Κ. Μητσοτάκης: «Θα έχουμε υψηλή ανάπτυξη, κυρίως την πρώτη χρονιά μετά την πανδημία»

Την βεβαιότητα για την πλήρη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αλλά και την αισιοδοξία του για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης εξέφρασε ο πρωθυπουργός σε συζήτηση που είχε στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Την βεβαιότητα του  για την πλήρη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας αλλά και την αισιοδοξία του για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης εξέφρασε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε συζήτηση που είχε στο Ζάππειο Μέγαρο με τον πρωθυπουργό της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ και συντονιστή τον δημοσιογράφο του Politico Φλόριαν Έντερ στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.

Στην ερώτηση για Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), την σημασία του για την Ελλάδα και αν αποτελεί όντως μια μοναδική ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί, ο Έλληνας Πρωθυπουργός απάντησε καταφατικά (« Η απάντηση είναι ναι») και συμπλήρωσε: «Αυτή είναι μια ευκαιρία για την Ελλάδα και την Ευρώπη που δεν θα πρέπει να χαθεί. Όταν συζητούσαμε τον Μάρτιο του 2020 την οικονομική αντίδραση στην κρίση, οκτώ από εμάς, αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, έστειλαν μια επιστολή στον Σαρλ Μισέλ και ουσιαστικά ζήτησαν την εκκίνηση της συζήτησης για την δυνατότητα της Ευρώπης να δανειστεί ως μια υπερεθνική οντότητα και να στηρίξει την ανάκαμψη των κρατών-μελών, χωρίς τα κράτη-μέλη να πρέπει να επωμιστούν και άλλο χρέος. Εκείνη την στιγμή, όπως θυμάστε, βρεθήκαμε σε αδιέξοδο. Ωστόσο, πήρε μόλις τρεις μήνες εντατικού lobbying και ήρθε η συνειδητοποίηση από όλα τα κράτη-μέλη, περιλαμβανομένης της Γερμανίας, ότι χρειαζόμαστε μια αλλαγή προτύπου. Και αυτό ακριβώς συνέβη τον Ιούλιο. Η δυνατότητα έκδοσης χρέους σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την στήριξη κρατών-μελών μέσω επιχορηγήσεων και δανείων χωρίς να χρειαστεί τα ίδια τα κράτη-μέλη να δανειστούν κατά μόνας, σε συνδυασμό με μια χαλαρή νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ, δημιούργησαν τις συνθήκες, τον συνδυασμό δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών, όχι μόνο για μια γρήγορη ανάκαμψη αλλά για μια διαφορετικού τύπου ανάπτυξη. Και η πραγματική πρόκληση θα είναι όχι μόνο τα ποσοστά ΑΕΠ αυτά καθαυτά. Πιστεύω όλοι θα έχουμε υψηλή ανάπτυξη, κυρίως την πρώτη χρονιά μετά την πανδημία, θα συμβεί».

Όσον αφορά στην μορφή της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και αν θα βασιστεί στην φιλοσοφία της ενίσχυσης της κατανάλωσης, ήταν κατηγορηματικός: «Τι είδους ανάπτυξη θα είναι αυτή; Μια ανάπτυξη που θα κινείται από την κατανάλωση; Βεβαίως η κατανάλωση είναι ένα σημαντικό στοιχείο του ΑΕΠ αλλά δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει να εστιάσουμε στη δημιουργία θέσεων εργασίας γιατί η εκπαίδευση σε νέες δεξιότητες (reskilling) και η αναβάθμιση δεξιοτήτων (upskilling) είναι σημαντικές παράμετροι αλλά θα πρέπει να υπάρχουν οι θέσεις εργασίας για να είναι κανείς σε θέση να επανεκπαιδεύσει τους εργαζόμενους ώστε να αναλάβουν αυτά τα πόστα».

Συμπλήρωσε επίσης μια αθέατη πτυχή του ελληνικού σχεδίου ανάπτυξης: «Θα πρέπει να εστιάσουμε, στην ταχεία προώθηση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης, και θα πρέπει να έχουμε και ένα ισχυρό κοινωνικό στοιχείο, όπως συζητήσαμε στο Πόρτο. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ανισότητα μεταξύ των φύλων, να μειώσουμε την παιδική φτώχεια, να μειώσουμε γενικά τις ανισότητες. Και να είμαστε σε θέση να υπολογίσουμε και άλλους δείκτες πέραν του ΑΕΠ. Αυτή θα είναι μια πολύ επίκαιρη συζήτηση για το πώς θα αξιολογήσουμε την επίδοσή μας. Γιατί η Ευρώπη, στο σύνολό της, δεν έχει να κάνει μόνο με την ανάπτυξη της οικονομίας. Έχει να κάνει με αυτό που αποκαλούμε “ευρωπαϊκός τρόπος ζωής”, που δεν έχει να κάνει μόνο με την μέτρηση της ανάπτυξης».

Από την κρίση στην ανάπτυξη παρά την πανδημία

Σχετικά με την προσπάθεια της κυβέρνησης για την επιστροφή στην ανάπτυξη μετά από μακρά περίοδο οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, που είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος, τόνισε: «Η Ελλάδα πέρασε πολλά. Την προηγούμενη δεκαετία η χώρα υπέστη πολιτικές λιτότητας, ακόμα πιο σκληρές σε σχέση με αυτές στην Ισπανία. Επομένως φτάσαμε σε ένα σημείο που συνειδητοποιήσαμε πως στην εποχή μετά την πανδημία χρειαζόμαστε μια διαφορετική, μακρο-οικονομική προσέγγιση που ξεπερνά τους παραδοσιακούς, πολύ αυστηρούς κανόνες δημοσιονομικής σύγκλισης που αντιμετωπίζαμε όλοι».

Γι’ αυτό εξήγησε πως είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε την αξία του Ταμείου Ανάκαμψης και να αξιοποιηθούν με το καλύτερο δυνατό τρόπο τα ευρωπαϊκά κεφάλαια: «Ίσως το συζητήσουμε αργότερα, αλλά το ύψος των πόρων που έχουμε στη διάθεσή μας για δημόσιες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις δεν έχει προηγούμενο. Ποτέ δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα διαθέτουμε αυτά τα επιπλέον ποσά για να αναμορφώσουμε τις χώρες μας. Πιστεύω ότι εφόσον αυτά τα χρήματα δαπανηθούν σοφά για την επιτάχυνση των δύο μεταβάσεων, θεωρώ ότι δεν θα είναι ένα μοναδικό γεγονός. Άρα επαφίεται σε εμάς να διασφαλίσουμε ότι έχουμε την σωστή προσέγγιση».

«Έξυπνη ανάπτυξη» και «πράσινη μετάβαση»

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόσο στην λεγόμενη «πράσινη μετάβαση» όσο και στην «πράσινη ανάπτυξη». Και μάλιστα στην «Έξυπνη ανάπτυξη» που βασίζεται στο Ευρωπαϊκό Σχέδιο για την Πράσινη Ανάπτυξη (EU Green Deal).

«Για μένα αυτό που είναι εντυπωσιακό με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι ότι είναι ευθυγραμμίζεται εξαιρετικά με τις προεκλογικές μας δεσμεύσεις. Η πράσινη μετάβαση ήταν μέρος του σχεδίου μας αλλά τώρα έχουμε τα κεφάλαια να την στηρίξουμε. Έλαβα την απόφαση αυτή -γιατί κάποιες φορές πρέπει να λάβεις μία τολμηρή απόφαση και μετά να επεξεργαστείς τις λεπτομέρειες υλοποίησής της- και τον Σεπτέμβριο του 2019 ανακοίνωσα πως σε σύντομο χρονικό διάστημα θα κλείναμε όλες τις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες που λειτουργούν με καύση λιγνίτη. Αρχικά κάποιοι σοκαρίστηκαν αλλά στη συνέχεια, όταν είδαμε τους αριθμούς, συνειδητοποιήσαμε πως, πράγματι, μπορούμε να πούμε στους νέους της Δυτικής Μακεδονίας πως υπάρχει και άλλο μέλλον, δεν χρειάζεται να αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας μόνον ως εργαζόμενους στις μονάδες λιγνίτη» δήλωσε σχετικά ο Πρωθυπουργός και προσέθεσε: «Και επεξεργαστήκαμε ένα πρόγραμμα μετάβασης, κινητοποιώντας συνολικά σχεδόν 5 δισεκατομμύρια ευρώ για αυτή την περιοχή, που θα διοχετευτούν στη δημιουργία θέσεων εργασίας σε διάφορους τομείς. Βεβαίως δεν είναι εύκολο να το κάνει κανείς και πρέπει να πείσεις τον κόσμο. Αλλά χωρίς τη χρηματοδότηση που πλέον είναι διαθέσιμη μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα ήταν δύσκολο να τα καταφέρουμε, κινητοποιώντας μόνο κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα. Σίγουρα θα χρειαζόταν και περισσότερος χρόνος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς αυτό. Αλλά θα είχε κοστίσει και περισσότερο».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ