Επιτέλους ευθύνες με… όνομα και επώνυμο!

Η χώρα ήταν μέχρι το 1974 ένα από τα πιο διεφθαρμένα μέρη του πλανήτη. Οι δημόσιοι υπάλληλοι ζητούσαν σε κάθε τους συναλλαγή με τους πολίτες αντίτιμο, το οποίο αποκαλούσαν «τα τυχερά της δουλειάς», οι αστυνομικοί έπαιρναν χρήματα …«για ένα τσάι ή για έναν καφέ» από τους ιδιοκτήτες καταστημάτων και όσους πολίτες ήθελαν να προχωρήσουν οι καταγγελίες τους, οι γιατροί άφηναν τους ασθενείς να περιμένουν σε ουρές ή σε κρεβάτια αδιαφορώντας για την εξέλιξη της υγείας τους. Η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο όταν οι πυροσβέστες καθυστερούσαν την κατάσβεση της φωτιάς εφόσον δεν έβλεπαν εκ των προτέρων το χρώμα του χρήματος με την δικαιολογία ότι «δεν έχει νερό»!

Τότε η κυβέρνηση έλαβε την απόφαση να προχωρήσει στην ίδρυση μιας Ανεξάρτητης Αρχής για την Αντιμετώπιση της Διαφθοράς, προκειμένου να αντιμετωπίζει ριζικά τη διαφθορά στο δημόσιο και να προβεί σε μαζική εκκαθάριση των διεφθαρμένων δημοσίων υπάλληλων…

Θα μπορούσε να είναι η περιγραφή της Ελλάδας του 1974, του 2010 και σε μεγάλο βαθμό της ελληνικής πραγματικότητας του σήμερα (με την προσθήκη του χαρακτηρισμού «φακελάκι» σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις) ή… το σενάριο μιας καλογυρισμένης ταινίας του Χόλιγουντ, αν δεν ήταν 100% πραγματικά γεγονότα.

Οι συγκεκριμένες περιγραφές αφορούν τα γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση της Ανεξάρτητης Επιτροπής κατά της Διαφθοράς (γνωστή ως «ICAC») το 1974 στο βρετανικό -τότε – Χονγκ Κονγκ και του Ανεξάρτητου Γραφείου Ερευνών κατά της Διαφθοράς (γνωστού ως «CPIB») το 1952 στην Σιγκαπούρη και την ενίσχυση του ρόλου του το 1959 και των αρμοδιοτήτων του το 1974.

Σήμερα η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ είναι ανάμεσα στις πιο «καθαρές» χώρες του κόσμου, με την μικρότερη έκταση διαφθοράς στον δημόσιο τομέα, αλλά και την αυστηρότερη νομοθεσία κατά της διαφθοράς παγκοσμίως.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στον ετήσιο δείκτη διαφθοράς του Μη Κυβερνητικού Οργανισμού «Διεθνής Διαφάνεια» είναι στην λίστα της ελίτ, αφού η Σιγκαπούρη είναι στην 4η θέση στον κόσμο και το Χονγκ Κονγκ (υπό κινεζική κυριότητα πλέον) στη θέση Νο14, όταν η κατά τα άλλα… ευρωπαϊκή Ελλάδα είναι στη θέση Νο67 ανάμεσα σε 180 χώρες που αξιολογήθηκαν το 2018 με βάση εξειδικευμένα κριτήρια σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, της πολιτικής, της νομοθεσίας και της κοινωνίας. Πέρυσι είχε βρεθεί μάλιστα στην 59η θέση (πίσω από την Ρουάντα και την Μποτσουάνα!), πέφτοντας 8 θέσεις κάτω στην ίδια λίστα λόγω σκανδάλων, καταλαμβάνοντας την προτελευταία θέση στην ΕΕ.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου κατά της διαφθοράς και της καταπολέμησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες την περίοδο 2013-2016, αλλά είναι υποχρεωμένη να κάνει ακόμα πολύ περισσότερα, αφού η διαφθορά παραμένει ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της χώρας.

Αλλά και στο Βαρόμετρο Παγκόσμιας Διαφθοράς που βασίζεται σε δημοσκοπήσεις, με βασικές ερωτήσεις «Έχετε δώσει δωροδοκία φέτος;» και «Ποιον δωροδοκήσατε;», η Ελλάδα βρέθηκε το 2013 -εν μέσω κρίσης δηλαδή- στην 49η θέση με ποσοστό 22% πίσω από το Κόσσοβο, την Παλαιστίνη και το Σουδάν!

Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μεταξύ άλλων, στον νέο νόμο 4622/2019 για το λεγόμενο «Επιτελικό Κράτος» («Επιτελικό Κράτος: Οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των Κυβερνητικών Οργάνων και της Κεντρικής Δημόσιας Διοίκησης») που ψηφίστηκε στις 7 Αυγούστου, προβλέπει μια παρόμοια υπηρεσία για την πάταξη της διαφθοράς: την νέα ενιαία Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ) στην οποία συγχωνεύονται έξι ελεγκτικές υπηρεσίες και σώματα που λειτουργούσαν ως πρόσφατα ανεξάρτητα και χωρίς τον απαραίτητο συντονισμό για αυτό το τιτάνιο έργο για τα σημερινά δεδομένα.

Στον σχετικό νόμο περιγράφονται οι αρμοδιότητες, οι διαδικασίες, οι δυνατότητες και οι διαθέσιμοι  πόροι για την λειτουργία της ΕΑΔ με σκοπό «την ενίσχυση της διαφάνειας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας στη δράση των κυβερνητικών οργάνων, διοικητικών αρχών, κρατικών φορέων και δημοσίων οργανισμών», καθώς και η πρόληψη, η αποτροπή, ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση «των φαινομένων απάτης και διαφθοράς στη δράση δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και οργανισμών», που συναλλάσσονται με το Δημόσιο 

Έστω και με καθυστέρηση δεκαετιών (ενδεχομένως και υπό τις πολυετείς πιέσεις του ΟΑΣΑ και του ΔΝΤ), φαίνεται πως έγινε το πρώτο βήμα για την ουσιαστική, οργανωμένη και συστηματική αντιμετώπιση των φαινομένων διαφθοράς στο ελληνικό δημόσιο, που «τρέφει» την γραφειοκρατία, παρεμποδίζει την επιχειρηματικότητα και δυσκολεύει την καθημερινότητα εκατομμυρίων πολιτών.

Είναι όμως αυτός ο νόμος αρκετός για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο και να αποκαταστήσει στρεβλώσεις, τεχνοκρατικές νοοτροπίες και την νομιμότητα στο ελληνικό δημόσιο δεκαετιών;

Μάλλον όχι ορίζει η λογική… και ο ρεαλισμός.

Τα περίφημα… φακελάκια δεν θεωρούνταν ποτέ – και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να μην θεωρούνται – παράνομη πράξη, αλλά μια «αναπόφευκτη πρακτική» του δημοσίου τομέα, μια «συνήθεια» από το παρελθόν ή έστω μια λανθασμένη νοοτροπία,  γι’ αυτό οι περισσότεροι Έλληνες δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα τις επιπτώσεις που αυτές επιφέρουν.

Στις περισσότερες σύγχρονες χώρες σε όλο τον κόσμο και στην Ε.Ε. είναι ποινικό αδίκημα (της ενεργητικής δωροδοκίας για τον πολίτη και της παθητικής δωροδοκίας για τον δημόσιο υπάλληλο). Στην χώρα μας, μάλιστα, επισύρει ποινή φυλάκισης από 1 έως 10 έτη, αναλόγως της αξίας της πράξης και του συναλλασσόμενου ποσού.

Αυτή όμως η πτυχή του «λαδώματος» (με «φακελάκι» ή άνευ), δεν έχει αφομοιωθεί από την ελληνική κοινωνία και δεν έχει αποτελέσει παράγοντα συμμόρφωσης των δημοσίων υπαλλήλων, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις.

Γι’ αυτό η νέα κυβέρνηση οφείλει να επιδιώξει πρωτίστως την αλλαγή νοοτροπίας και στις δυο πλευρές, αναδεικνύοντας το τεράστιο κόστος της διαφθοράς στην απλή καθημερινότητα Ακόμα και αν χρειαστεί να προχωρήσει στην παραδειγματική τιμωρία διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων, με  ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης και εξάντληση της αυστηρότητας του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, παρουσιάζοντας αν κριθεί αναγκαίο και το πραγματικό τους πρόσωπο στην ελληνική κοινωνία.

Ποια είναι δηλαδή η διαφορά ενός μέλους σπείρας διαρρηκτών που συλλαμβάνει η αστυνομία και δημοσιεύονται οι φωτογραφίες τους για την ενημέρωση του κοινού από έναν υπάλληλο δημόσιας υπηρεσίας με βίλες, πολυτελή αυτοκίνητα και εκατομμύρια στην τράπεζα τα οποία απέκτησε με  χιλιάδες «φακελάκια» που απέσπασε κατά τη διάρκεια της εργασίας του από συνταξιούχους, ανέργους ή φτωχούς μισθοσυντήρητους πολίτες στο πέρασμα του χρόνου;

Για ποιον λόγο οι διεφθαρμένοι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να γίνονται γνωστοί ύστερα από 15-20 χρόνια από την σύλληψή τους, όταν κανείς δεν θα θυμάται τις πράξεις τους και οι εφημερίδες και οι ενημερωτικές ιστοσελίδες θα αφιερώνουν μετά βίας 30 λέξεις για την σχετική είδηση της τελεσίδικης καταδίκης τους; Ή και καθόλου στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω ελλείψεως ενδιαφέροντος μετά από τόσα χρόνια!

Ας μην ξεχνάμε επίσης, και τα κωμικοτραγικά περιστατικά με δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν, αλλά αντιθέτως επιβραβεύτηκαν (με προαγωγή ή με ευνοϊκή μετάταξη) μετά την καταδίκη τους σε φυλάκιση, ή την πλουσιοπάροχη συνταξιοδότησή τους με υψηλότατο εφάπαξ εν αναμονή της τελεσίδικης απόφασης (και της καταδίκης τους) από τα δικαστήρια, ύστερα από εσωτερικές διαδικασίες-παρωδίες (ΕΔΕ) με απαλλακτικές αποφάσεις από επιτροπές φίλων και συναδέλφων από τις ίδιες υπηρεσίες.

Δεν έχει έρθει η ώρα επιτέλους να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες των πράξεων του;

Μήπως όταν συλληφθεί ο επόμενος δημόσιος υπάλληλος για «φακελάκια» να υπάρχει στην ανακοίνωση το όνομα και το επώνυμό του, όπως κάθε άλλου κατά συρροήν εγκληματία;

Το θέμα είναι πλέον στα χέρια της νέας κυβέρνησης και θα διαφανεί σύντομα αν έχει την πρόθεση να αναδεικνύει τις περιπτώσεις των δημοσίων υπαλλήλων που έχουν διαπράξει ποινικά αδικήματα ή θα συνεχίσει την τακτική των τελευταίων 30 ετών για αναμονή της τελεσίδικης απόφασης, που φθάνει συνήθως – υπό την καθοδήγηση δικηγόρων – στον Άρειο Πάγο, για να καλύπτονται με μια ιδιότυπη ασυλία ή θα επικαλεσθεί τις διατάξεις του προβλέπει ο Ν. 3528/2007 για να αποφύγει κι αυτή, με την σειρά της, το λεγόμενο «πολιτικό κόστος».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ