Κυβέρνηση ΝΔ: Ο πρώτος χρόνος επιτυχημένης διακυβέρνησης

Τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τους πρώτους 12 μήνες της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη και η εκτίμηση του κυβερνητικού έργου από τους πολίτες.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 συμπληρώνει σήμερα ένα χρόνο διακυβέρνησης. Το πρώτο 12μηνο διακυβέρνησης από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη περιλαμβάνει δυο φάσεις και τρείς διαφορετικούς περιόδους: το πρώτο 6μηνο και το δεύτερο 6μηνο, όπου ξεχωρίζουν το πρώτο δίμηνο του 2020 και στην συνέχεια η περίοδο της πανδημίας.
Αν το βασικό κριτήριο για την αποτίμηση των πρώτων 12 μήνες της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνηση που ορκίστηκε στις 9 Ιουλίου του 2019, είναι η διαχείριση της κρίσης, τότε αναμφίβολα ο πρώτος χρόνος διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας είναι άκρως πετυχημένος.

Όμως, στο ίδιο χρονικό διάστημα η ελληνική κοινωνία, το ελληνικό δημόσιο, η κυβέρνηση και ολόκληρη η χώρα κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια σειρά από δύσκολα θέματα, διαχρονικά προβλήματα και δυο εντελώς διαφορετικές κρίσεις. Η αποτίμηση της διακυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη μπορεί να γίνει με την συνεκτίμηση του κυβερνητικού έργου σε πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Ωστόσο, η κυβέρνηση θα πρέπει να αξιολογηθεί αντικειμενικά για την διαχείριση, τις επιλογές, την στρατηγική και το πραγματικό έργο σε μια σειρά από τομείς, όπως η οικονομία, ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους, το επιχειρηματικό περιβάλλον, οι επενδύσεις, η αντιμετώπιση της ανεργίας, η παιδεία, η περιβαλλοντική προστασία και τα εργασιακά θέματα. 

Η εικόνα της Ελλάδας στον κόσμο 

Η πρώτη πρόκληση της κυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη το περασμένο καλοκαίρι ήταν η αποκατάσταση της διεθνούς εικόνας της χώρας. Μετά από μνημόνια,capital controls και μια δεκαετία οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα έπρεπε να επανέλθει στο προσκήνιο ως μια ευρωπαϊκή, σύγχρονη, χώρα που είναι φιλική στις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα αλλά ταυτόχρονα έχει ένα κοινωνικό προφίλ. Μετά το διεθνές “στραπάτσο” του 2010 μετά από τις λανθασμένες επιλογές της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη Παπανδρέου προσωπικά και τις τριτοκοσμικές εικόνες του καλοκαιριού του 2015 με τις ουρές στα ΑΤΜ των τραπεζών, η κυβέρνηση Μητσοτάκη όφειλε να αντιστρέψει τις αρνητικές εντυπώσεις και να δημιουργήσει μια ελκυστική εικόνα για την Ελλάδα για τον τουρισμό, τις επενδύσεις και τις διεθνείς συνεργασίες.
Αν και οι αρχικές εκτιμήσεις ήταν πως αυτή η προσπάθεια θα απαιτούσε μερικά χρόνια, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2019 είχε γίνει ένα τιτάνιο έργο, με αποτέλεσμα στα μέσα Ιανουαρίου ξένοι ηγέτες και επενδυτές μιλούσαν (μετά από 10-12 χρόνια) εγκωμιαστικά για την χώρα μας. Αυτό είναι μια ασύλληπτη επιτυχία για τα ελληνικά δεδομένα και την χιονοστοιβάδα των αρνητικών δημοσιευμάτων μιας ολόκληρης δεκαετίας.

Αποτελεσματική διακυβέρνηση και Επιτελικό κράτος

Από την πρώτη της νέας κυβέρνησης ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έκρυψε την πρόθεσή του να υπάρχει κεντρική διαχείριση του κυβερνητικού έργου και όλα να ελέγχονται κεντρικά από το Μέγαρο Μαξίμου. Ήταν ξεκάθαρο πως το “στοίχημα” της επιτυχίας μπορούσε να κατακτηθεί μόνο η κυβέρνηση λειτουργούσε ξανά ως ενιαίο “όργανο” μιας μοντέρνας χώρας και όχι ως ένα “μείγμα” προσωπικών χαρτοφυλακίων και φιλοδοξιών. Για τους ξένους ηγέτες, πολύ περισσότερο για τον Έλληνα πολίτη που ζει καθημερινά την “ελληνική πραγματικότητα”, η κυβέρνηση όφειλε να δείχνει ένα σοβαρό, στοιβαρό και τεχνοκρατικό πρόσωπο, όπου οι λύσεις και τα έργα θα μιλούσαν περισσότερο από τα πρόσωπα στο κυβερνητικό σχήμα. 

Το “στίγμα” για αυτή την νέα φιλοσοφία του πρωθυπουργού διαφάνηκε με τους κανόνες από το πρώτο νομοσχέδιο που ψήφισε η κυβέρνηση και αφορούσε το λεγόμενο “Επιτελικό Κράτος”. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ άλλων το άρθρο 15 του νομοσχεδίου προέβλεπε ότι οι υπουργοί δεν μπορούν καταθέσουν ούτε ως μάρτυρες σε δικαστήριο δίχως την συγκατάθεση του πρωθυπουργού!

Γι’ αυτό μια σειρά υπουργικών αρμοδιοτήτων πέρασαν στον έλεγχο του πρωθυπουργού, θεσπίστηκαν διαδικασίες μηνιαίων ελέγχων ανά υπουργείο, το επιτελείο των κυβερνητικών συμβούλων που αποτελείται από τους στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού, Άκη Σκέρτσο και Γιώργο Γεραπετρίτη, η αποκατάσταση του Υπουργικού Συμβουλίου ως συλλογικού οργάνου παραγωγής πολιτικής, η εισαγωγή προγράμματος μεταρρυθμίσεων με συγκεκριμένες δράσεις και χρονοδιαγράμματα, το επιχειρησιακό σχέδιο της κυβέρνησης και κυρίως η συνολική μεταρρύθμιση των δομών και των διαδικασιών σχεδιασμού, παραγωγής και παρακολούθησης των δημόσιων πολιτικών.

Ουσιαστικά δημιουργήθηκε μια «πρωθυπουργο-κεντρική» κυβέρνηση με χαρακτηριστικά από το Γαλλικό και το Αμερικανικό Προεδρικό σύστημα. Νομοσχέδια, μεταρρυθμίσεις και Υπουργικές Αποφάσεις ψηφίστηκαν χωρίς να αφεθεί τίποτα στην τύχη του. Αυτό όμως φάνηκε πως είχε αποτελέσματα. 

Αποκατάσταση του αισθήματος ασφάλειας και νομιμότητας

Η κυβέρνηση μέσα σε ένα χρόνο έχει καταφέρει να μεταφέρει στους ένα αίσθημα ασφάλειας και νομιμότητας. Με αιχμή του δόρατος τον αρμόδιο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και σε συνεργασία με τα Υπουργεία Άμυνας, Εσωτερικών και Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση επιδίωξε την τάξη και την μείωση της εγκληματικότητας. Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοϊδης, επικεντρώθηκε σε ένα πλάνο με αυξημένες αστυνομικές περιπολίες σε περιοχές της Αθήνας και άλλων δήμους, με έμφαση σε περιοχές με υψηλούς δείκτες μικρο-εγκληματικότητας.
Κατά γενική ομολογία το αίσθημα του φόβου στο κέντρο της Αθήνας έχει μειωθεί αισθητά κδεν υπάρχει και με την αποκατάσταση της Πλατείας Ομονοίας ολοένα και περισσότεροι πολίτες αισθάνονται ότι μπορούν να κάνουν την βόλτα τους χωρίς να διατρέχει κίνδυνο η ζωής τους. όπως συνέβαινε πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004.

Παράλληλα, εγκαθιδρύθηκε ένα αίσθημα νομιμότητας και προστασίας των νόμων, όπως συνέβη με τον νέο αντικαπνιστικό νόμο, τις ποινές για σοβαρά ποινικά αδικήματα και μια σειρά από πολλά μικρά αλλά εξαιρετικά σημαντικά προβλήματα που περίμεναν άλυτα επί δεκαετίες. 

“Fast Track” κυβερνητικό έργο
Για πρώτη φορά από την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή η κυβέρνηση ξεκίνησε με συγκεκριμένο πλάνο από την πρώτη ημέρα με στόχο να υλοποιήσει συγκεκριμένα έργα, να προωθήσει συγκεκριμένα νομοσχέδια και να υλοποιήσει συγκεκριμένους στόχους, με την “τεχνοκρατική” αντίληψη της τακτικής αξιολόγησης του υπουργικού έργου αλλά και συνολικά της κυβέρνησης. Αν και πολλοί (ειδικά από την αντιπολίτευση) χρησιμοποίησαν τον όρο “Πρωθυπουργός-CEO” με υποτιμητικό τρόπο, μέσα σε 12 μήνες αποδείχτηκε ότι αυτός περιγράφει με ακριβεία την πραγματική λειτουργία της κυβέρνησης. Ακόμα και για τους επικριτές του Κυριάκου Μητσοτάκη, ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακό πως η Κυβέρνηση με την ανάληψη της εξουσίας, ήταν έτοιμη να ξεκινήσει να δουλεύψει σε όλους τους τομείς και μάλιστα με πρόθεση να υλοποιήσει τα περισσότερα από όσα είχε εξαγγείλει προεκλογικά, αρχίζοντας με την ψήφιση των νομοσχεδίων.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός του Δημοσίου 
Από τις πρώτες εβδομάδες η νέα κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός του ελληνικού δημοσίου, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών και η μείωση της ταλαιπωρίας του πολίτη (σε ουρές για υποβολή εγγράφων και υπογραφές) αποτελεί θέμα υψίστης προτεραιότητας. Κι αν υπήρχε ένα θετικό από την πανδημία του κορωνοϊού, για την ελληνική κοινωνία ήταν η επιτάχυνση των διαδικασιών του ψηφιακού μετασχηματισμού σε όλο τον δημόσιο τομέα. Ειδικά σε υπηρεσίες προς τον πολίτη (π.χ. η ηλεκτρονική συνταγογράφηση). Έργα που θα απαιτούσαν 2-3 χρόνια υλοποίηση λόγω της δομής του δημοσίου και των υποδομών (ή της ανυπαρξίας τους) έγινε πραγματικότητας μέσα σε λίγους μήνες. Κανείς στην αντιπολίτευση δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι έχουν γίνει άλματα στην καθημερινή εξυπηρέτηση του πολίτη. Η νέα πύλη gov.gr, η ψηφιοποίηση των πιστοποιητικών και των ΚΕΠ υπήρξαν μέρος των εξαγγελιών των κυβερνήσεων από το 2000 αλλά η απλοποίηση των διαδικασιών που διευκολύνουν τον πολίτη (και ταυτόχρονα μειώνουν τον φόρτο εργασίας στις δημόσιες υπηρεσίες) και σε μεγάλο βαθμό και τις επιχειρήσεις υλοποίηθηκαν το τελευταίο 12μηνο. Ειδικά μέσα στην καραντίνα τέθηκαν σε ισχύ η ηλεκτρονική διακίνηση εγγράφων, οι τηλεδιασκέψεις, οι ψηφιακές υπογραφές, εκτός από την ψηφιακή συνταγογράφηση, που έφεραν την Ελλάδα ξαφνικά από το 1999 στο 2020. Χωρίς πολλά λόγια και συνεντεύξεις Τύπου, πέρασαν στην καθημερινότητα του πολίτη, όσα ήθελαν να κάνουν αλλά δεν μπόρεσαν οι προηγούμενες πέντε κυβερνήσεις.
Σε ορισμένες περιπτώσεις επιμέρους έργα του ψηφιακού μετασχηματισμού στο Δημόσιο υλοποιήθηκαν 1-2 χρόνια νωρίτερα από τις αρχικές εξαγγελίες- γεγονός πρωτόγνωρο γεγονός στην μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας.

Η επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού

Η νέα κυβέρνηση είχε την ατυχία να βρεθεί τον Μάρτιο μπροστά στην μεγαλύτερη επιδημιολογική και υγιειονομική κρίση των τελευταίων 100 ετών και κλήθηκε να αντιμετωπίσει με ένα υπο-στελεχωμένο, υπο-χρηματοδοτούμενο και σε ημι-διάλυση Εθνικό Σύστημα Υγείας μετά από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης, μνημονίων και επίπονων περικοπών μια πανδημίας πρωτοφανούς έκτασης. Μέσα σε δυο μήνες η Ελλάδα όχι απλώς κατάφερε με τα πενιχρά – σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης μέσα και πόρους- να διαχειριστή την πρωτοφανή παγκόσμια υγειονομική κρίση με τον πλέον υποδειγματικό τρόπο και με τις μικρότερες κοινωνικές και οικονομικές απώλειες. Η ελληνική Κυβέρνηση κατάφερε να ξεπεράσει χώρες με  10πλασιο προϋπολογισμό, πολλαπλάσια μέσα και υποδειγματικό σύστημα υγείας, προστατεύοντας πάνω από όλα την υγεία των πολιτών και να υποστηρίξει το εύθραστο δημόσιο σύστημα υγείας που κινδύνευε από κατάρρευση.

Χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία και η Μεγ. Βρετανία κατέρρευσαν σαν “χάρτινοι πύργοι” με τεράστιο κοινωνικό κόστος (σε ανθρώπινες ζωές πρωτίστως) ενώ άλλες χώρες όπως η Γερμανία εφάρμοσαν την φιλοσοφία “Deutschland über alles”, θέτοντας την χώρα “πάνω από όλους και όλα” (κατά παράβαση της Συνθήκη της Λισαβόνας), δείχνοντας το χειρότερο διεθνές πρόσωπο της “νέας Γερμανίας”. Τόσο αποκρουστικό που δεν πήραν ποτέ τα εύσημα για το αποτέλεσμα από κανένα διεθνές ΜΜΕ.

Αντιθέτως, η χώρα μας έγινε το “πρότυπο μοντέλο διαχείρισης” στον Δυτικό κόσμο και συγκρίθηκε με ασιατικές χώρες (όπως η Ν.Κορέα, η Ταϊβάν και η Σιγκαπούρη) που πέρασαν δυο παρόμοιες πανδημίες και έχουν μια ακμάζουσα οικονομία για περισσότερο από μισό αιώνα και συστήματα υγείας στην παγκόσμια ελίτ. 

Η αντιμέτωπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας

Ακόμα και στον οικονομικό τομέα η ελληνική κυβέρνηση διαχειρίστηκε την κρίση εξαιρετικά. Παρότι το γεγονός πως δέχτηκε το “πλήγμα” της πανδημίας μερικές εβδομάδες μετά την έναρξη της προσπάθειεας για να συγκεντρώσει διεθνείς επενδύσεις (“το 2020 θα είναι η χρονιά της Ελλάδας στον επενδυτικό τομέα” ‘έλεγαν ξένοι επενδυτές και επιχειρηματίες στον Δεκέμβριο) και η ελληνική κοινωνία να επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης με χαρακτηριστικά ευημερίας, το οικονομικό επιτελείο “απορρόφησε” με άμεσες παρεμβάσεις ένα σημαντικό μέρος των επιπτώσεων της κρίσης και διέψευσε όλες τις διεθνείς εκτιμήσεις για την νέα κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Μέχρι τα μέσα Ιουνίου όλες οι αναθεωρημένες αναλύσεις έδειχναν πως η Ελλάδα όχι μόνο θα έχει τελικά μικρότερη ύφεση από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και ηπιότερη σε σχέσε με όλες τις προβλέψεις από τις αρχές της πανδημικής κρίσης.

Η ενίσχυση των επιχειρήσεων και των εργαζομένων από τα μέτρα καραντίνας και τα προβλήματα λειτουργίας, η χορήγηση επιδόματος ύψους 534 ευρώ σε περισσότερους από 1.000.000 δικαιούχους και οι παρεμβάσεις της τάξης 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν τα προγράμματα “ΣΥΝ-Εργασία” κα η χρηματοδότηση του δικαιώματος της αναστολής εργασίας, δεν είχαν μόνο θετικά αποτελέσματα καθώς δημιούργησαν ένα “δίχτυ ασφαλείας” και λειτούργησαν ως “ανάχωμα” σε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην κοινωνία αλλά θεωρήθηκαν μέτρα “σοσιαλιστικού χαρακτήρα”.  Κάτι που κι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε ομιλία του στην Βουλή την προηγούμενη Παρασκευή παραδέχτηκε, λέγοντας ότι το μέτρο του επιδόματος υιοθετήθηκε από την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Σρέντερ στην Γερμανία. 

Αυτό όμως έδειξε ότι η σημερινή κυβέρνηση παρότι προέρχεται από την “φιλελεύθερη τάση” της Νέας Δημοκρατία και πιστεύει στην απελευθέρωση της αγοράς και τον περιορισμό της παρεμβατικότητας του κράτους στην οικονομία, είναι πάνω “κυβέρνησης της Ελλάδας” και στις περιόδους κρίσεων “η χώρα είναι πάνω από το κόμμα”, θυμίζοντας την φιλοσοφία του αείμνηστου εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Αν μάλιστα ο τουρισμός τομέας καταφέρει να συγκεντρώσει ένα μεγάλο μέρος από το εξαιρετικά μειωμένο (ως και 70%) διεθνές τουριστικό κύμα της φετινής – σύντομης και προβληματικής – τουριστικής περιόδου και οι εξαγωγές κινηθούν σε αυξημένα -αλλά ρεαλιστικά – επίπεδα μέχρι το τέλος του έτους, η Ελλάδα μπορεί να είναι ένας από τους ελάχιστους κερδισμένους του 2020.

Η κρίση με την Τουρκία που τροφοδοτεί την μεταναστευτική κρίση

Ακόμα και την τροφοτούμενη μεταναστευτική κρίση στο Αιγαίο και – ξεδιάντροπα προκλητικά – στον Έβρο από την Τουρκία, η ελληνική κυβέρνηση την χειρίστηκε με σοβαρότητα και ιδιαίτερη προσοχή. Ο Πρωθυπουργός άλλαξε τον αρχικό σχεδιασμό του πρώτου εξαμήνου, διόρθωσε τα λάθη που βασίστηκαν σε εσφαλμένης εκτιμήσεις για την κυβέρνηση Ερντογάν και την υποστήριξη της ΕΕ, προχώρησε στην επανασύσταση το Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου που είχε καταργήσει επιλέγοντας έναν υπουργό όπως ο τεχνοκράτης Νότης Μηταράκης, ο οποίος προέρχεται μάλιστα από τη Χίο, μια περιφέρεια που βιώνει όλες τις μορφές του μεταναστευτικού και έφερε τους αρμόδιους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα σύνορα, αλλάζοντας τα δεδομένα για την Τουρκία μέσα σε δυο μήνες.
Χωρίς αγκυλώσεις και παρωπίδες η κυβέρνηση αναδιαμόρφωσε την δομή της και ανέλαβε την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, λαμβάνοντας υπόψιν και τις αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών, που αρχικά είχαν υποτιμηθεί αλλά ήταν εξίσου σημαντικές για την αντιμετώπιση ενός τόσο σημαντικού προβλήματος για την χώρα.

Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα ανέκτησε την εμπιστοσύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΗΠΑ και της Μεγ. Βρετανίας ενώ έλαβε και την υποστήριξηξ από Διεθνείς Οργανισμούς.

Τέλος, στα θετικά της κυβέρνησης είναι σίγουρα η ανάδειξη της πρώτης γυναίκας στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ελλάδα (Κατερίνα Σακελαροπούλου), με τις ψήφους της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝ.ΑΛ.) πετυχαίνοντας ένα ιστορικό κατόρθωμα στο οποίο είχαν αποτύχει όλες οι “προοδευτικές” κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης.

Η εκτίμηση των πολιτών

Όμως, το σημαντικότερο κριτήριο για την επιτυχημένη διακυβέρνηση του προηγούμενου 12μηνου από την Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η εκτίμηση των πολιτών. Όπως αποτυπώνεται στις δυο τελευταίες δημοσκοπήσεις η Νέα Δημοκρατία έχει ένα προβάδισμα από 14,3 μονάδες (με αναγωγή 15,9%) από τον ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με την δημοσκόπηση της  ALCO για τον τηλεοπτικό σταθμό OPEN TV μέχρι… 20 μονάδες (δημοσκόπηση της OPINION POLL ) καθώς το 41,2% των πολιτών θα ψήφισαν την ίδια κυβέρνηση, έναντι 20,7% του ΣΥΡΙΖΑ, αν οι εκλογές γίνονταν την ερχόμενη Κυριακή . 

Την ίδια εμπιστοσύνη, αν όχι μεγαλύτερη, σε σχέση με το περασμένο καλοκαίρι φέρεται να έχει η πλειοψηφία των πολιτών για την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας καθώς θεωρεί ως καταλληλότερη επιλογή για την θέση του πρωθυπουργού τον Κυριάκο Μητσοτάκη το 49% (δημοσκόπηση της OPINION POLL) και 51,5%  (δημοσκόπηση ALCO) έναντι 21% και 19,2%  του Αλέξη Τσίπρα, αντίστοιχα.  

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ