UBS: Η Ελλάδα “χάνει το τρένο” της επενδυτικής βαθμίδας
Πιο πιθανό η Ελλάδα να μπει στην επενδυτική βαθμίδα το 2021
Την εκτίμηση της πως η Ελλάδα τελικά θα χάσει το τρένο και δεν θα καταφέρει να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2020, υποστηρίζει σε ανάλυση της η UBS.
Όπως υποστηρίζει η UBS, το πιο πιθανό είναι η Ελλάδα τελικά να καταφέρει να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα μέσα στο 2021 ενώ υποστηρίζει ότι σε ένα θετικό οικονομικό περιβάλλον έως τότε η ΕΚΤ ίσως έχει τερματίσει την αγορά ομολόγων μέσω του QE, αν και η Τράπεζα της Ελλάδος θα μπορούσε ακόμα και σε αυτή την περίπτωση να κατανείμει κάποιες επανεπενδύσεις σε ελληνικούς τίτλους.
Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή το QE συνεχίζεται, η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε περισσότερες μηνιαίες αγορές και αυτό θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στις αποτιμήσεις.
Ακόμα και έτσι, πάντως, η UBS επισημαίνει ότι οι ελληνικές αποδόσεις σε επίπεδα ανάλογα με αυτές των ιταλικών ομολόγων (αξιολόγηση BBB) μπορεί μόνο να δικαιολογηθεί αν η χώρα μας παραμείνει σε ένα δυνατό μονοπάτι ανάκαμψης, ενώ η θέση της Ιταλίας χειροτερέψει. Η εκτίμηση των αναλυτών, όμως, είναι ότι η τελευταία θα μπορούσε να αντεπεξέλθει καλύτερα μιας ύφεσης. Για το λόγο αυτό διατηρεί τους ιταλικούς τίτλους στη λίστα προτίμησης και τα ελληνικά ομόλογα με λήξη πέραν της τριετίας σε σύσταση «πώλησης».
Οι αξιολογήσεις και τα σενάρια για αγορές από ΕΚΤ
Η Ελλάδα έχει πετύχει μια σειρά αναβαθμίσεων από την κρίση του 2015. Η Fitch την αναβάθμισε πρόσφατα σε ΒΒ με θετικό outlook. Μαζί με την DBRS (BB low, με θετικό outlook), είναι οι δυο οίκοι που τείνουν να δίνουν υψηλότερες αξιολογήσεις σε σχέση με την S&P (BB-, θετικό outlook) και τη Moody’s (Β1, σταθερό outlook).
Η UBS σημειώνει ότι αναμένει περαιτέρω αναβαθμίσεις καθώς και οι τρεις οίκοι – πλην της Fitch – έχουν προγραμματισμένες αξιολογήσεις ως τα τέλη Απριλίου – αρχές Μαϊου, αλλά δεν αναμένει ότι η Ελλάδα θα πετύχει την επενδυτική αξιολόγηση εντός του έτους. Ακόμη και εάν οι τρεις οίκοι αναβαθμίσουν την Αθήνα κατά μία βαθμίδα, καμία αξιολόγηση δεν θα υπερβαίνει το ΒΒ, που απέχει δυο βαθμίδες από την επενδυτική αξιολόγηση (ΒΒΒ-).
Οι περισσότεροι πάροχοι δεικτών απαιτούν μια μέση επενδυτική αξιολόγηση για να συμπεριλάβουν τα ομόλογα σε δείκτες αναφοράς που χρησιμοποιούν οι θεσμικοί επενδυτές. Η ΕΚΤ ζητά μία τουλάχιστον επενδυτική αξιολόγηση από τους οίκους για να προχωρήσει σε αγορές ομολόγων. Μέχρι στιγμής δεν έχει συμπεριλάβει την Ελλάδα. Το μερίδιο της χώρας στο μετοχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ (σ.σ. το «κεφαλαιακό κλειδί» η capital key) της ΕΚΤ είναι στο 2,5%, κάτι που σημαίνει μηνιαίες αγορές περίπου 275 εκατ. ευρώ με βάση τους όρους στο τρέχον πρόγραμμα αγορών της κεντρικής τράπεζας.
Σε σχέση με το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της ΕΚΤ, το μερίδιο της Ελλάδας στο μετοχικό κεφάλαιο της κεντρικής τράπεζας θα αντιστοιχούσε σε τίτλους αξίας περίπου 49 δισ. ευρώ. Όμως η ΕΚΤ εξετάζει και τα ομόλογα που ήδη κατέχει, έχοντας ήδη αποκτήσει ομόλογα ύψους 5,2 δισ. ευρώ πριν τη χρεοκοπία του 2012 (που θα υποχωρήσουν στα 3,8 δισ. ευρώ μετά από μία πληρωμή τον Ιούνιο). Αυτό θα μειώσει το ανώτατο επίπεδο ομολόγων που μπορούν να αποκτηθούν από την ΕΚΤ στα 45 δισ. ευρώ περίπου.
Καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους είναι σε μορφή χαμηλότοκων δανείων από τον ESM, η χώρα έχει διαπραγματεύσιμα ομόλογα μόλις 51 δισ. ευρώ. Με βάση όμως και τον περιορισμό του 33% ανά έκδοση, το ανώτατο επίπεδο αγορών τίτλων από την ΕΚΤ διαμορφώνεται στα 16,9 δισ. ευρώ, που μπορούν να αυξηθούν με νέες εκδόσεις ομολόγων.