τις ιστορίες της γιαγιάς του, Αδρινέ Παλαντζιάν και μεταξύ άλλων μνημονεύει τον “χαμένο” Σέρκο Παλαντζιάν

Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Η ιστορική μνήμη είναι βασικό στοιχείο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Όχι, μόνο ο προηγούμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, αλλά ούτε καν ο Μπαράκ Ομπάμα, με την ιδιαίτερη ευαισθησία στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, χρησιμοποιούσε τη λέξη «γενοκτονία», για να περιγράψει τι συνέβη στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακόμα κι αν αποτελούσε «κόκκινο πανί» για την Τουρκία, η Αμερικανική Γερουσία προχώρησε στην αναγνώριση το 2019.

Στην προεδρία, όμως, πάντα επιλεγόταν η μέση οδός του συμβιβασμού, με άλλες αναφορές, ώστε να αποφευχθεί η αντίδραση της Άγκυρας και να διατηρηθεί κοντά σε έναν, όπως περιγραφόταν, πολύτιμο σύμμαχο. Με την ιστορική απόφαση των ΗΠΑ να αναγνωρίσουν τη Γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους, είναι μια δικαίωση για 1.500.000 θύματα και για τις οικογένειές τους. Με την απόφαση αυτή, αναγνωρίζεται ότι οι Τούρκοι έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πρέπει να πληρώσουν. Συνολικά 14.500 αγωγές αποζημιώσεων Αρμενίων, είναι έτοιμες να υποβληθούν αυτές τις μέρες στα Αμερικανικά δικαστήρια. Είναι αγωγές που υποβάλλονται από Αρμένιους που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στις σφαγές του 1915.

Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν, εκτός από τα θύματα συγγενών τους που άφησαν στην Τουρκία, έχασαν και τις περιουσίες τους, τις οποίες λεηλάτησαν οι ντόπιοι εθνικιστές του Οθωμανικού αλλά και του Νεοθωμανικού Κεμαλικού κράτους.

Η γιαγιά μου, Αδρινέ Παλαντζιάν, πριν φύγει από τη ζωή κατέγραψε σε βιβλίο τις θηριωδίες: “Ένα ζεστό σαββατόβραδο ήρθαν δυο Ζαπτιέδες και με τα τουτούκια τους άρχισαν να φωνάζουν δυνατά: “Αύριο Κυριακή, θα είστε όλοι μαζεμένοι στην πλατεία του χωριού. Ό,τι μπορείτε να πάρετε στους ώμους σας, θα το έχετε μαζί σας. Όλα τα άλλα θα μείνουν εδώ. Τα σπίτια θα είναι ανοιχτά. Θα σας πάμε σε άλλο, ασφαλές μέρος.”

Αναστατώθηκε όλο το χωριό. Τι είναι αυτά τώρα; Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε κανείς. Ο Οχανές και η Λουσαπέρ Παλατζιάν ήταν μαζί με όλους τους άλλους. Τον Αγκόπ, την Άλις, τον Σέρκο και τον Κουρκέν. Ήρθε ο Αρτίν.
– Εμένα μη με ψάχνετε, δεν θα ’ρθω μαζί σας.
– Θα σε ψάχνουνε.
– Πέστε τους ότι είχα πάει με το άλογό μου σε άλλο χωριό κι’ έτσι δεν ήξερα τίποτα.

Πρωί-πρωί, έρχονται είκοσι Ζαπτιέδες, άλλοι με άλογα και άλλοι με τα πόδια. Όταν ήρθε ο επικεφαλής, άρχισαν να περπατούν. Κάθε οικογένεια με τους συγγενείς τους. Σιγά-σιγά, άρχισε να γίνεται μία σειρά.
Μπροστά οι ιερείς, μετά οι άρχοντες του χωριού, οι επαγγελματίες, οι σιδηρουργοί, οι υφαντουργοί, οι αρτοποιοί και όλες οι συντεχνίες με το συγγενολόι τους. Το χωριό άδειασε, ο δρόμος γέμισε.

Ήταν αξιολύπητοι. Περπατούσαν ασταμάτητα, η ουρά μια μάκραινε και μια κόνταινε, όπως ένα φίδι που διπλώνει και ξεδιπλώνει. Μια μαζεύει και μια μακραίνει. Οι Τούρκοι με τα άλογά τους ήταν παντού και με τα καμτσίκια τους χτυπούσαν στον αέρα για να περπατούν πιο γρήγορα.

Το πρώτο βράδυ ξάπλωσαν όπου να’ ναι, πάνω στο χώμα. Λίγο νερό και ξερό ψωμί ήταν η διατροφή τους. Ήταν τόσο κουρασμένοι που κοιμήθηκαν σαν πεθαμένοι. Την άλλη μέρα αποκαμωμένοι έσερναν τα πόδια τους. Η ζέστη, η αποπνικτική ατμόσφαιρα από τη σκόνη που σήκωναν, έφραζαν λαιμό και μύτη. Τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε, τα πήραν στην αγκαλιά, οι έγκυες δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Ξαφνικά ένας πυροβολισμός και μια γυναίκα με το παιδί στα χέρια πέφτει κάτω. Ύστερα ήρθαν οι Τούρκοι στρατιώτες, να μαζέψουν τα κορίτσια. Έφτασαν δίπλα στον ποταμό Αράξης. Ουρλιαχτά, φωνές, κλάματα.

Μια στιγμή έρχεται μια καρότσα με έναν Τούρκο Πασά. Έψαχνε για κορίτσι. Πέφτει η ματιά του στην Αλίς. Ήταν η ωραιότερη απ’ όλες. Μόλις την έδειξε με το δάχτυλό του, με μια στριγκλιά πήδηξε στα παγωμένα νερά του ποταμού και χάθηκε. Δεν ήξερε κολύμπι. Η μητέρα της τρελάθηκε, έσκισε τα ρούχα της και ήθελε και κείνη να ακολουθήσει την κόρη της. Ο Τούρκος με μια τουφεκιά την ξάπλωσε κάτω.

Ο Οχανές, ήθελε ν’ αντιδράσει αλλά δεν πρόλαβε. Τον έριξε κάτω μια τουφεκιά. Ο Αγκόπ, ο Κουρκέν και ο Σέρκο, συνεννοήθηκαν με μια ματιά, πήδηξαν στα μαύρα νερά και προσπαθούσαν με γρήγορες απλωτές να κολυμπήσουν υποβρυχίως, ενώ πάνω τους έπεφταν ασταμάτητα οι τουφεκιές. Όταν ο Κουρκέν βγήκε για μια στιγμή στην επιφάνεια για να πάρει αέρα, ένα βόλι τον βρήκε στην πλάτη.

Τον Σέρκο δεν τον είδε κανείς ξανά. Ο μόνος που σώθηκε ήταν ο Αγκόπ. Θυμάμαι που έψαχνε τον Σέρκο μια ζωή. Χρόνια έδινε αγγελίες στις διάφορες αρμένικες εφημερίδες για να τον βρει.

Από Περσία μέχρι Αμερική. Χρόνια μετά, το 1960, που βρισκόμαστε στο Μιλάνο, στην αρμένικη εκκλησία, στη συζήτηση αναφέραμε ότι λεγόμαστε Παλαντζιάν. Μια κυρία μέσης ηλικίας, είπε ότι λεγόταν κι αυτή έτσι. Βέβαια, το επώνυμο Παλαντζιάν είναι κοινό όνομα και δεν ήταν απίθανη μια συνωνυμία. Συνεχίζοντας όμως μας λέει ότι η οικογένειά της ήταν από την Αμάσεια και πως ο παππούς της ονομαζόταν Σέρκο Παλαντζιάν. Ο ίδιος είχε πεθάνει αλλά υπήρχαν τα παιδιά του, δύο γιοι και μία κόρη, η κυρία που συζητούσαμε, ήταν παντρεμένη στην Ιταλία με έναν οδοντίατρο και είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Ο ένας της γιος ονομαζόταν Αρτίν και ο άλλος Ονίκ, ενώ το κορίτσι το έλεγαν Αλίς. Ο δικός μας Σέρκο είχε τελικά βρεθεί!”.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ