Μινιόν: Πώς ένα περίπτερο κατέληξε στο πολυκατάστημα-μύθος
Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για το δημιούργημα του Ιωάννη Γεωργακά που άλλαξε για πάντα το λιανεμπόριο στην Ελλάδα, εφαρμόζοντας μια σειρά από καινοτομίες.
Το ημερολόγιο έδειχνε 19 Δεκεμβρίου 1980, με την Αθήνα να έχει στολιστεί τα γιορτινά της ενόψει Χριστουγέννων και νέου έτους.
Η μέρα όμως που ξημέρωνε έμελλε να καταστρέψει το εορταστικό κλίμα εκείνης της χρονιάς. Ήταν 3:07 το πρωί όταν δύο από τα πιο ιστορικά πολυκαταστήματα της Αθήνας, το «Μινιόν» και ο «Κατράντζος», παραδόθηκαν στις φλόγες ύστερα από εμπρησμούς τρομοκρατών.
Αυτόπτες μάρτυρες άκουσαν δυνατές εκρήξεις και στα δύο κτήρια, τα οποία γρήγορα έγιναν στάχτη εξαιτίας των εύφλεκτων υλικών και της απουσίας χωρισμάτων στους ορόφους, παρά την προσπάθεια της Πυροσβεστικής, που έφθασε και στα δύο σημεία μισή ώρα αργότερα με 42 οχήματα και 170 άνδρες.
Για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος της καταστροφής αρκεί να ειπωθεί ότι από το «Μινιόν» απέμεινε μόνο ο σκελετός, ενώ το κτίριο του «Κατράντζου» κατέρρευσε. Οι ζημιές σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς της Πυροσβεστικής «άγγιζαν» το εξωφρενικό ποσό των 2 δισεκατομμυρίων δραχμών, ενώ ο ιδιοκτήτης και ιδρυτής του «Μινιόν» Γιάννης Γεωργακάς, υπολόγισε μόνο σε 2 δισεκατομμύρια δραχμές το εμπόρευμα που χάθηκε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κατάστημα ήταν ασφαλισμένο μόνο για 200 εκατομμύρια δραχμές.
Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης έσπευσε αμέσως στο σημείο, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγόρησε την τότε κυβέρνηση ότι «επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους, καθώς και τη γαλήνη του κόσμου». Από την πλευρά του, το ΚΚΕ έκανε λόγο για «σκοτεινή υπόθεση». Ο Γεώργιος Ράλλης ενημέρωσε το πρωί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή ενώ κατηγόρησε τον ιδρυτή και τότε πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ για «εκμετάλλευση του τραγικού γεγονότος».
Λίγες μέρες αργότερα, και συγκεκριμένα στις 22 Δεκεμβρίου, η νεοεμφανιζόμενη «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80», που ήταν παρακλάδι του ΕΛΑ, ανέλαβε την ευθύνη για το διπλό χτύπημα.. Στην προκήρυξή της, την οποία απέστειλε ταχυδρομικώς στις εφημερίδες, δικαιολόγησε την επίθεση στα πολυκαταστήματα υποστηρίζοντας ότι «κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται την ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια».
Μάλιστα, οι εμπρησμοί στα πολυκαταστήματα «Κατράντζος» και «Μινιόν» είχαν και συνέχεια ήταν μόνο η αρχή. Στις 3 Ιουνίου 1981 σημειώθηκε ταυτόχρονη πυρπόληση των πολυκαταστημάτων «Κλαουδάτος» και «Ατενέ». Λίγο αργότερα, στις 4 Ιουλίου, στις φλόγες τυλίχθηκε το κατάστημα «Δραγώνας» ενώ την ίδια μοίρα είχε τρεις μέρες αργότερα το πολυκατάστημα «Λαμπρόπουλος» στον Πειραιά. Το σερί των τρομοκρατικών χτυπημάτων κατάφερε ένα σημαντικό πλήγμα στο ελληνικό λιανεμπόριο και άνοιξε τον δρόμο για την έλευση των ξένων πολυκαταστημάτων στη χώρα μας.
Μπόνους για έγκαιρη προσέλευση και κόψιμο τσιγάρου
Κι αν οι άνθρωποι που τύλιξαν στις φλόγες το «Μινιόν» έκαναν λόγο για εκμετάλλευση των εργαζομένων, η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική. Ο Ιωάννης Γεωργακάς, ο άνθρωπος που οραματίστηκε και δημιούργησε το πιο επιτυχημένο ελληνικό πολυκατάστημα, διακρινόταν, εκτός από το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, και για τις άριστες σχέσεις με τους υπαλλήλους του.
Άλλωστε, από την δεκαετία του ΄70, σε κινήσεις πρωτοποριακές για την εποχή, τους έδινε μπόνους αν «έκοβαν» το κάπνισμα ή δεν αργούσαν να προσέλθουν στην εργασία τους. Τους πήγαινε εκδρομές, τους κερνούσε τον καφέ και με πολλούς από αυτούς έγινε κουμπάρος.
Άλλωστε και ο ίδιος ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, ένα φτωχό παιδί της επαρχίας, που γεννήθηκε το 1913 στην Ολυμπία, από οικογένεια που έδινε μάχη για την επιβίωσή της. Αυτό δεν πτόησε τον μικρό Ιωάννη που σε ηλικία 13 ετών αποφάσισε να έρθει μόνος του στην Αθήνα για να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη. Ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Αντιθέτως, χρειάστηκε να εργαστεί στο μπακάλικο ενός θείου του, σε ένα εστιατόριο στην πλατεία Βάθης ως σερβιτόρος, σε πρατήριο τσιγάρων, ακόμα και ως τσιλιαδόρος ενός παπατζή.
Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας ξεκίνησε να εργάζεται ως πλασιέ με το ποδήλατό του, προμηθεύοντας διάφορα περίπτερα με μικροπράγματα.
Κάπως έτσι θα αλλάξουν όλα στη ζωή του νεαρού πλέον Ιωάννη, αφού θα έρθει σε επαφή με τον Άγγελο Σεραφειμίδη. Ο τελευταίος ήταν ιδιοκτήτης ενός περιπτέρου στα Χαυτεία, το «Μινιόν» (εμπνευσμένο από το ομηρικό «μινύος» που σημαίνει πολύ μικρός), το οποίο ήταν εντελώς διαφορετικό από τον ανταγωνισμό. Εκεί οι καταναλωτές μπορούσαν να βρουν μια ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως τσιγάρα, εφημερίδες, στυλό, γυαλιά, είδη καπνού αλλά και πολλά χρηστικά μικροαντικείμενα. Ο Γεωργακάς του ζητάει να συνεταιρισθούν και ο Σεραφειμίδης, ο οποίος μόλις έχει επιστρέψει από την Αμερική, δέχεται.
Το εγχείρημα στέφεται με επιτυχία ενώ σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισαν οι πρωτοποριακές -για την εποχή- πρακτικές που υιοθέτησαν προκειμένου να προσελκύσουν πελατεία. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την ίδια την αυτοβιογραφία του Γεωργακά: «Πουλούσαμε πακετάκια με δέκα λάμες, αντί να πουλάμε ένα ένα τα ξυραφάκια, σε καλές τιμές. Για τον κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία. Φθάσαμε να πουλάμε χίλια πακετάκια τη μέρα!».
Σύντομα θα αποκτήσουν και δεύτερο περίπτερο ενώ θα ανοίξουν και το πρώτο τους κατάστημα, στα Χαυτεία. Μεσολαβεί ο πόλεμος, στον οποίο ο Γεωργακάς τραυματίζεται, ενώ το 1944 οι δύο συνέταιροι ανοίγουν το Μινιόν, στην Πατησίων. Τότε ο Γεωργακάς παίρνει ολοκληρωτικά τον έλεγχο της επιχείρησης αφού ο Σεραφειμίδης αναχωρεί στην Αμερική. Είναι η μεγάλη ευκαιρία για τον φιλόδοξο επιχειρηματία να αποδείξει την αξία του .
Η άνοδος του Μινιόν είναι ραγδαία και δεν ανακόπτεται ούτε από την λεηλασία του ΕΛΑΣ, ούτε από τις κατηγορίες περί προδοσίας, ούτε και από την εμφάνιση, ακριβώς απέναντι, του πρώτου ανταγωνιστή, του «Μπιζού», το οποίο αντιγράφει τις μεθόδους του. Μάλιστα, ο Γεωργακάς ζητάει και παίρνει άδεια εξαγωγής ελληνικών και εισαγωγής ξένων προϊόντων, κίνηση που εκτοξεύει την δυναμική του. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '50 θα αγοράσει ένα δεκαώροφο κτήριο, κοντά στην Ομόνοια, ενώ λίγο αργότερα θα περάσει και το διπλανό κτήριο στην κατοχή του.
Κατά την περίοδο της δικτατορίας το½ Μινιόν» είναι πλέον το μεγαλύτερο κατάστημα της Αθήνας, καταγράφοντας σημαντική κερδοφορία. Μάλιστα, κατά το διάστημα των δραματικών γεγονότων του Πολυτεχνείου, ο Γεωργακάς, άνθρωπος με δημοκρατικά συναισθήματα, προσφέρει καταφύγιο σε δεκάδες φοιτητές που προσπαθούν να ξεφύγουν τη σύλληψη, δίνοντάς τους να φορέσουν ρούχα υπαλλήλων του καταστήματος. Το Μινιόν την δεκαετία του ΄70 ήταν το ενδέκατο μεγαλύτερο πολυκατάστημα σε μέγεθος σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι ετήσιες πωλήσεις του έφταναν το ένα δισεκατομμύριο δραχμές.
Άλλωστε, όσοι έζησαν τις «χρυσές» εποχές του μπορούν να διαβεβαιώσουν ότι δεν ήταν απλώς ένα κατάστημα αλλά ένα σήμα κατατεθέν της πρωτεύουσας, στο οποίο ήταν εφικτό να αγοράσει κάποιος από μια καρφίτσα μέχρι ένα αυτοκίνητο, σε προσιτές τιμές. Πέρα όμως από τις πωλήσεις προϊόντων, το Μινιόν χάριζε στους Αθηναίους υπέροχες αναμνήσεις. Σε αμέτρητα σπίτια άλλωστε υπάρχουν φωτογραφίες των παιδιών με τον Άγιο Βασίλη, ενώ ο ίδιος ο Γεωργακάς ήταν εκεί μοιράζοντας σοκολάτες στα παιδιά.
Το «Μινιόν» δεν ήταν όμως ένα απλό κατάστημα. Κατάφερε να ξεχωρίσει από τον ανταγωνισμό και ήταν το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα που καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις, κατήργησε τα παζάρια θέτοντας καθορισμένες τιμές, καθιέρωσε τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, εγκατέστησε κυλιόμενες σκάλες, χρησιμοποίησε Η/Υ, εισήγαγε τη λίστα αγορών και τη λίστα γάμου, εγκατέστησε κλιματιστικό και λειτούργησε στις εγκαταστάσεις του κομμωτήριο, καφετέρια, εστιατόριο, μπαρ, ακόμα και ταξιδιωτικό γραφείο.
Η προσπάθεια διάσωσής του και το άδοξο τέλος
Μετά την καταστροφική πυρκαγιά στις 19 Δεκεμβρίου του 1980, ο Ιωάννης Γεωργακάς δε το έβαλε κάτω. Αρνείται να κηρύξει πτώχευση και με τη βοήθεια δανείων το κατάστημα θα λειτουργήσει και πάλι, χωρίς όμως την ίδια επιτυχία. Το 1983 εντάσσεται στις λεγόμενες «προβληματικές επιχειρήσεις» και τίθεται υπό κρατικό έλεγχο. Δίχως το επιχειρηματικό δαιμόνιο του ιδρυτή του, το «Μινιόν» μένει στάσιμο, παρακολουθώντας τον ανταγωνισμό να εξελίσσεται ραγδαία με τα πρώτα shop in shop καταστήματα να εμφανίζονται. Ο Γεωργακάς αρνείται να δει το δημιούργημά του να καταστρέφεται και το 1991, με τη βοήθεια μιας ομάδας επιχειρηματιών, ανακτά τον έλεγχο του «Μινιόν». Δυστυχώς οι δυνάμεις του είναι πλέον εξαντλημένες και έναν χρόνο μετά, σε ηλικία 79 ετών, αποχωρεί και πουλάει το μερίδιό του. Το Μινιόν αυξάνει τις τιμές του και αλλάζει το κοινό που απευθύνεται. Είναι η αρχή του οριστικού τέλους.
Τα πιο φθηνά καταστήματα, όπως ο Λαμπρόπουλος, κερδίζουν τους καταναλωτές, ενώ το Μινιόν έχει να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα. Απουσία ρευστότητας, κακές σχέσεις με προμηθευτές, αλλά και ένα κύκλωμα εκβιασμών, που λειτουργούσε στον ημιώροφο του κτιρίου είναι μερικά από αυτά. Έτσι, το 1998, το «μεγαλύτερο μεγάλο κατάστημα», στο οποίο κάποτε μπορούσε κάποιος να βρει 120.000 διαφορετικά είδη και απασχολούσε 1.000 υπαλλήλους έβαζε λουκέτο οριστικά λουκέτο.
Το μέλλον του ιστορικού κτηρίου
Πλέον, το ακίνητο που στέγαζε για δεκαετίες το ιστορικό πολυκατάστημα Minion, στην περιοχή της πλατείας Ομονοίας, πέρασε στην κατοχή της Dimand Real Estate Development.
Η εταιρεία κατάφερε να επικρατήσει των ανταγωνιστών της ( σύμφωνα με πληροφορίες προσφορά κατέθεσαν ακόμα 4 επενδυτικά σχήματα) και με ένα ποσό κοντά στα 25 εκατ. ευρώ απέκτησε το ποσοστό που ανήκε στη Folli Follie.
Το αμέσως προσεχές διάστημα η Dimand θα προχωρήσει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την ολοκλήρωση της συναλλαγής, σε συνεργασία με τους θεσμικούς της επενδυτές ενώ άμεσα θα ξεκινήσουν οι διαδικασίες αναστήλωσης του κτηρίου.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, το έργο αναμένεται να ολοκληρωθεί σε βάθος τριετίας και το κτήριο θα έχει μικτή χρήση καθώς θα περιλαμβάνει γραφεία, καταστήματα και χώρους φιλοξενίας. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον χαρακτήρα του κτηρίου θα ανακοινωθούν μετά την ολοκλήρωση των σχετικών μελετών.
Πάντως, όπως έχει γίνει γνωστό, η εταιρεία σχεδιάζει να φιλοξενούνται στο κτήριο έκτασης 16.000 τ.μ. εμπορικά καταστήματα, καταστήματα εστίασης, όπως εστιατόρια και καφέ, χώροι γραφείων, αλλά και διαμερίσματα, για τα οποία θα δαπανηθούν περίπου 50 εκατ. ευρώ.