Πώς το 1971 άλλαξε το ρου της ιστορίας του φαγητού

Εκτός από την μουσική, τη λογοτεχνία, την πολιτική και τον αθλητισμό, η αρχή της δεκαετίας του ’70 άφησε ανεξίτηλο στίγμα και στην γαστρονομία

Το 1971 ήταν μια χρονιά σταθμός στην νεότερη ιστορία των ΗΠΑ. Το κίνημα αντικουλτούρας της δεκαετίας του ’60 είχε αποκτήσει πλέον μαζικές διαστάσεις και στις δύο ακτές, αποκτώντας σημαντικά ερείσματα ακόμα και στην παραδοσιακά συντηρητική αμερικανική ενδοχώρα. Παράλληλα, οι αντιδράσεις για τον Πόλεμο του Βιετνάμ ξεπερνούσαν κάθε προηγούμενο ενώ στην Ουάσιγκτον, η δημοσίευση των περίφημων Panama Papers δημιουργούσε τριγμούς στην κυβέρνηση Νίξον.

Μέσα σε αυτό το γενικότερο κλίμα διχασμού και έντονης πολιτιστικής αμφισβήτησης, ξεκίνησε την ίδια στιγμή μια σιωπηλή γαστρονομική «επανάσταση» οι επιρροές της οποίας είναι ακόμα αισθητές 50 χρόνια μετά. Πολλές από τις ιδέες, τις γεύσεις και τα brands που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, παραμένουν αναπόσπαστο κομμάτι της παγκοσμιοποιημένης πλέον εδεσματολογικής κουλτούρας. Δημοφιλή ποτά και εδέσματα όπως το frappucino, η παγωμένη μαργαρίτα και τα Quarter Pounder χάμπουργκερ της McDonald’s είναι μόλις λίγες από τις μαγειρικές καινοτομίες οι οποίες εδραιώθηκαν στην αμερικανική κοινωνία το 1971, προτού κατακτήσουν τις 4 γωνιές του πλανήτη.

Η αλλαγή στην γαστρονομική πορεία των ΗΠΑ ξεκίνησε από τις κουζίνες λίγων πρωτοπόρων σεφ προτού υιοθετηθεί ολοκληρωτικά από τις βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ακόμα και σήμερα στο χώρο των τροφίμων. Το 1971, η εμβληματική σεφ Edna Lewis ολοκλήρωσε το πρώτο της βιβλίο μαγειρικής. Με επίκεντρο την παραδοσιακή κουζίνα του Νότου, οι συνταγές της Lewis κέρδισαν αμέσως ένα μικρό άλλα ένθερμο κοινό που αποτελούνταν από καταξιωμένους σεφ, συγγραφείς και καλλιτέχνες οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να αναστήσουν το ένδοξο παρελθόν της ρουστίκ μαγειρικής.

Την ίδια χρονιά, η επιχειρηματίας και συγγραφέας Alice Waters, η οποία θεωρείται από πολλούς η σπουδαιότερη restaurateur των τελευταίων 50 ετών, άνοιξε στην Καλιφόρνια το διάσημο Chez Panisse. Το εστιατόριο στην περιοχή του Μπέρκλει, με σημαία τα οφέλη του σπιτικού φαγητού και των φρέσκων υλικών, έμελλε να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση μιας ξεχωριστής αμερικανικής γαστρονομικής ταυτότητας, η οποία μέχρι πρότινος παρέμενε στη σκιά της Ευρώπης.

Λίγο αργότερα, κυκλοφόρησε το επιδραστικό βιβλίο της ερευνήτριας και πολιτικής ακτιβίστριας Frances Moore Lappe “Diet for a Small Planet”, ένα πραγματικό μανιφέστο αφιερωμένο στην προστασία του περιβάλλοντος και των πλεονεκτημάτων μιας δίαιτας χωρίς κρέας, για τη φύση και τον άνθρωπο. Το βιβλίο, με πωλήσεις που ξεπερνούν έως σήμερα τα 3 εκατομμύρια, έγινε ευρέως γνωστό ανάμεσα στους νέους των ΗΠΑ, ενώ έθεσε τα θεμέλια για την είσοδο του ζητήματος της χορτοφαγίας και του βιγκανισμού στη δημόσια σφαίρα.

Οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις, αντιλαμβανόμενες την ανάγκη για καινοτομία εν μέσω ενός νέου πολιτιστικού περιβάλλοντος, δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις νέες συνθήκες λανσάροντας καινούρια προϊόντα και εφαρμόζοντας διαφορετικές στρατηγικές για την επικράτησή τους στην ολοένα και πιο ανταγωνιστική αγορά των ΗΠΑ.

Η McDonald’s έφερε για πρώτη φορά το 1971 στα εστιατόριά της το χάμπουργκερ Quarter Pounder καθώς και τους παιδότοπους (PlayPlaces) στρέφοντας την προσοχή της στις μικρές ηλικίες για την προώθηση των προϊόντων της. Στο πλαίσιο αυτό, η αλυσίδα εστιατορίων γρήγορου φαγητού δημιούργησε και τους χαρακτήρες της McDonaldland, με στόχο την προσφορά μιας ολοκληρωμένης εμπειρίας.

Η Coca-Cola την ίδια χρονιά χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το διαφημιστικό σλόγκαν “I’d Like to Buy the World a Coke” (Θα ήθελα να κεράσω τον κόσμο μια Coca-Cola) με σαφείς αντιπολεμικές προεκτάσεις εν μέσω γενικευμένων ταραχών στις ΗΠΑ για την εμπλοκή τους στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Το σλόγκαν της Coca-Cola σε συνδυασμό με μια ιδιαίτερα catchy μελωδία απευθύνθηκε με επιτυχία στους απογοητευμένους νέους Αμερικανούς που αντιμετώπιζαν με έντονο σκεπτικισμό πλέον την αναγκαιότητα του πολέμου.

Τον Μάρτιο του 1971, έγιναν στην περιοχή του Seattle τα εγκαίνια του πρώτου Starbucks. Προκειμένου να προσελκύσει πελάτες, η καφετέρια προσέφερε δωρεάν μια κούπα καφέ σε όλους, καλώντας τους φίλους του ροφήματος να ανακαλύψουν ένα διαφορετικό χαρμάνι. Το πείραμα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, και η εταιρεία εκτοξεύθηκε μέσα σε λίγα χρόνια σε δυσθεώρητα ύψη. Σήμερα η Starbucks λειτουργεί 21.536 καταστήματα σε 64 χώρες ενώ η αξία του γίγαντα της καφεστίασης ξεπερνά τα 26 δισ. δολάρια

Το 1971 κυκλοφόρησε επίσης η πολυβραβευμένη ταινία του Mel Stuart «ο Willy Wonka και το Εργοστάσιο Σοκολάτας». Αυτό που πολλές φορές δεν αναφέρεται είναι η εμπλοκή του κολοσσού των δημητριακών Quaker Oats η οποία ανέλαβε σχεδόν εξ΄ ολοκλήρου την παραγωγή της ταινίας στο πλαίσιο της στρατηγικής marketing, εγκαινιάζοντας μια νέα σχέση ανάμεσα στις επιχειρήσεις τροφίμων και το Hollywood.

Στις αρχές τις δεκαετίας του 70, μεγάλη άνθηση γνώρισαν και οι πωλήσεις των βιβλίων μαγειρικής, καθώς όλο και περισσότεροι Αμερικανοί στράφηκαν προς τα οφέλη του σπιτικού φαγητού. Οι πωλήσεις βιβλίων και περιοδικών με συνταγές ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, με εφημερίδες της εποχής να αναφέρουν χάριν υπερβολής, πως ακόμα και η Βίβλος είχε αποκτήσει πλέον έναν νέο βασικό ανταγωνιστή. Μάλιστα, το “Better Homes and Gardens”, με 600.000 αντίτυπα μόνο το 1971, ξεπέρασε σε πωλήσεις όλα τα υπόλοιπα best seller της χρονιάς. Τα βιβλία μαγειρικής έγιναν έκτοτε σταθερή κατηγορία στα μεγάλα και μικρά βιβλιοπωλεία ανάμεσα στη λογοτεχνία, την ιστορία και τις τέχνες.

Αξίζει να σημειωθεί πως το ίδιο έτος η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ξεκίνησε τη μάχη για την αναγραφή των διατροφικών στοιχείων στο πίσω μέρος της συσκευασίας, μετά από σειρά καταγγελιών εκ μέρους μεγάλου αριθμού πολιτών οι οποίοι νόσησαν από χαλασμένα προϊόντα. Η μάχη της αμερικανικής ρυθμιστικής αρχής με τη βιομηχανία τροφίμων αποδείχθηκε σφοδρή ενώ στέφθηκε με επιτυχία μόλις τη δεκαετία του ’90.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ