Τι επιδιώκει ο Ερντογάν με την απόφαση για την Αγ. Σοφιά;

Η μετατροπή του ναού-συμβόλου της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί αποτελεί μέρος του σχεδίου του τουρκικού καθεστώτος για την υλοποίηση της “Γαλάζιας Πατρίδας” αλλά ταυτόχρονα και ένα μήνυμα “ισχύος” με πολλαπλούς αποδέκτες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα.

Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Τουρκίας για το καθεστώς της Αγ. Σοφιάς που εκδόθηκε την Παρασκευή δεν εξέπληξε κανέναν. Ήταν σχεδόν δεδομένη. Για αρκετούς αναλυτές η απόφαση αυτή του Ερντογάν ήταν πολιτική (και όχι απλώς αναμενόμενη) επειδή η δημοτικότητά του βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά το τελευταίο διάστημα, κυρίως λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Τουρκία. Αναφέρουν μάλιστα σε πολλά άρθρα μέσα στο σαββατοκύριακο πως “ο ίδιος φαίνεται να πιστεύει ότι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί θα ενισχύσει το προφίλ του” και “θα τον βοηθήσει να κερδίσει την εμπιστοσύνη το ψηφοφόρων” και μόνο. Αυτές οι επιφανειακές αναγνώσεις είναι αφελείς, αν όχι εξαιρετικά επικίνδυνες. Όπως οι αντίστοιχες εκτιμήσεις “πως δεν θα τολμούσε να προωθήσει με τόσο ακραία απόφαση”.
Για όσους γνωρίζουν τις εξελίξεις στην γειτονική χώρα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 ήταν σχεδόν αυτονόητο πως το δικαστήριο ή θα αποφάσισε υπέρ της κυβέρνησης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ή θα έδινε το δικαίωμα στην κυβέρνηση να αποφασίσει για την τύχη της Αγ. Σοφιάς. Καμία άλλη πιθανότητα δεν υπήρχε, με δεδομένο πως ουδείς δικαστικός δεν θα ήθελε να γίνει στόχος του Ερντογάν και των προσχηματικών “εκκαθαρίσεων” (εκείνες που πραγματοποιούσε διακριτικά ως το 2016 και χωρίς κανένα πρόσχημα μετά το πραξικόπημα) του σημερινού καθεστώτος.
Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο ότι όλες οι εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικά μέσα της Τουρκίας είχαν ετοιμάσει αφιερώματα και ρεπορτάζ από την προηγούμενη ημέρα – αφού είχαν ενημερωθεί ατύπως – και το προεδρικό διάταγμα δημοσιεύτηκε σε χρόνο-ρεκόρ ακόμα και για δεδομένα της σημερινής Τουρκίας. 

Ο συμβολισμός και τα μηνύματα

Μάλιστα, η απόφαση της Παρασκευής προσχεδιάστηκε για να έχει “διπλό στόχο”: να ανατρέψει επί της ουσίας την απόφαση του 1934 που φέρει την υπογραφή του Ατατούρκ για να στείλει ένα “μήνυμα” στο εσωτερικό της χώρας για τον νέο ηγεμόνα της χώρας και τα μεταφέρει ένα “δεύτερο μήνυμα” με βασικούς αποδέκτες της Δύση και τον ισλαμικό κόσμο. Η μεν Δύση θα πρέπει να αποδεχτεί ότι ο Ερντογάν (και η Τουρκία που σχεδιάζει για τα επόμενα 10-30 χρόνια) είναι μια από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις και συνεπώς ” δεν δέχεται υποδείξεις και πιέσεις” και ταυτόχρονα ο αραβικός κόσμος να αποδεχτεί ότι η Κωνσταντινούπολη θα είναι πλέον ο “τρίτος πόλος” του Ισλάμ, αμφισβητώντας εμμέσως πλην σαφώς την πρωτοκαθεδρία της Σαουδικής Αραβίας. Ειδικά προς τους Σουνίτες που αποτελούν το 85%-90% του μουσουλμανικού πληθυσμού παγκοσμίως.

Η επιλογή Ερντογάν να συνδέσει την απόφαση με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να την παρουσιάσει ως μια “ιστορική στιγμή” δεν αφορούσε μόνο το εσωτερικό κοινό της Τουρκίας, όπως πολλοί λανθασμένα πιστεύουν αλλά κυρίως τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε άλλες χώρες.
Όπως τυχαίο γεγονός δεν είναι η επιλογή της 24ης Ιουλίου για την έναρξη της επίσημης λειτουργίας της Αγ. Σοφιάς ως τζαμί προκειμένου να προσέλθουν οι πιστοί για προσευχή. Θα μπορούσε να επιλέξει οποιαδήποτε ημέρα μετά την 12η Ιουλίου αλλά δεν το έκανε αφού και η πρώτη προσευχή υπό το νέο καθεστώς έχει μεγάλη σημασία για τα σχέδια Ερντογάν. Σε αυτή την περίπτωση το μήνυμα του έχει απευθείας αποδέκτη την Ελλάδα, με ισχυρό συμβολισμό και στο εσωτερικό της Τουρκίας και…τελικούς αποδέκτες της αποκαλούμενες “Μεγάλες Δυνάμεις” (ΗΠΑ, Ρωσία, Μεγ. Βρετανία, Γαλλία). Στις 24 Ιουλίου του 1923 υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης, που καθόριζε τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας και επέβαλλε την παραίτησή της από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και την εγγύηση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων που είχαν απομείνει στην επικράτειά της.

Με στόχο την Συνθήκης της Λωζάννης

Μια σειρά από όρους και προϋποθέσεις της Συνθήκης (Ειρήνης) της Λωζάννης έχουν αλλάξει μονομερώς από την Τουρκία χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις για την παραβίαση των όρων της συμφωνίας από τις “Μεγάλες Δυνάμεις” και όχι τα τελευταία χρόνια, όπως αρκετοί πιστεύουν. Η διάταξη για το καθεστώς στα νησιά Ίμβρος και Τένεδος που παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες καταργήθηκε το 1926 (δηλ. 2 χρόνια μετά την εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης) από την τουρκική κυβέρνηση με … νόμο. Οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, ελληνικής καταγωγής και χριστιανικού θρησκεύματος του 1932 είναι πλέον λιγότεροι από 3.000, μετά το “πογκρόμ” διώξεων του 1955 (γνωστά και ως “Σεπτεμβριανά”), η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων το 1964-65 (σχεδόν 12.000), η εφαρμογή του προγράμματος διάλυσης της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης και των ελληνικών κοινοτήτων των νήσων της Ιμβρου και Τενέδου από την κυβέρνηση Ισμέτ Ινονού το 1964, ήταν “η κορυφή του παγόβουνου”. Είχαν προηγηθεί η απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων (νόμος 2007/1932), η επιστράτευση το 1941 στα τάγματα εργασίας όλων των ανδρών 18-45 ετών της ελληνικής μειονότητας, ο Φόρος Ευμάρειας (1942-44), η μονομερής καταγγελία της Συμφωνίας της Αγκύρας της 30ής Οκτωβρίου 1930, κ.α.
Όμως, η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων το 1964-65 υπήρξε μια από τις πλέον σημαντικές παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης, για την οποία η Τουρκία δεν δέχτηκαν καν επίπληξη, πόσω μάλλον τις κυρώσεις που θα είχε η Ελλάδα σε τέτοιου μεγέθους μονομερή πράξη από τις “Μεγάλες Δυνάμεις”. Αυτή την Συνθήκη, που έχει καταστήσει διάτρητη η Τουρκία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκμεταλλευόμενη τον φόβο της Δύσης για τον “Σοβιετικό κίνδυνο”, λεκτικά έχει αμφισβητήσει στο πρόσφατο παρελθόν πολλές φορές ο Ερντογάν. Τώρα έχει την αφορμή να περάσει και σε πράξεις υλοποιώντας το “δόγμα του Νεο-Οθωμανισμού” και το σχέδιο της λεγόμενης “Γαλάζιας Πατρίδας”.

Το “δικαίωμα του σπαθιού” 

Για τους πιστούς ισλαμιστές και τους συντηρητικούς Τούρκους, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί είναι μια όντως μια ιστορική στιγμή. Είναι η αρχή της υλοποίησης του σχεδίου για την μετατροπή της Τουρκίας σε Αυτοκρατοτία ή “Μεγάλη Δύναμη” με το… “το δικαίωμα του σπαθιού”. Δηλαδή, με το δικαίωμα που έχουν ως ιδιοκτήτες της πατρίδας του να μετατρέψουν κάθε εκκλησία σε τέμενος και παρότι είχαν ως αποτέλεσμα της κατάκτησης (σ.σ. της Κωνσταντινούπολης) είχαν αποστερηθεί σχεδόν έναν αιώνα, προκειμένου να υποταγούν στους κανόνες της Δύσης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι κατά παράβαση της διπλωματικής πρακτικής και του ήπιου τρόπου πολιτικής τοποθέτησης σε διεθνές επίπεδο, από τον Ερντογάν ως το πλέον χαμηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης οι απαντήσεις ήταν πανομοιότυπες: “Η Τουρκία έχει το κυριαρχικό δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει στο έδαφος της”.
Και επειδή υπήρξαν αρκετοί ξένοι διπλωμάτες και πολιτικοί που “έδειξαν κατανόηση” ή ακόμα περισσότερο θεώρησαν απολύτως φυσιολογική αυτή την στάση, η απάντηση στο ερώτημα “οι άλλες χώρες με τουρκικό ή μουσουλμανικό πληθυσμό, όπως η Ελλάδα και η Βουλγαρία, ενδεχομένως και η Γερμανία, ή χώρες οι οποίες έχουν στο έδαφός τους ισλαμικά μνημεία που κατασκευάστηκαν την περίοδο της Οθωμανικής Κατοχής έχουν το ίδιο δικαίωμα;” η απάντηση της Τουρκίας είναι “Όχι, αν θίγονται τα συμφέροντά μας”!
Αυτό είναι το πρακτικό μέρος του “δικαιώματος του σπαθιού”: οι άλλες χώρες δεν έχουν το ίδιο δικαίωμα, αν δεν λάβουν την έγκριση της Τουρκίας γιατί διαφορετικά θα υποστούν κυρώσεις από το καθεστώς Ερντογάν.
Για παράδειγμα, το Ισραήλ δεν μπορεί να επικαλεσθεί το “δικαίωμα του σπαθιού” στο τέμενος Αλ-Άκσα γιατί “παραβιάζει” τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διεθνείς συνθήκες.
Η Ελλάδα και η Βουλγαρία δεν έχουν το δικαίωμα να προχωρήσουν σε αποφάσεις κατά των μειονοτήτων (για απελάσεις ούτε λόγος, ακόμα και σε περιπτώσεις κατασκοπίας ή προπαγάνδας με χρηματοδότηση από τα τουρκικά προξενεία) γιατί θα έχουν απέναντί τους την Τουρκία, “προστάτιδα των απανταχού Τούρκων”. Ειδικά στην περιοχή της Βαλκανικής και της Μέσης Ανατολής.

Το σχέδιο για την “Γαλάζια Πατρίδα” 

Από όλα αυτά προκύπτει πως ο Ερντογάν έχει αποφασίσει να υλοποιήσει το σχέδιο για την “Γαλάζια Πατρίδα” στρατηγικά αλλά με “κάθε μέσο και κόστος” (κατά το ρητό “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”) και να θέσει υπό τον έλεγχό του αρχικά το Αιγαίο και τα Βαλκάνια και στην συνέχεια την Ανατολική Μεσόγειο, την Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική μέχρι τα σύνορα του Μαρόκου αφού το ανθρώπινο κόστος (όπως φάνηκε σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη) είναι μικρό “τίμημα” σε σχέση με την επίτευξη των στόχων του.

Αν πετύχει τα σχέδια του – ή όχι- εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις της Ελλάδας (και κατά δεύτερο λόγο από το Ισραήλ και την Αίγυπτο) και την ικανότητά της ελληνικής διπλωματίας να θέσει απέναντι στην Τουρκία την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, τον Αραβικό Σύνδεσμο και τις ΗΠΑ. Η σκληρή κριτική, οι ανακοινώσεις και οι δηλώσεις δεν αρκούν πλέον αφού εκλαμβάνονται από τον Ερντογάν ως “έκφραση αδυναμίας”.

Ειδικά στην περίπτωση ενός “θερμού επεισοδίου” που είναι το επόμενο βήμα στην στρατηγική της εφαρμογής του δόγματος της “Γαλάζιας Πατρίδας” της Τουρκίας…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ