Alpha Bank: Χωρίς υποχώρηση του αξιόχρεου του Δημοσίου η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης

Όπως αναφέρεται στην τελευταία μελέτη της τράπεζας για το 2020 αλλά και τη νέα χρονιά, σε πτωτική πορεία παραμένει το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου παρά τα εκτεταμένα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας

Εκτενή ανάλυση με τίτλο «Τα μαθήματα του 2020 - Οι καταλύτες, οι ευκαιρίες και οι προοπτικές του 2021» εκπόνησε η διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, επισημαίνοντας ότι «η πανδημική κρίση επιτάχυνε ραγδαία εξελίξεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται νωρίτερα, υποχρέωσε τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων όλων των χωρών να ακολουθήσουν πρωτόγνωρες και σχεδόν αιρετικές, μερικούς μήνες πριν την πανδημία, πολιτικές παρέμβασης και, τέλος, οδήγησε στην ανάληψη συντονισμένων πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στους τομείς της υγείας και της οικονομίας, τις οποίες ουδείς ανέμενε τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον».

Στην μελέτη αναφέρεται ότι «ο κόσμος μετά την πανδημία θα είναι πολύ περισσότερο ψηφιακός. Σε περιοχές τεχνολογικών εφαρμογών, όπως η εργασία από απόσταση και οι ηλεκτρονικές αγορές έλαβε χώρα μία συμπύκνωση ετών μετασχηματισμού μέσα σε μερικούς μόνο μήνες».

«Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποφασίστηκε η έκδοση συλλογικού χρέους, για πρώτη φορά, με σκοπό την αντιμετώπιση μιας οικονομικής κρίσης, μέσω της συγκέντρωσης του ιλιγγιώδους ποσού των 750 δισ. ευρώ, ενώ, παράλληλα, τέθηκαν οι βασικές αρχές για την αξιοποίησή του, δίδοντας έμφαση στην πράσινη μετάβαση και στην ψηφιακή οικονομία», αναφέρεται επίσης.

Ελλάδα: Επεκτατική δημοσιονομική πολιτική χωρίς υποχώρηση αξιόχρεου

«Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση έλαβε άνευ προηγουμένου διαστάσεις, χωρίς ουδεμία υποχώρηση του αξιόχρεου του ελληνικού Δημοσίου, καθώς το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου ακολούθησε πτωτική πορεία, υποστηριζόμενο από τη μη συμβατική, επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Τα δημοσιονομικά μέτρα της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την ισχυρή πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις, οδήγησαν σε σημαντική άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων στη συνολική δαπάνη και στις θέσεις απασχόλησης στη χώρα μας. Ιδιαίτερα δε, η πιστωτική πολιτική που υιοθετήθηκε από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα οδήγησε σε μια εντυπωσιακή αύξηση του δανεισμού προς τις ελληνικές επιχειρήσεις που πλήττονταν από την πανδημική κρίση. Ως αποτέλεσμα, σε αντίθεση με την εξωτερική ζήτηση, η εγχώρια ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση, σημείωσαν άνοδο, σε ετήσια βάση, στο τρίτο τρίμηνο, κατά 1% και 4,4%», επισημαίνουν οι οικονομικοί αναλυτές της τράπεζας.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, σημαντικό χαρακτηριστικό της χρονιάς που φεύγει, ήταν η επιτάχυνση της πορείας ανόδου των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, εξέλιξη που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στη συγκράτηση των δαπανών τόσο από την πλευρά των νοικοκυριών, όσο και από την πλευρά των επιχειρήσεων, εξαιτίας των lockdowns και, κυρίως, της αυξημένης αβεβαιότητας για την απασχόληση, τα μελλοντικά εισοδήματα και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων.

Η μελέτη αναφέρεται διεξοδικά και στους καταλύτες για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας την επόμενη χρονιά. Ένας σημαντικό καταλύτης θα είναι ο βαθμός στον οποίο τα εμβολιαστικά προγράμματα θα απελευθερώσουν την ταξιδιωτική κίνηση και την ιδιωτική κατανάλωση, και δεύτερον, η ενεργοποίηση του Σχεδίου Ανάκαμψης της ΕΕ-27. Όπως εκτιμούν οι αναλυτές της τράπεζας, η αποτελεσματικότητα του εμβολιαστικού προγράμματος, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις χώρες προέλευσης των τουριστών, θα προσδιορίσει το βαθμό ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και της κινητικότητας του πληθυσμού. Κρίσιμη παράμετρος για τη σταδιακή επάνοδο του τουρισμού είναι η άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών και η υποχώρηση της ανάγκης κοινωνικής αποστασιοποίησης. Η επάνοδος στην κανονικότητα, σε αυτό το πεδίο, πιθανότατα να απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Η επιστροφή των αφίξεων και των εισπράξεων από τον τουρισμό στο 50%-60% των υψηλών επιδόσεων του 2019 θα μπορούσε να θεωρηθεί εφικτός στόχος, εφόσον διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες, εξέλιξη που θα βοηθήσει σημαντικά στη σταδιακή εξομάλυνση του ελλείμματος εξωτερικών πληρωμών.

Εκτιμήσεις για επενδύσεις, ΑΕΠ και δημοσιονομικούς κινδύνους

Όπως εκτιμάται στην ανάλυση, η προοπτική πρόσβασης στα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, δύναται να ενισχύσει σημαντικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν θα κατευθυνθούν κυρίως στην πράσινη και στην ψηφιακή ανάπτυξη. Συνολικά, κατά την περίοδο 2021-2026, η ελληνική οικονομία αναμένεται να ωφεληθεί με 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 19,3 δισ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ αφορούν δάνεια με ευνοϊκό επιτόκιο και όρους. Ειδικά για το 2021, αναμένεται να αντληθούν με τη μορφή επιχορηγήσεων 2,6 δισ. ευρώ περίπου από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF) και 1,6 δισ. ευρώ, από την πρωτοβουλία REACT-EU , καθώς και 1,3 δισ. ευρώ με τη μορφή δανείων.

Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2021, τα κονδύλια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εκτιμάται ότι θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις κατά ποσοστό 70% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος. Οι θετικές επιδράσεις του προγράμματος αναμένεται ότι θα είναι άμεσες, οι οποίες θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν, αλλά και έμμεσες, μέσω των πολλαπλασιαστών της κατανάλωσης αλλά και των επενδύσεων.

Στην μελέτη επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι η έγκαιρη απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ένα ακόμη καταλύτη για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και μπορεί να οδηγήσει τις πραγματικές επενδύσεις να προσεγγίσουν τη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ το 2021. Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 23,2% και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αποτελέσουν τις ισχυρότερες συνιστώσες της αύξησης του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά.

Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, κατά το τρέχον έτος, αλλά και τα μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, όπως οι αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η μείωση της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος αλλά και η παροχή αποζημίωσης ειδικού σκοπού, προς τους εργαζόμενους των κλάδων που έχουν πληγεί από την πανδημία, η στήριξη των ανέργων κ.λπ., είχαν σημαντική επίπτωση και στα δημοσιονομικά μεγέθη της οικονομίας.

Στο ερώτημα κατά πόσο αυτή η προσπάθεια έχει οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών κινδύνων, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι το φαινόμενο των ελλειμματικών δημοσιονομικών ισοζυγίων, για το 2020 και των ελλειμματικών προϋπολογισμών, για το επόμενο έτος, συνιστά παγκόσμιο φαινόμενο. Παρά την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, λόγω της πανδημίας και την αύξηση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το 2020, οι αποδόσεις των χρεογράφων της ελληνικής κυβέρνησης παρέμειναν σε πτωτική τάση, αντικατοπτρίζοντας το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους που χαρακτηρίζεται από χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, για τα επόμενα δύο χρόνια, μια μακρά μέση περίοδο λήξης και σταθερά επιτόκια. Η ζήτηση για ελληνικά ομόλογα από τους διεθνείς επενδυτές παραμένει υψηλή, καθώς η χώρα διαθέτει ακόμη ένα σημαντικό απόθεμα ρευστότητας, ενώ, παράλληλα, στηρίζεται από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, εξαιτίας της πανδημίας της ΕΚΤ, αναφέρει η μελέτη.