Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε ο ΟΟΣΑ, το παγκόσμιο εταιρικό χρέος πέρασε το ιστορικό ορόσημο των 13 τρισ. δολαρίων, με κύριο "υπεύθυνο" την πολιτική των διεθνών τραπεζών.
Η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών να διατηρεί τα επιτόκια δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα, έχει "εκτινάξει" τις χρηματοδοτήσεις των εταιρειών, κάτι όμως που εγκυμονεί κινδύνους για την βιωσιμότητα αυτών των ανοιγμάτων, καθώς μεγάλο κομμάτι αυτών των ανοιγμάτων χαρακτηρίζονται πια σαν επισφαλή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε ο ΟΟΣΑ, το εταιρικό χρέος των εταιρειών σε όλο τον κόσμο ανήλθε τον Δεκέμβριο του 2019 στα 13,5 τρισ. δολάρια, ενώ οι εταιρείες δανείστηκαν επιπλέον 2,1 τρισ. δολάρια μέσω εταιρικών ομολόγων (εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων).
Παρ' όλα αυτά, τα στοιχεία της έκθεσης δείχνουν ότι εν συγκρίσει με τους προηγούμενους πιστωτικούς κύκλους, το υφιστάμενο στοκ εταιρικών ομολόγων έχει χαμηλότερη πιστωτική ποιότητα, υψηλότερες απαιτήσεις αποπληρωμής, μεγαλύτερη διάρκεια ωρίμανσης και προστασία επενδυτών μειωμένης εξασφάλισης.
Αυτό θα μπορούσε να εντείνει τις αρνητικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να φέρει μια οικονομική επιβράδυνση στον εταιρικό κλάδο, αλλά και στην οικονομία γενικότερα, υπογραμμίζει ο ΟΟΣΑ.
«Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και υποστηρικτική νομισματική πολιτική έχουν προωθήσει τη χρήση της αγοράς εταιρικών ομολόγων ως βιώσιμης πηγής μακροπρόθεσμου δανεισμού για τις επιχειρήσεις από την εποχή της παγκόσμιας πιστωτικής κρίσης», αναφέρει ο γενικός γραμματέας του ΟΟΣΑ, Άνχελ Γκουρία.
«Τα υψηλά επίπεδα μόχλευσης στον εταιρικό τομέα καθιστούν ζωτικής σημασίας την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση των ισολογισμών και τη στήριξη μακροπρόθεσμων επενδύσεων, προσθέτει ο γενικός γραμματέας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Οι συνθήκες χαμηλών επιτοκίων επέτρεψαν στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τα ποσοστά μόχλευσης και να διατηρήσουν την πιστοληπτική τους αξιολόγηση. Χωρίς την υποστήριξη των χαμηλών επιτοκίων σε περίπτωση οικονομικής επιβράδυνσης, ελλοχεύει ο κίνδυνος υποβαθμίσεων που με τη σειρά τους θα φέρουν αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις, περιορίζοντας τα περιθώρια επενδύσεων, επισημαίνεται στην έκθεση.