Φοροελαφρύνσεις, ΦΠΑ και «λεφτόδεντρα»

Ποιοί παράγοντες θα κρίνουν τις αποφάσεις για την μείωση του ΦΠΑ και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα από το υπουργείο Οικονομικών και την κυβέρνηση.

Η κατώτερη του προσδοκωμένου αγοραστική κίνηση τόσο κατά την διάρκεια της εορταστικής περιόδου πριν από 1,5 μήνα, όσο και της περιόδου των εκπτώσεων η οποία ολοκληρώνεται στο τέλος του μηνός, συν το σφοδρό κύμα κακοκαιρίας που ξέσπασε προ δεκαπενθημέρου, επιδείνωσαν το ήδη προβληματικό κλίμα που είχαν διαμορφώσει στον χώρο του εμπορίου η πανδημία, τα συνακόλουθα περιοριστικά μέτρα αλλά και το παρατεταμένο κύμα ακρίβειας.

Αυτός ο τοξικός για την πραγματική οικονομία συνδυασμός συν την απροθυμία λόγω αβεβαιότητας αλλά και κυρίως την αντικειμενική αδυναμίας πολλών νοικοκυριών να καταναλώσουν, είναι δύο από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση μελετά σοβαρά να μειώσει τους συντελεστές του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) στα τρόφιμα. Έτσι ώστε με τον τρόπο αυτό άμεσα να περιορίσει τις πολλαπλές απώλειες του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών και έμμεσα να ενισχύσει την αναπτυξιακή διαδικασία, η οποία σε οικονομίες όπως η ελληνική έχει σε μεγάλο βαθμό στήριγμα την ιδιωτική κατανάλωση.

Ταυτόχρονα, τόσο εντός βουλής (από την αντιπολίτευση) όσο και από φορείς τη αγοράς ζητείται η μείωση της έμμεσης φορολογίας, και κατά βάση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα καθώς μάλιστα οι απώλειες εσόδων είναι δυνατό να καλυφθούν εάν το κράτος φανεί πιο αποτελεσματικό στην πάταξη της παραβατικότητας στο χώρο των καυσίμων όπως λόγου χάριν η λαθρεμπορία.

Την ίδια στιγμή όμως, το πρωτογενές έλλειμμα των 11,8 δισ. ευρώ του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2021 που ανακοίνωσε προ ημερών η Τράπεζα της Ελλάδος, με το ταμειακό έλλειμμα της κεντρικής διοίκησης στα 15,88 δισ. ευρώ, και ενώ το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να κινείται στην περιοχή του 200% του ΑΕΠ, καθιστούν απαγορευτική κάθε σκέψη για παρεμβάσεις στήριξης των νοικοκυριών σε ύψος που να θέτουν σε κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά της χώρας.

Ενδεικτικά, μόνο σε τρία αγαθά ευρείας κατανάλωσης όπως είναι το κρέας, το ψωμί και τα οπωρολαχανικά αν μειωθεί από 1ης Απριλίου (πιθανότερη ημερομηνία εάν τηρηθεί η συνήθεια να μεταβάλλονται οι συντελεστές στην αρχή των τριμήνων) ο συντελεστής ΦΠΑ από το 13% στο 6%, τότε το συνολικό δημοσιονομικό κόστος για την χρονιά που διανύουμε θα είναι της τάξεως των 450 εκατ. ευρώ.

‘Έτσι, το οικονομικό επιτελείο εξετάζει λελογισμένα μέτρα στήριξης, μακριά από την λογική των «λεφτόδεντρων» που συστηματικά αναπαράγεται. Αυτό σημαίνει πως τα όποια μέτρα ληφθούν θα επιδιώκουν μεν την ανακούφιση πολιτών (κατά βάση τα μεσαία και τα χαμηλά εισοδήματα ) και επιχειρήσεων, χωρίς όμως να αναλαμβάνεται το παραμικρό ρίσκο μιας απευκταίας δημοσιονομικής εκτροπής.

Ήδη ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας ανέφερε στο «ΣΚΑΪ» πως όλα είναι ανοιχτά για μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ στα τρόφιμα, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση το προσεχές διάστημα.
«Έχουμε πλήρη εικόνα του κόστους» υπογράμμισε και πρόσθεσε πως «στο βαθμό που είναι εφικτό, έχουμε στηρίξει τον κόσμο και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, και για όσο χρειάζεται θα το κάνουμε. Αλλά όσο μπορούμε». Μάλιστα, περιέγραψε ένα αυστηρό πλαίσιο προϋποθέσεων για αυτήν την κρατική παρέμβαση. Αφενός, εξήγησε ο υπουργός η κυβέρνηση εστιάζει στα δημοσιονομικά περιθώρια, αφετέρου στόχος είναι η όποια παρέμβαση να πηγαίνει στον πολίτη και να μην χάνεται στην εφοδιαστική αλυσίδα. Ξεκαθάρισε οτι «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα».

Υπενθύμισε ότι το 2021 είχαμε 10 δισ. ευρώ παραπάνω δαπάνες από έσοδα και ότι το κόστος δανεισμού αυξήθηκε πολύ πανευρωπαϊκά. Υπενθυμίζεται εν προκειμένω ότι την Παρασκευή η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου ξεπέρασε και το επίπεδο του 2% καταγράφοντας την μεγαλύτερη άνοδο όχι μόνο σε ημερήσια βάση αλλά και σε μηνιαία και σε ετήσια σε ολόκληρη την ευρωζώνη.

Το δημοσιονομικό κόστος

Η περικοπή του συντελεστή ΦΠΑ για το 2ο, 3ο και 4ο τρίμηνο το 2022 σημαίνει ποσοτικοποιημένα μεγάλες απώλειες φορολογικών εσόδων. Για παράδειγμα, η απώλεια των εσόδων του ΦΠΑ στο ψωμί μετά από τυχόν μείωση του συντελεστή 6% από το 13% σημαίνει απώλεια εσόδων 75 εκατ. ευρώ, στα φρούτα και λαχανικά 190 εκατ. ευρώ και στο κρέας 185 εκατ. ευρώ.
Αυτό που προβληματίζει όμως την κυβέρνηση δεν είναι μόνο το μεγάλο δημοσιονομικό κόστος, αλλά και η αποτελεσματικότητα υπό την έννοια οι μειώσεις να περάσουν εν τέλει και στον καταναλωτή, αφού είναι αδύνατο να μετακυλίσει το όφελος από την μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα ο έμπορος στην τιμή λιανικής με «αστυνομικά» μέτρα. Οπότε εάν κρατήσει το όφελος για τον εαυτό του ο προϋπολογισμός θα επιβαρυνθεί άσκοπα.

Ανάλογο σκεπτικό επικρατεί και όσον αφορά τους έμμεσους φόρους στα καύσιμα. Η κυβέρνηση βρίσκεται σύμφωνα με πληροφορίες σε επαφές με τις Βρυξέλλες για να επιτραπεί μια ελαστικότερη αντιμετώπιση των επιδοτήσεων θέρμανσης. Σήμερα επιδοτείται το 50% της αγοράς καυσίμου θέρμανσης μέχρι του ανωτάτου ορίου που ορίζεται για κάθε περιοχή και έχει τεθεί επί τάπητος η αύξηση ορίου επιδότησης στο 75% και αυτό είναι το σχετικό αίτημα στην ΕΕ.

Με βάση πάντως τις δημοσιονομικές αντοχές, τα δύο σενάρια μείωσης του ΦΠΑ στα τρόφιμα και μείωσης του ΕΦΚ στα καύσιμα δεν μπορούν για λόγους δημοσιονομικών αντοχών να είναι συμπληρωματικά παρά μόνο διαζευκτικά. Οπότε, το δίλημμα είναι ποιός από τους δύο φόρους που «καίνε τους καταναλωτές θα μειωθεί. Από την μία, όπως εμμέσως είπε και ο αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης, δεν διαθέτουν όλοι αυτοκίνητο.

Επιπλέον, τα τρόφιμα αποσπούν μεγάλο μέρος των δαπανών των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών διαμορφώθηκε το 2020 σε 15.981 ευρώ ή 1.331,83 ευρώ τον μήνα, ενώ η μέση ετήσια δαπάνη των ατόμων διαμορφώθηκε σε 6.255,60 ευρώ.

Το 2020 τα νοικοκυριά δαπάνησαν κατά μέσον όρο το 23,1% του προϋπολογισμού τους για την αγορά ειδών τροφίμων και μη οινοπνευματωδών ποτών, ποσοστό αυξημένο σε σύγκριση με την προ πανδημίας εποχή (το 2019 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 20%). Το 23,1%, εξάλλου, είναι το υψηλότερο ποσοστό που καταγράφεται όλη την περίοδο από το 2008 έως το 2020, ενώ το επόμενο υψηλότερο (20,7%) είχε καταγραφεί το 2015, τη χρονιά δηλαδή της επιβολής των περιορισμών διακίνησης κεφαλαίων (capital controls).

Αυτό σημαίνει ότι με μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στα τρόφιμα απο το 13% στο 6% εξοικονομούνται για ένα μέσο ελληνικό νοικοκυριά δαπάνες έως και περίπου 250 ευρώ ετησίως. Από την άλλη, με επιστολή που απέστειλε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων προς τον υπουργό Οικονομικών, ζητώντας την μείωση του ΕΦΚ των καυσίμων, υπενθυμίζει ότι οι πολίτες χρησιμοποιούν περισσότερο τα οχήματά τους και αποφεύγουν τον συνωστισμό των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, όχι γιατί είναι πλούσιοι, αλλά διότι προσπαθούν να προφυλαχθούν από την πανδημία.

Όπως και ότι ενώ οι καταναλωτές που χρησιμοποιούν ως αγαθό θέρμανσης το πετρέλαιο θέρμανσης, είναι ιδιαιτέρως φορολογούμενοι και η απόφασή του υπουργείου Οικονομικών για επίδομα θέρμανσης δεν καλύπτει ούτε το 30% των χρηστών. Καλεί δεν την κυβέρνηση να λάβει μέτρα για τον περιορισμό της παραβατικότητας, που θα αποφέρει μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ στα ταμεία του κράτους, κάτι που τονίζουν όλοι οι παράγοντες της αγοράς, μηδενός εξαιρουμένου. Σχολιάζει δε η ΠΟΠΕΚ ότι «Τα τελευταία χρόνια η παραβατικότητα έχει αυξηθεί και τα όποια μέτρα έχουν ληφθεί εκ του αποτελέσματος κρίνονται επιεικώς αναποτελεσματικά».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ