Σαν συνέπεια, η χώρα αντιμετώπισε τρία βασικά προβλήματα, το Brain Drain που οδήγησε στην φυγή από τη χώρα ενός σημαντικού αριθμού υψηλά εξειδικευμένου προσωπικού, την αποδυνάμωση του φυσικού παγίου κεφαλαίου της χώρας - τόσο σε όρους αξίας, όσο και μη ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών - που είχε ως αποτέλεσμα την εξασθένιση της παραγωγικότητας της εργασίας, αφού το ανθρώπινο κεφάλαιο συνδυάζεται με χαμηλότερης ποιότητας κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και τις περικοπές των δημοσίων δαπανών, οι οποίες επέτειναν περαιτέρω τις χρόνιες, δομικές αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η σημασία της εκπαίδευσης
Η σημασία της εκπαίδευσης και της δια βίου κατάρτισης είναι πολυδιάστατη για την οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας, επειδή παρέχει τη γνώση και την εξειδίκευση, καλλιεργεί τις δεξιότητες και συμβάλλει στην αξιοποίηση των συντελεστών παραγωγής, όπως το κεφάλαιο και την τεχνολογία. Από μακροοικονομική σκοπιά, ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα θεωρείται προϋπόθεση για την οικονομική και την κοινωνική ευημερία, αφού επιτρέπει τη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων και την αντιμετώπιση της ανεργίας, ιδιαίτερα της διαρθρωτικής. Τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, οι θεωρητικές προσεγγίσεις της ενδογενούς ανάπτυξης σε συνδυασμό με ένα πλήθος εμπειρικών μελετών διεθνώς, διαπιστώνουν τον καίριο ρόλο της εκπαίδευσης ως μηχανισμό συσσώρευσης και διάχυσης ανθρωπίνου κεφαλαίου, επισημαίνουν τη συμβολή της ως βασικής παραμέτρου της οικονομικής μεγέθυνσης και εκτιμούν το μέγεθος της επίδρασής της στο εισόδημα μιας οικονομίας μακροχρόνια.
Όπως δείχνει το παραπάνω γράφημα, το οποίο απεικονίζει την συσχέτιση μεταξύ των δύο μεγεθών, δηλαδή του μέσου κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περιόδου 2013-2017 και των αναμενόμενων ετών εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, από το νηπιαγωγείο έως και τις διδακτορικές σπουδές, για διάφορες χώρες της Ευρώπης. Η σχέση είναι θετική όπως υποδεικνύει η κλίση της γραμμής παλινδρόμησης (γαλάζια διακεκομμένη γραμμή) και επιβεβαιώνει ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος μιας χώρας μακροχρόνια.
Η σχέση των δύο μεγεθών δεν μπορεί παρά να είναι αμφίδρομη: Όσο περισσότερη και ποιοτικότερη είναι η εκπαίδευση που παρέχεται, τόσο ενισχύεται η ανάπτυξη και όσο μεγαλύτερη ανάπτυξη υπάρχει, τόσο περισσότερο βελτιώνεται η εκπαίδευση. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πάνω από τη γραμμή βρίσκονται χώρες της βόρειας Ευρώπης με υψηλό βιοτικό επίπεδο, όπως η Γερμανία, η Ελβετία, η Ολλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες. Εξ αυτών, πολύ καλή επίδοση σημειώνει η Νορβηγία, της οποίας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε σε 67,9 χιλ. ευρώ (μέσος όρος) τη χρονική περίοδο 2013-2017, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος των ετών εκπαίδευσης ήταν 18,2.
Η χώρα μας, σε όρους ετών εκπαίδευσης, κατέχει την 7η θέση στη σχετική κατάταξη - την οποία μοιράζεται με άλλες εννέα χώρες, μεταξύ των οποίων η Γερμανία και η Ισπανία, καθώς ο μέσος όρος των ετών που απαιτούνταν την περίοδο 2013-2017, για την ολοκλήρωση των σπουδών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων ήταν 18 έτη. Ωστόσο, αναφορικά με το μέσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ίδιας περιόδου, η Ελλάδα κατέλαβε την 20η θέση μεταξύ των 35 χωρών με 17,1 χιλ. ευρώ, ενώ η διάμεσος των παρατηρήσεων ήταν ίση με 20,2 χιλ. ευρώ
Γιατί η χώρα μας κατέχει σχετικά καλή θέση σε όρους ετών εκπαίδευσης, αλλά υστερεί στο κατά κεφαλήν εισόδημα συγκριτικά με άλλες χώρες;
Πόσο αποτελεσματικό είναι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα;
Tο ποσοστό των αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (“Education and Training Monitor 2019”, Αύγουστος 2019), είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-28). Tο ποσοστό, ωστόσο, απορρόφησής τους από την αγορά εργασίας είναι από τα χαμηλότερα των χωρών της ΕΕ-28. Συγκεκριμένα, στο επόμενο γράφημα, απεικονίζεται το ποσοστό των νέων ηλικίας 30-34 ετών πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, το οποίο ανήλθε στο 44,3% το 2018, από 26,6% το 2009, υπερβαίνοντας το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2018: 40,7%), παρά το γεγονός ότι το 2009 υστερούσε σημαντικά έναντι αυτού (ΕΕ-28: 32,3%).
Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό απορρόφησης των πτυχιούχων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έως 34 ετών το 2018 διαμορφώθηκε στο 59%, μειωμένο σε σύγκριση με το 2009 (68,1%) και κατά πολύ μικρότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2018: 85,5%). Το χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των νέων πτυχιούχων από την αγορά εργασίας είναι αποτέλεσμα της οικονομικής ύφεσης και συνάδει με το υψηλό ποσοστό διαρθρωτικής ανεργίας. Επιπλέον, αντανακλά την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Τούτο συνιστά και ένα μέτρο της αναποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος ως μηχανισμού προαγωγής εκείνων των γνωστικών αντικειμένων που συνδέονται σε μεγαλύτερο βαθμό με τις ανάγκες της παραγωγής και της ελληνικής οικονομίας εν γένει. Το ενθαρρυντικό στοιχείο της έρευνας είναι ότι έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 18-24 ετών που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους (3,9% το 2018, από 9,6% το 2009), ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ-28 είναι υπερδιπλάσιος (9,5%).
Αναφορικά με τις δύο βαθμίδες της μέσης εκπαίδευσης (Γυμνάσιο – Λύκειο), προβληματισμό δημιουργούν τα σχετικά υψηλά ποσοστά των μαθητών 15 ετών με χαμηλές επιδόσεις σε βασικά μαθήματα και δεξιότητες, όπως τα μαθηματικά, η ανάγνωση και οι φυσικές επιστήμες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2015 το 35,8% των μαθητών στην Ελλάδα σημείωσε χαμηλές σχολικές επιδόσεις στα μαθηματικά, έναντι 22,2% στην ΕΕ-28, ενώ τα ίδια ποσοστά το 2009 ήταν 30,4% και 22,3% αντίστοιχα.
Οι δαπάνες για εκπαίδευση στη χώρα μας ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2017 (3,9%) ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4,6%).Οι εν λόγω δαπάνες υστερούσαν σε σύγκριση με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που ακολούθησαν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως η Κύπρος, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Αναφορικά με τη διάρθρωση, τα δύο τρίτα των δημοσίων δαπανών αφορούσαν την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ
το 21% την τριτοβάθμια, αναλογία που είναι η δεύτερη υψηλότερη - μετά την Κύπρο - σε σύγκριση με τις επιλεγμένες χώρες και τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, σημειώνεται ότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση μειώθηκαν σωρευτικά τη χρονική περίοδο 2010 - 2017 κατά 14,3%. Οι περικοπές εξόδων αφορούν κατά κύριο λόγο πρώτες ύλες και λειτουργικά έξοδα (θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα κ.λπ.) που μειώθηκαν κατά 25,8% και ακολουθούν οι επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό (Η/Υ, κτήρια κ.λπ.), οι οποίες περιορίσθηκαν κατά 20,4%, ενώ οι μισθοί δασκάλων και καθηγητών μειώθηκαν κατά 12,5%.