ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ-ΣΟΚ: Επενδύσεις σε εταιρείες από την CIA !

Ποιοί επιχειρηματίες κάνουν business με κεφάλαια από ειδικά κονδύλια των μυστικών υπηρεσιών;

Τεράστιες επενδύσεις, μεγάλα projects, ιδιωτικά συμφωνητικά εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας (NDA) και συστηματική προσπάθεια αποφυγής της δημόσιας προβολής και της δημοσιότητας τόσο των επενδύσεων, όσο και των στελεχών που λαμβάνουν τις σημαντικές αποφάσεις πίσω από κάθε συμφωνία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά ενός από τα μεγαλύτερα «μυστικά» της Σίλικον Βάλεϊ την τελευταία 20ετία. Την ύπαρξη ενός επενδυτικού fund που ανήκει – κατά άλλους ερευνητές ελέγχεται – από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και πιο συγκεκριμένα από την CIA, και βρίσκεται πίσω από γνωστές εταιρείες, δημοφιλή προϊόντα τεχνολογίας, εξαιρετικά διαδεδομένες υπηρεσίες και εφαρμογές, καθώς και ιδιώτες!

Το επενδυτικό fund της CIA (ακρωνύμιο της υπηρεσίας, «Central Intelligence Agency») προέκυψε πριν από 25 χρόνια μέσα από ένα μυστικό project που έγινε αργότερα γνωστό ως «The C.V.» (λογοπαίγνιο της φράσης «The C Venture Capital Fund») και όχι της γνωστής αγγλικής συντομογραφίας για την περιγραφή του βιογραφικού σημειώματος ενός επαγγελματία. 

Το διαβόητο επενδυτικό fund συμμετοχών της CIA ονομάζεται «In-Q-Tel», σπανίως εκδίδει επίσημες ανακοινώσεις ή δελτία τύπου, παρά μόνο στις περιπτώσεις επενδύσεων «χαμηλής επικινδυνότητας» ή όσων είναι εκτός της λίστας των απόρρητων και άκρως απόρρητων προγραμμάτων και σχεδίων, που φέρουν την ένδειξη «μη διαβαθμισμένα». 

Λέγεται πως το γράμμα «Q» στην επωνυμία του επενδυτικού fund αναφέρεται στον χαρακτήρα του ιδιοφυούς πράκτορα-επιστήμονα “Q” από την σειρά των διάσημων ταινιών και βιβλίων με πρωταγωνιστή τον μυθικό Τζέημς Μπόντ!

Σε μια άλλη εκδοχή, που βασίστηκε σε έρευνα του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν για τις δραστηριότητες του fund In-Q-Tel, κατά τη διάρκεια της οποίας συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από διάφορες αναφορές και αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των μυστικών υπηρεσιών, το γράμμα «Q» φαίνεται πως δεν έχει καμία σχέση με τον μυθικό Πράκτορα 007, αλλά με άγνωστο, άκρως απόρρητο, πρόγραμμα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.

Αν και η ύπαρξη του «επενδυτικού βραχίονα» της CIA διαψεύστηκε από αξιωματούχους της κυβέρνησης και αμφισβητήθηκε έντονα για περισσότερο από μια δεκαετία, τα τελευταία χρόνια λόγω των πιέσεων από την αμερικανική Γερουσία και το Κογκρέσο, πλέον διακριτικά – και χωρίς πολλές λεπτομέρειες- επιβεβαιώνεται. Μάλιστα, δόθηκε η έγκριση τόσο για τη δημιουργία ιστοσελίδας του fund In-Q-Tel, όσο και για την επιβεβαίωση ορισμένων από τα πιο σημαντικά σχέδια (project) και επενδύσεις που δεν εμπίπτουν σε θέματα Εθνικής Ασφάλειας.

Σύμφωνα με όλα τα επίσημα έγγραφα προς άλλες εποπτικές αρχές και δημόσιους οργανισμούς, πήρε την σημερινή του δομή επισήμως το 2006, χωρίς να υπάρχουν όμως ακόμα πολλές επιβεβαιωμένες πληροφορίες για τις «πηγές» συγκέντρωσης κεφαλαίων και τη διαδικασία επιλογής, επένδυσης και συμμετοχής στις εταιρείες που επιλέγει κάθε χρόνο. Παρόλα αυτά, ως σήμερα πολλές από τις εταιρείες στις οποίες έχουν γίνει αποδεδειγμένα επενδύσεις από το fund In-Q-Tel δεν αναφέρονται πουθενά – δηλαδή αποτελούν κρατικό μυστικό (!) – και δεν υπάρχει ούτε δημόσια αναφορά στην ιστοσελίδα του. Επίσημες αναφορές προς… «μετόχους» και επενδυτές δεν έχουν αναφερθεί από κανένα αμερικανικό ή διεθνές ΜΜΕ (εφημερίδα, περιοδικό, ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό δίκτυο)

Σύμφωνα με πρόσφατη αποκάλυψη της εφημερίδας Washington Post, το fund In-Q-Tel λειτουργεί «εν μέρει» δημοσίως σαν ένα συνηθισμένο αμερικανικό επενδυτικό fund. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των μεγάλων funds, το τι είδους προϊόντα και υπηρεσίες διαθέτει στο χαρτοφυλάκιο του, ποιες πατέντες και πνευματικά δικαιώματα κατέχει (από την επενδυτική συμμετοχή του σε startups και τεχνολογικές εταιρείες) και κυρίως πως αυτά χρησιμοποιούνται, είναι αυστηρώς απόρρητο!

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του (πρώην) οικονομικού συντάκτη και αναλυτή της Washington Post, Τέρενς Ο’ Χάρα, «σχεδόν κάθε Αμερικανός ερευνητής,εφευρέτης ή επιχειρηματίας που εργάστηκε πάνω σε μεθόδους ανάλυσης δεδομένων έχει πιθανότατα δεχτεί ένα τηλεφώνημα ενδιαφέροντος από κάποιο στέλεχος της In-Q-Tel ή τουλάχιστον έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας από το προσωπικό του τμήματος παρακολούθησης εξέλιξης τεχνολογίας, αρχίζοντας από μια πρώτη αναζήτηση στην Google». Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος που αποκάλυψε πρώτος την δραστηριότητα του In-Q-Tel στις ΗΠΑ, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά το σχετικό δημοσίευμα παραιτήθηκε από την εφημερίδα, ύστερα από 15 χρόνια δημοσιογραφικής καριέρας, και δεν δούλεψε ποτέ ξανά σε οποιοδήποτε ΜΜΕ…

Από την ιδέα στην ίδρυση

Η CIA έχει μια προϊστορία χρήσης εταιρειών για την εκπλήρωση μυστικών σχεδίων και την πραγματοποίηση επιχειρήσεων υπό την κάλυψη νομιμοφανών εταιρειών, με αποκορύφωμα την οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση των ανταρτών «Κόντρας» (1979-1990) στην Νικαράγουα και το ξέσπασμα του σκανδάλου «Ιράν – Κόντρα» (1985-1987)Επισήμως, το σημερινό fund In-Q-Tel, ξεκίνησε με το κωδικό όνομα «Peleus» (από το όνομα του γιου του βασιλιά της Αίγινας Αιακού και της Ενδηίδας, Πηλέα ή Πηλεύς) ως μη κερδοσκοπική venture capital εταιρεία με έδρα το Άρλινγκτον της Βιρτζίνια, κοντά στο κτίριο του Πενταγώνου του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ και σε κοντινή απόσταση από ερευνητικά κέντρα, όπως το DARPA, το Γραφείο Επιστημονικής Έρευνας της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, το Γραφείο Έρευνας του Πολεμικού Ναυτικού και στην ίδια περιοχή με άλλα κυβερνητικά κτίρια, όπως της Δίωξης Ναρκωτικών (DEA), της Ασφάλειας της Διπλωματικής Υπηρεσίας (DSS) και φυσικά, πολύ κοντά στο επιχειρησιακό κέντρο της CIA, στο Λάνγκλεϊ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η ίδρυση του In-Q-Tel (αναφέρεται κι ως I-Q-iT) έγινε για «την επένδυση σε high-tech εταιρείες με μοναδικό σκοπό τη διατήρηση της CIA και άλλων μυστικών υπηρεσιών της χώρας με την τελευταία λέξη στην τεχνολογία πληροφορικής και στην υποστήριξη των ικανοτήτων συλλογής πληροφοριών των κρατικών αρχών ασφαλείας», σύμφωνα με την ανάλυση (Defence Intelligence Journal, 2000) του Ρικ Ε. Γιαννούτζι, πρώην αξιωματικού του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ και πρώτου Διευθυντή Επιχειρησιακής Λειτουργίας του In-Q-Tel. Ως επίσημη ημερομηνία ίδρυσης της εταιρείας αναφέρεται η 29η Σεπτεμβρίου του 1999 (ως «Peleus»), αν και η αρχική ιδέα αποδίδεται στην Δρα Ρουθ Ντέιβιντ, πρώην Αναπληρώτρια Διευθύντρια της CIA, υπεύθυνη για τον τομέα Επιστημονικής Έρευνας και Τεχνολογίας σχεδόν 9 χρόνια νωρίτερα.

Την έγκριση για την υλοποίηση της ιδέας είχε δώσει ο Ελληνοαμερικανός Υποδιευθυντής (και αργότερα, Διευθυντής) της CIA, Τζώρτζ Τένετ, ως μέρος της Στρατηγικής Πρωτοβουλίας για την τεχνολογική ανάπτυξη της Υπηρεσίας. Σύμφωνα με επίσημα έγγραφα, που αποδεσμεύτηκαν την περίοδο 2004-2016 μέχρι το καλοκαίρι του 1998, η CIA είχε συγκεντρώσει επιλεγμένα υψηλόβαθμα στελέχη της Υπηρεσίας με γνώσεις πληροφορικής και τεχνολογίας, καθώς και με επιχειρηματικές ικανότητες, μετά από μυστική αξιολόγηση, για να προχωρήσει στην ίδρυση του επενδυτικού της fund. Με τη συνεργασία μια γνωστής συμβουλευτικής εταιρείας και μιας εξειδικευμένης νομικής εταιρείας είχαν ετοιμάσει τη δομή, το οργανόγραμμα και τις διαδικασίες λειτουργίας, ενώ παράλληλα μέχρι το τέλος της ίδια χρονιάς τα μέλη της διοικητικής ομάδας είχαν ξεκινήσει υπό απόλυτη μυστικότητα συναντήσεις με επενδυτές, διευθύνοντες συμβούλους εταιρειών (CEO) και τεχνολογικούς διευθυντές (CTO) για τη διερεύνηση του περιβάλλοντος της Σίλικον Βάλεϊ.

Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1999, στο απόγειο της «φούσκας» των μετοχών τεχνολογικών εταιρειών στο αμερικανικό χρηματιστήριο, με την έγκριση του Τένετ και άγνωστα αρχικά κεφάλαια, το σχέδιο αποκτάει νομική μορφή ως «Peleus venture capital» (αλλά αναφερόμενη ως « In-Q-It» με ιδρυτή τον πρώην Γεν. Διευθυντή της αεροναυπηγικής Lockheed Martin, Νόρμαν Ογκουστίν και (πρώτο) Διευθ. Σύμβουλο τον Γκίλμαν Λούι, πρώην σχεδιαστή video games και τέως Διευθυντή εταιρειών λογισμικού και video games, ανάμεσά τους και τον μεγαλύτερο όμιλο online gaming, με προϋπηρεσία στην πολεμική αεροπορία.

Όταν τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς γίνεται η επίσημη κατοχύρωση της εταιρείας, αρκετά πρώην στελέχη μυστικών υπηρεσιών βρίσκονται στο διοικητικό συμβούλιο και σε θέσεις-κλειδιά του επενδυτικού fund. Άγνωστος όμως παραμένει ως και σήμερα ο αριθμός των υπαλλήλων και στελεχών της CIA, οι οποίοι είχαν ενεργή ανάμιξη στη λειτουργία του, ειδικά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση.

Στα απομνημονεύματα του Τζόρτζ Τένετ, που κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ τον Απρίλιο του 2007, με τίτλο «Στο Επίκεντρο της Καταιγίδας: Τα χρόνια μου στην CIA» (στα αγγλικά, «At the Center of the Storm: My Years at the CIA») ο πρώην διευθυντής της Υπηρεσίας Πληροφοριών παραδέχεται ότι υπήρχε πλήρη επίγνωση από όλα τα υψηλόβαθμα στελέχη πως έπρεπε η CIA να αποκτήσει απευθείας πρόσβαση σε τεχνολογίες αιχμής και δίαυλο επικοινωνίας με τεχνολογικές εταιρείες, ερευνητές και επιστήμονες, που υπό άλλες προϋποθέσεις δεν θα ήθελαν να έχουν επίσημες σχέσεις με τις μυστικές υπηρεσίες.

Όπως αποκάλυψε πρόσφατο δημοσίευμα της ιταλικής εφημερίδας La Repubblica εξαρχής το In-Q-Tel είχε τρεις βασικούς τομείς-στόχευσης για την απόκτηση πρόσβασης σε τεχνολογικές καινοτομίες: λογισμικό, τεχνολογικές υποδομές και τεχνολογία ανάπτυξης πρωτοποριακών υλικών.

Το… λάθος με την Google!

Τα πρώτα 6 χρόνια λειτουργίας του επενδυτικού fund In-Q-Tel πραγματοποιούνται εκατοντάδες συναντήσεις και εξετάζονται μερικές χιλιάδες επιχειρηματικά σχέδια και πρωτοποριακές ιδέες, χωρίς να υπάρξει η παραμικρή αναφορά από εφημερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα. Πολλές από τις συναντήσεις με άλλους επενδυτές και ιδρυτές γίνονται με άκρα μυστικότητα, ενώ άλλες διεξάγονται στα γραφεία νέων startups και ερευνητικών εταιρειών, αφού επισήμως (σύμφωνα με τον Τένετ) το fund και η CIA λειτουργούν εντελώς αυτόνομα. «Αν και πληρώνουμε τους λογαριασμούς και έξοδα, το In-Q-Tel είναι ανεξάρτητο από την CIA» όπως αναφέρει στο βιβλίο του (σελ.26).

Όμως, τα πάντα θα αλλάξουν τον Νοέμβριο του 2005, όταν στις 15 Νοεμβρίου του 2005 μια συμφωνία θα έρθει – μάλλον αναγκαστικά – στο φως της δημοσιότητας, μετά την πώληση 5.636 μετοχών της Google από το χαρτοφυλάκιο του In-Q-Tel, συνολικής αξίας 2,2 εκατομμυρίων δολαρίων. Η πώληση των μετοχών υπήρξε μέρος της συμφωνίας της Google για την εξαγορά της startup δορυφορικής χαρτογράφησης Keyhole Inc. που είχε χρηματοδοτηθεί (εν αγνοία των ιδρυτών της Google) με κεφάλαια της CIA από την ίδρυσή της το 2001 μέχρι το 2004, όταν το In-Q-Tel είχε συμφωνήσει υπό όρους εχεμύθειας να παραχωρήσει τις μετοχές που είχε στην κυριότητά του στην Google.

Κι η συναλλαγή θα είχε παραμείνει μάλλον μυστική αν η Google δεν είχε προχωρήσει στις 19 Αυγούστου του 2004 στην εισαγωγή των μετοχών της στο Χρηματιστήριο της Γουόλ Στρητ, μετά την συμφωνία των ιδρυτών της, Λάρι Πέιτζ και Σεργκέι Μπριν με τον έμπειρο μάνατζερ, Έρικ Σμιντ. Όμως, έναν χρόνο αργότερα, ως εισηγμένη εταιρεία η Google όφειλε να δημοσιοποιεί στις εποπτικές αρχές και στο επενδυτικό κοινό όλες τις συναλλαγές των μετοχών της και τις συμφωνίες που σύναπτε με άλλες εταιρείες.

Και η πλήρης εξαγορά των μετοχών της Keyhole Inc. από τον ιδρυτή και CEO της εταιρείας Τζον Χάνκε, τους μετόχους της Intrinsic Graphics, που είχε κάνει την αρχική επένδυση και τους άλλους επενδυτές που στήριξαν την ανάπτυξή της, ανάμεσά τους και η In-Q-Tel, συνολικής αξίας 35 εκατομμυρίων δολαρίων (σε μετρητά και ανταλλαγή μετοχών), ίσως και να χανόταν στην πληθώρα πληροφοριών του Χρηματιστηρίου, αν το βασικό προϊόν της Keyhole, «EarthViewer», δεν εξελισσόταν από την Google μέσα σε λίγους μήνες στο πρόγραμμαGoogle Earth και στη συνέχεια στην υπηρεσία Google Maps, που χρησιμοποιούν 2 στους 3 χρήστες smartphones σε όλο τον κόσμο!

Μια πλατφόρμα βασισμένη στην τεχνολογία της Keyhole Inc. που αναπτύχθηκε εν μέρει με κεφάλαια της In-Q-Tel και με δεδομένα από τη NASA, που αρκετά στελέχη της Intrinsic Graphics και της Keyhole θεωρούσαν ότι είχαν εξασφαλίσει σχεδόν προνομιακά εκείνη την εποχή με την…αθέατη παρέμβαση της CIA!

Επιχείρηση…διακριτικότητα

Έτσι, η συγκεκριμένη πληροφορία για τη συναλλαγή και τη σχέση In-Q-Tel, CIA και Google, αν και αρχικά θα περάσει χωρίς ιδιαίτερη προσοχή από τα περισσότερα ΜΜΕ των ΗΠΑ, έγινε τελικά, μέχρι τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, είδηση πρώτου μεγέθους σε όλο τον κόσμο. Τα περισσότερα από τα στελέχη και το προσωπικό των δυο εταιρειών (Keyhole, Intrinsic Graphics) που είχαν αναπτύξει την τεχνολογία για δυο από τις προηγμένες και δημοφιλείς υπηρεσίες της Google, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν μέσα στους επόμενους μήνες και δεν ασχολήθηκαν ποτέ με παρόμοια projects. Επίσης, μετά το συγκεκριμένο περιστατικό, η διοίκηση της In-Q-Tel άλλαξε πολλά στα συμβόλαια των συμφωνιών επενδύσεων και ακόμα περισσότερα στα συμφωνητικά εχεμύθειας των ιδρυτών και των υψηλόβαθμων στελεχών των εταιρειών που επενδύει κεφάλαια.

Από τον Αύγουστο του 2006 το επενδυτικό fund In-Q-Tel έχει αξιολογήσει περισσότερα από 5.800 επιχειρηματικά σχέδια και έχει επενδύσει πάνω από 150 εκατομμύρια σε περισσότερες από 90 εταιρείες, έχοντας προχωρήσει σε 62 συμφωνίες πώλησης μετοχών ή εταιρειών. Όμως, πολλές συμφωνίες παραμένουν μυστικές ως και σήμερα.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα των εφημερίδων Washington Post, Wall Street Journal, La Stampa, Liberation, Le Monde, El País, Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), Süddeutsche Zeitung και Die Welt, μόνο την περίοδο 2006-2010, άμεσα ή έμμεσα, το In-Q-Tel έχει δώσει πρόσβαση σε πάνω από 130 καινοτομικές τεχνολογικές λύσεις σε μυστικές υπηρεσίες και υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ.

Ειδικά για τις πρακτικές του fund In-Q-Tel, την μυστικοπάθεια που επιβάλλει σε προσωπικό και συνεργάτες αλλά και το καθεστώς υπό το οποίο γίνονται οι επενδύσεις (σχεδόν εν κρυπτώ), η Wall Street Journal είχε προχωρήσει σε μια σειρά αποκαλύψεων το 2016, κατηγορώντας την εταιρεία πως λειτουργεί ως «σκοτεινός χορηγός» της CIA στον χώρο των startups και της τεχνολογίας.

Μετά το 2010 πάντως όλες οι σχετικές πληροφορίες θεωρούνται μυστικές και απόρρητες…

 

Το επόμενο Σάββατο (29/2) το δεύτερο μέρος της αποκαλυπτικής έρευνας με συγκλονιστικά στοιχεία  για τις άγνωστες επενδύσεις από την CIA και τις μυστικές συμφωνίες με επιχειρήσεις, επιχειρηματίες και επενδυτές, που έρχονται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας. …

  • Ποιοί επιχειρηματίες κάνουν business με κεφάλαια από …μυστικές υπηρεσίες;
    Πόσοι έχουν εμπλακεί σε περίπλοκες συμφωνίες που καλύπτονται από συμβόλαια εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας; 
  • Πίσω από ποια γνωστά προϊόντα και δημοφιλείς υπηρεσίες βρίσκονται εταιρείες που ελέγχονται μετοχικά και αθόρυβα από την CIA; 
  • Ποιά πρόσωπα εμπλέκονται στα μυστικά κονδύλια που παρέχονται ως επενδυτικά κεφάλαια; 
  • Ήταν τελικά η υπόθεση της ελβετικής εταιρείας Crypto AG, η οποία αποκαλύφθηκε πρόσφατα από ΜΜΕ στην Γερμανία και την Ελβετία, μεμονωμένη περίπτωση ή ένα μικρό  κομμάτι από το παζλ ενός ευρύτερου δικτύου;  

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ