Πάνω από ένα στα τρία αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους ελληνικούς δρόμους είναι “σαράβαλο”!

Ο κλάδος του αυτοκινήτου δέχτηκε πολύ μεγάλο “χτύπημα” την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα, μα τις πωλήσεις νέων οχημάτων σχεδόν να εκμηδενίζονται. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, στη χώρα να κυκλοφορούν όλο και περισσότερα παλιά αυτοκίνητα, τα οποία και λόγω της κρίσης έτυχαν ελλιπούς συντήρησης, αυξάνοντας το πρόβλημα των εκπομπών ρύπων. 

Όπως έδειξε η έρευνα του ΙΟΒΕ, πάνω  από το 50% του στόλου αποτελείται από οχήματα από 10 έως 20 ετών, ενώ το 37% του στόλου είναι άνω των 19 ετών, κάτι που δημιουργεί τεράστια προβλήματα στη χώρα, η οποίαείναι υποχρεωμένη από την Συνθήκη του Παρισιού να μειώσει τους εκπεμπόμενους ρύπους στα 95 γραμμάρια ανά χιλιόμετρο μέχρι το 2020.

Αυτή τη στιγμή η χώρα απέχει πολύ από το να πιάσει αυτό το στόχο, καθώς η διείσδυση των αυτοκινήτων νέας τεχνολογίας με μηδενικούς ή πολύ χαμηλούς ρύπους είναι πολύ μικρή. Η οικονομική κρίση οδήγησε τους αγοραστές σε επιβατικά χαμηλού κυβισμού (χαμηλότερων εκπομπών), ενώ η απελευθέρωση της πετρελαιοκίνησης στην Αττική, αύξησε το μερίδιο επιβατικών πετρελαίου, που κατά μέσο όρο έχουν χαμηλότερους ρύπους CO2 από τα συμβατικά, εκπέμποντας όμως περισσότερα οξείδια του αζώτου ΝΟx και μικροσωματίδια. 

Σε πολλές χώρες της ΕΕ, οι μέσες εκπομπές CO2 παρουσιάζουν άνοδο το 2018, καθώς υποχωρούν οι πωλήσεις πετρελαιοκίνητων οχημάτων, που έχουν λιγότερες εκπομπές CO2 από τα βενζινοκίνητα. Η ίδια τάση επικρατεί και στην Ελλάδα, με αύξηση κατά 2,8g CO2/km το 2018. Οι χώρες που μείωσαν τις μέσες εκπομπές τους ήταν η Νορβηγία, με σημαντική πτώση λόγω μεγάλης διείσδυσης των ηλεκτρικών οχημάτων, η Ολλανδία και η Φινλανδία. Σημειώνεται πως και οι 3 χώρες βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις των πωλήσεων οχημάτων χαμηλών εκπομπών ρύπων.

Διάρθρωση στόλου οχημάτων σε Ελλάδα και χώρες της ΕΕ

Ο στόλος οχημάτων επιβατικών επηρεάζεται από τις πωλήσεις καινούριων και μεταχειρισμένων, ως νέα εισροή στο στόλο, αλλά και από τις διαγραφές, ως εκροή. Ο στόλος επιβατικών παρουσιάζει αυξητική τάση από το 1985 μέχρι και το 2010, καθώς το 1985 τα επιβατικά Ιδιωτικής Χρήσεως (ΙΧ) ήταν 1,2 εκ. ενώ το 2010 ο στόλος προσέγγισε τα 5,2 εκ. οχήματα.

Ανά δεκαετία, με έναρξη το 1987, η μεγαλύτερη αύξηση του στόλου οχημάτων σημειώθηκε μεταξύ 1997 και 2007, περίοδο κατά την οποία ο στόλος μεγεθύνθηκε κατά 2,3 εκ. επιβατικά λόγω των σημαντικών εισαγωγών καινούριων αλλά και μεταχειρισμένων επιβατικών. Μετά το 2007 ο στόλος ενισχύθηκε κατά 437 χιλ. οχήματα, καθώς παράλληλα με τις υποτονικές σχετικά εισαγωγές, καταγράφηκε και μεγάλος αριθμός διαγραφών.

Όπως σημειώθηκε, οι διαγραφές οχημάτων την περίοδο 2008-2017 ήταν 800 χιλ., ενώ οι πωλήσεις καινούριων οχημάτων ήταν 1,2 εκ. περίπου και οι εισαγωγές μεταχειρισμένων 193 χιλ. οχήματα. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η αύξηση της μέσης ηλικίας των ελληνικών επιβατικών αυτοκινήτων στα 15,4 έτη. Σημειώνεται πως το 50% του στόλου αποτελείται από οχήματα ταξινομημένα πριν το 2003 – δηλαδή ο μισός στόλος έχει ηλικία πάνω από τα 15 έτη.

Η μέση ηλικία του ευρωπαϊκού στόλου διαμορφώθηκε σε περίπου 11 έτη το 2016, σημειώνοντας αύξηση σε σχέση με το 2013 που ήταν 10,4 έτη. Συγκρίνοντας με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ28, προκύπτει ότι η Ελλάδα διαθέτει τον 4ο γηραιότερο στόλο επιβατικών απέχοντας σημαντικά από τις χώρες της δυτικής Ευρώπης και βρισκόμενος πιο κοντά σε αυτές της ανατολικής Ευρώπης

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ