Ας αφήσουμε τους (πρόωρους) πανηγυρισμούς για το μέλλον!

του Σωτήρη Γιαννάτου

Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την Standard & Poor’s πριν λίγα 24ωρα (25/10) από τη βαθμίδα Β+ στο ΒΒ- για τους ειδικούς αναλυτές στο εξωτερικό αλλά και για αρκετά εξειδικευμένα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδας και του Υπουργείου Οικονομικών κάθε άλλο παρά έκπληξη της …Παρασκευής ήταν. Σχετικές πληροφορίες κυκλοφορούσαν αρκετές ημέρες νωρίτερα, ενδείξεις από πολλές πλευρές υπήρξαν επί μήνες και η (νέα) αναβάθμιση ήταν σχεδόν “κλειδωμένη”.

Μάλιστα υπήρχαν λιγοστές πιθανότητες και για “κάτι καλύτερο” ύστερα από 15 μήνες αναμονής από την προηγούμενη δημοσιοποίηση της αξιολόγησης της Ελλάδας αλλά στις ΗΠΑ οι ειδικοί θεωρούσαν τις προσδοκίες για μια ενδεχομένη αναβάθμιση της Ελλάδας κατά δύο “σκαλοπάτια” από τον οίκο αξιολόγησης S&P, με βάση τα δεδομένα όλων των σχετικών αναλύσεων, από αισιόδοξες ως υπερβολικά αισιόδοξες…  

Βεβαίως τα στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης είχαν – και έχουν – κάθε δικαίωμα να θεωρούν την συγκεκριμένη αναβάθμιση καθοριστική για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και μεγάλης σημασίας εξέλιξη για την προσπάθεια μιας (πραγματικής) αναπτυξιακής πορείας μέσα στην επόμενη 4ετία.

Άλλωστε και στην ανάλυση της Standard & Poor’s τα στελέχη του οίκου αξιολόγησης εκτιμούν ως θετικές τις προοπτικές της οικονομίας της χώρας μας (το λεγόμενο και “θετικό outlook”) για την επόμενη 3ετία, προβλέποντας μέση ανάπτυξη 2,5% το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ενώ προβλέπουν και ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης.

Αυτή η νέα αξιολόγηση καθώς ο οίκος Standard & Poor’s είναι ο μεγαλύτερος από τους τέσσερις εγκεκριμένους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (μαζί με τον οίκο Moody’s και τους δύο μικρότερους, Fitch και DBRS), δίνει στο οικονομικό επιτελείο έναν διαφορετικό “αέρα” εντός της ΕΕ και κυρίως στις συζητήσεις τους με ενδιαφερόμενους, θεσμικούς και μη, επενδυτές.

Το “θετικό outlook” είναι επίσης μια ένδειξη ότι μπορεί να ακολουθήσει νέα αναβάθμιση της Ελλάδας μέσα στο 1ο ή 2ο τρίμηνο του 2020, δηλαδή σε μικρότερο χρονικό διάστημα από την προηγούμενη δημοσιοποιήση της αναφοράς για την Ελλάδα από τον S & P.

Συγκρατημένη αισιοδοξία και πανηγυρισμοί με …μέτρο

Ωστόσο, σε αντίθεση με προηγούμενες κυβερνήσεις, κανένα πολιτικό στέλεχος στην Ελλάδα δεν πρέπει κανένας να παρασύρεται από την εξέλιξη αυτή και τις θετικές επιπτώσεις της αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας από την Standard & Poor’s αφού στην πραγματικότητα είναι ένα βήμα – μεγάλο μεν αλλά βήμα δε και όχι άλμα- στην επίπονη και απαιτητική διαδικασία της αναπτυξιακής πορείας, που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα για να επιστρέψει στην ανάκαμψη. Για την ακρίβεια, αν επιθυμεί να επανέλθει στο ίδιο σημείο, όπου βρισκόταν πριν την κρίση και τα μνημόνια, δηλαδή στις αρχές του 2010 !

Αν ο στόχος είναι η Ελλάδα να ξαναγίνει μια χώρα με αξιολόγηση κατηγορίας “Α” από τους διεθνείς οίκους, ώστε να μπορεί να δανείζεται από την διεθνή αγορά, χωρίς τον (επενδυτικό) φόβο του ρίσκου μιας αδυναμίας αποπληρωμής και της αδυναμίας της αποκαλούμενης βαθμίδας αξιολόγησης ευάλατων χωρών σε κερδοσκοπικές πιέσεις  (speculative grade) με χαμηλά επιτόκια.

Ενδιάμεσα η ελληνική οικονομία έχει αρκετούς κομβικούς σταθμούς μέχρι να επιτύχει την ραγδαία αναβάθμισή της και την επιστροφή της στην περίφημη επενδυτική βαθμίδα (investment grade), προκειμένου να αποτελεί αξιόπιστη και ελκυστική επιλογή για τους επενδυτές και να διαθέτει χαρακτηριστικά “γερμανικής” αξιοπιστίας και πραγματικά ευρωπαϊκού επιπέδου εγγυήσεις στους επενδυτές των διεθνών αγορών και να πάψει να στηρίζεται σε προγράμματα διάσωσης με δάνεια με δυσβάσταχτους όρους και προϋποθέσεις .

Εξίσου σημαντικά βήματα απαιτούνται και για την εξασφάλιση των αντίστοιχων αναβαθμίσεων από τον οίκο Moody’s, οι οποίες έχει επίσης μεγάλη βαρύτητα στις αγορές.

Οι σχετικές πληροφορίες είναι μέσα στο 2020 θα ανακοινωθούν αναβαθμίσεις τόσο από τον Moody’s (εφόσον συνεχιστεί φυσικά η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας) και παράλληλα των δυο άλλων οίκων.

Για την ελληνική κυβέρνηση – σύμφωνα με ξένους αναλυτές – είναι εφικτό η Ελλάδα ως τα τέλη του επόμενου έτους (δηλ. σε 11-14 μήνες) να έχει επιστρέψει – μέσω συνεχόμενων θετικών αξιολογήσεων και αναβαθμίσεων – στην επενδυτική βαθμίδα. Μια εξέλιξη που θα βοηθήσει σημαντικά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, τις ελληνικές επιχειρήσεις και φυσικά την οικονομία της χώρας συνολικότερα, δίνοντας αξία στο αξιόχρεο της Ελλάδας και τα ελληνικά ομόλογα.

Αλλά η επιστροφή στην ….κανονικότητα για μια χώρα μέλος της Ε.Ε., όπως η Ελλάδα, με την απόκτηση εκ νέου μιας αξιολόγησης στην λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα (investment grade) του οίκου Standard & Poor’s (και αντίστοιχα των υπολοίπων οίκων αξιολόγησης), δεν σημαίνει αυτομάτως πως η χώρα θα επιστρέψει στα επίπεδα “προ της κρίσης”.

Για να φθάσει στο σημείο, όπου βρισκόταν πριν την κρίση της περιόδου 2009-2010, όταν η Ελλάδα είχε το προνόμιο να λαμβάνει αξιολογήσεις κατηγορίας “Α” (τα επίπεδα “ΑΑΑ” όπως η Γερμανία και άλλες χώρες της παγκόσμιας ελίτ αποτελούν εξωπραγματικό στόχο και δεν τίθεται καν θέμα μελέτης από πολιτικά και οικονομικά στελέχη με γνώση των διεθνών δεδομένων) έχει να διανύσει μια μεγάλη, δύσκολη και πολυετή διαδρομή.  

Δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε κατά την διάρκεια της κρίσης από το 2010 και μετά, η απόκτηση μιας υψηλής αξιολόγησης από τους οίκους απαιτεί προσπάθειες ετών – ίσως και μιας ολόκληρης δεκαετίας – ενώ αντιθέτως η υποβάθμιση μπορεί να γίνει τάχιστα μέσα σε λίγους μήνες –ακόμα και εβδομάδες σε περιπτώσεις (ευτυχώς) άλλων χωρών.

Ο βαθμός δυσκολίας

Για να γίνει όμως κατανοητό το δύσκολο έργο της κυβέρνησης και της απαιτούμενης συνολικής προσπάθειας της χώρας σε κρίσιμους τομείς, που θα χρησιμοποιηθούν ως κριτήρια αξιολόγησης από τους τέσσερις οίκους, ας έχει κανείς στο μυαλό του ότι με την αναβάθμιση σε ΒΒ- από τον S&P (αποτελεί μέρος της “κερδοσκοπικής βαθμίδας”, που κυμαίνεται κάτω από ΑΑ και πάνω από CCC) απέχει σήμερα πέντε (!) αναβαθμίσεις από τα χαμηλότερα επίπεδα της επενδυτικής βαθμίδας (investment grade) για να λάβει και πάλι αξιολόγηση κατηγορίας “Α” από τους διεθνείς οίκους, όπως συνέβαινε πριν την κρίση.

Και συνολικά έντεκα (!!!) αναβαθμίσεις από την βαθμίδα (ΑΑΑ) όπου βρίσκονται η Γερμανία,η Δανία, το Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο,η Ολλανδία και η Σουηδία (μαζί με την Νορβηγία και την Ελβετία).

Βέβαια, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την προσπάθεια των προηγούμενων ετών, που έγινε με τις θυσίες και τους κόπους όλων των φορολογούμενων, για να ξεφύγει η Ελλάδα από το χείλος της χρεωκοπίας, όπου βρέθηκε τον Απρίλιο 2010 (σ.σ. την Παρασκευή 23 Απριλίου, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου με φόντο το ακριτικό Καστελόριζο είχε ανακοινώσει την προσφυγή της χώρας στον μηχανισμό στήριξης και την υπογραφή του πρώτου μνημονίου) πέφτοντας από την κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας Α στην BB+ μετά από τρεις συνεχόμενες υποβαθμίσεις από τον S&P μέσα στην ίδια χρονιά. Και πόσο υποχώρησε στις βαθμίδες αξιολόγησης  των ξένων οίκων (και στην εκτίμηση των ξένων επενδυτών και των διεθνών αγορών) η χώρα με την αμφιλεγόμενη κατά τους ειδικούς “αναδιάρθρωση χρέους” (το γνωστό “PSI”) του 2012, όταν η Ελλάδα του πρώτου μνημονία, έχοντας λάβει ένα κολοσσιαίο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα δάνειο, βρέθηκε ένα βήμα πριν την χρεωκοπία, με αποτέλεσμα η υποβάθμιση από τον Standard & Poor’s στις 27 Φεβρουαρίου να την φέρει στην βαθμίδα “SD”, δηλαδή στην “επιλεκτική χρεοκοπία” (selective default), μόλις μια βαθμίδα διαφορά από την επίσημη χρεοκοπία (default).

Όπως θα πρέπει να δούμε με ιδιαίτερη προσοχή, τις υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας το 2015, από την ήδη “μη επενδύσιμη” βαθμίδα Β (με αρνητικές προοπτικές μάλιστα) σε εκείνη της εξαιρετικά αρνητικής βαθμίδας CCC- του “σκουπιδιού”, μετά από έξι (!) αξιολογήσεις από τον S&P μέσα σε ένα 6μηνο (από τις 28 Ιανουαρίου μέχρι τις 21 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς), όπου απλώς σταθεροποιήθηκε σε CCC+.

Προς τον παρόν, η Ελλάδα θα πρέπει να φτάσει στα επίπεδα της Βουλγαρίας, της Κροατίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας (προσθέστε εδώ το Μαρόκο και το Καζακστάν), που έχουν αξιολογηθεί από τον Standard & Poor’s στην βαθμίδα ΒΒΒ…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ