Τα διλήμματα για τον δανεισμό του δημοσίου εν μέσω ανόδου επιτοκίων

Οι μικρές αλλά σημαντικές «λεπτομέρειες» που αξιολογούνται με ιδιαίτερη βαρύτητα από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.

Με την απόδοση των ελληνικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας να κυμαίνεται στα επίπεδα του 2,40%, τα οποία αντιστοιχούν σε spread έναντι του αντίστοιχου γερμανικού bund στις 243 μονάδες βάσης και έναντι του T-bond των ΗΠΑ στις 63 μονάδες βάσης, η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές ύψους 3 δισ. ευρώ στις 19 Ιανουαρίου μέσω έκδοσης 10ετούς διάρκειας κρατικών χρεογράφων αποδείχθηκε ευτύχημα, παρότι κάποιοι έσπευσαν να κατηγορήσουν τότε την κυβέρνηση ότι το 1,83% με το οποίο δανείστηκε,  ήταν ακριβό επιτόκιο. Στις 48 ημέρες που μεσολάβησαν έκτοτε, οι αποδόσεις στην δευτερογενή αγορά ομολόγων κινούνται 0,60 της ποσοστιαίας μονάδας πάνω από το επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε  τότε το ελληνικό δημόσιο.

Ενδεικτικό της διαρκούς ανόδου των επιτοκίων διεθνώς είναι και το ότι ακόμη και αυτό το 1,83% το οποίο φαντάζει σήμερα «ευνοϊκό» σε σύγκριση με τα ισχύοντα επίπεδα αποδόσεων μετά τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία, είναι  περί την μία μονάδα υψηλότερο της αμέσως προηγούμενης έκδοσης δεκαετούς διάρκειας ομολόγου τον περασμένο Ιούνιο, όταν εν μέσω προσφορών ύψους 30 δισ. ευρώ που είχαν υποβάλει οι επενδυτές, το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στο 0,88%. Το υψηλότερο κόστος κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα αντανακλά την άνοδο την ενδιάμεση περίοδο των αποδόσεων διεθνώς, ως αποτέλεσμα της πανδημίας και του υψηλότερου πληθωρισμού.

Ο πόλεμος μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας και η συνεπαγόμενη ενεργειακή κρίση, αλλάζει άρδην τα δεδομένα και ως προς την διαχείριση του δημοσίου χρέους. Το υπουργείο Οικονομικών σχεδίαζε να βγει εκ νέου στις αγορές μέσα στον τρέχοντα μήνα. Τα νέα αυτά δεδομένα όμως καθιστούν τα επιτόκια απαγορευτικά, και όχι μόνο για την Ελλάδα. Και άλλες πλέον χώρες αντιμετωπίζουν ανάλογο πρόβλημα δεδομένου ότι οι αποδόσεις των ομολόγων τους ξεπερνούν τις τελευταίες ημέρες το όριο της μια ποσοστιαίας μονάδας στην δεκαετία, όπως λ.χ. της Ιταλίας (1,58%) ή της Ισπανίας (1,00%). Η άνοδος αυτή οφείλεται και στο ότι οι αγορές προεξοφλούν επιτοκιακές αυξήσεις καθώς πολλοί επενδυτές αναμένουν ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να παρέμβει για να αντιμετωπίσει την εκτόξευση του  πληθωρισμού.

Έτσι, το σχέδιο για νέα έξοδο στις αγορές έχει εκ των πραγμάτων ακυρωθεί και στο υπουργείο Οικονομικών αναζητούν τον τρόπο αναπλήρωσης των υπόλοιπων 9 από τα συνολικά  12 δισ. ευρώ που σύμφωνα με τους σχεδιασμούς θα δανειζόταν  φέτος η χώρα μας προκειμένου να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος. Σημειώνεται ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έθεσε τον «πήχη» του δανειακού προγράμματος για φέτος στα 12 δισ. ευρώ έχοντας αντλήσει πέρυσι συνολικά 15,8 δισ. ευρώ μέσω εκδόσεων 30ετούς, 10ετούς, 5ετούς διάρκειας,  επανεκδόσεων και ανταλλαγής ομολόγων από το PSI.

Οι επιλογές της κυβέρνησης είναι δύο. Η μία είναι η στάση αναμονής και η άλλη είναι η άντληση κεφαλαίων από το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων ανάλογα με τις ανάγκες πληρωμών που θα προκύψουν. Προς το παρόν, το ταμείο του κράτους περιέχει διαθέσιμα 40 δις. ευρώ, ποσό που επιτρέπει στην κυβέρνηση να μην ξαναβγεί για φέτος στις αγορές. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ότι με την υποκατάσταση του εκκρεμούντος δανειακού προγράμματος των 9 δισ. ευρώ από την δαπάνη τους και μόνο, τα διαθέσιμα θα υποχωρήσουν στην περίπτωση αυτή στα 30 με 31 δις. ευρώ. Στο μεταξύ, τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) δείχνουν ότι η συνολική αξία του ακαθάριστου δημόσιου χρέους εκτοξεύτηκε στα 388,34 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου 2021 και ως εκ τούτου τα περιθώρια της διαχείρισής του είναι ιδιαίτερα σφιχτά.

Αλλά ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η χώρα μας θα προσφύγει σε δανεισμό όταν υπάρξουν σημάδια εξομάλυνσης, καραδοκεί ο κίνδυνος να αυξηθεί αισθητά το επιτόκιο με το οποίο δανείζεται η Ελλάδα από τις διεθνείς αγορές. Και ενώ τα παλαιά  χρέη είναι ρυθμισμένα και αποπληρώνονται με χαμηλό επιτόκιο, το χρήμα που θα δανείζεται η χώρα μας όταν βγει στις αγορές θα είναι ακριβό.

Η πρόσφατη απόφαση της Fitch να αλλάξει σε θετική την προοπτική της βαθμολογίας της Ελλάδας δείχνει ότι ο οίκος αξιολόγησης ήταν έτοιμος να επαναφέρει στο τέλος του 2022 ή το αργότερο στις αρχές του 2023 σε επενδυτική βαθμίδα τα ελληνικά ομόλογα. Με τα νέα όμως δεδομένα τιποτα δεν είναι εξασφαλισμένο και το παραμικρό «στραβοπάτημα» θα αναβάλει την αναβάθμιση δημιουργώντας σοβαρές δυσκολίες στο δανεισμό του Δημοσίου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ