Eurobank: Η Ελλάδα χρειάζεται €80 δισ. για να επιστρέψει στα επίπεδα του 2010

Η Ελλάδα χρειάζεται γύρω στα 80 δισ. ευρώ καθαρών επενδύσεων “μόνο και μόνο για να επιστρέψει στα επίπεδα του 2010”, σημειώνει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank. σε μελέτη με τίτλο: “Από έναν φαύλο σε έναν ενάρετο κύκλο; Μετατρέποντας την Ελλάδα σε έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό: ευκαιρίες και προκλήσεις” που φιλοξενεί το τρίτο τεύχος της Επιθεώρησης Οικονομία & Αγορές.

Η τράπεζα υπογραμμίζει ότι “το επενδυτικό έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό κυρίως με μεγάλης κλίμακας εισροές επενδύσεων και κεφαλαίων από το εξωτερικό” και παρουσιάζει 15 σημαντικούς παράγοντες που καθιστούν την Ελλάδα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, αλλά και τα εμπόδια που θα πρέπει να ξεπεράσει η χώρα για να καταφέρει “να γυρίσει οριστικά σελίδα και να μεταβεί, από έναν φαύλο σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, απασχόλησης και ευημερίας”.

Συγγραφείς της μελέτης είναι οι κ.κ. Νικόλαος Καραμούζης, Πρόεδρος της Eurobank και Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Group Chief Economist της Eurobank και Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Αναπληρωτής Group Chief Economist της Eurobank. 

Η μελέτη αυτή προσδιορίζει και αναλύει δεκαπέντε σημαντικούς παράγοντες που μπορεί να καταστήσουν την Ελλάδα ένα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, ιδιαίτερα για τις άμεσες ξένες επενδύσεις και άλλες εισροές ξένων κεφαλαίων.  Ωστόσο, αναλύεται επίσης μια σειρά σημαντικών ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να επιδράσουν βλαπτικά στο εγχώριο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον. Παράδειγμα, η ταχύτητα υλοποίησης των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές, η πλήρης ανάληψη της “ιδιοκτησίας” στην εφαρμογή των κατάλληλων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων από τις αρχές άσκησης οικονομικής πολιτικής και η διαμόρφωση αποτελεσματικής φορολογικής πολιτικής, θα καθορίσουν εάν οι παράγοντες αυτοί θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη ή ως επιταχυντές για την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού.

Η έρευνα καταλήγει στα τρία εξής συμπεράσματα:

Πρώτον, οι ρίζες της κρίσης εντοπίζονται στο υπόδειγμα ανάπτυξης το οποίο ακολουθήθηκε την περίοδο πριν από την κρίση και μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, το οποίο βασίστηκε κυρίως στην κατανάλωση (η ιδιωτική κατανάλωση προσέγγισε το 74% του ΑΕΠ το 2009, το υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη) και την επένδυση σε οικιστικά ακίνητα. Το μοντέλο αυτό τροφοδοτήθηκε κυρίως από τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, τη φθηνή χρηματοδότηση της χώρας από το εξωτερικό, μισθολογικές αυξήσεις που υπερέβαιναν σημαντικά τους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, καθώς επίσης και την άνευ προηγουμένου εγχώρια πιστωτική επέκταση που κατέγραψε διψήφιους ρυθμούς ανόδου κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.  

Την  περίοδο αυτή, η χώρα δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί την αξιοπιστία και τις συνθήκες μακροοικονομικής σταθερότητας  που δημιούργησε η συμμετοχή της στην ΟΝΕ, έτσι ώστε να μετασχηματίσει και να εκσυγχρονίσει το εγχώριο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο και τις οικονομικές και παραγωγικές δομές. 

Δεύτερον, η χώρα δεν ανέλαβε πλήρως τη συνεπή υλοποίηση των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές και την “ιδιοκτησία” των μεταρρυθμίσεων,  επιδεικνύοντας πολλές φορές καθυστέρηση και ολιγωρία, με αποτέλεσμα να τρωθεί η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής και η εμπιστοσύνη των αγορών, εξέλιξη που συνέβαλε στη μεγέθυνση της κρίσης και στην καθυστέρηση εξόδου από αυτή.

Τρίτον, είναι πλέον αδιαμφισβήτητο ότι, μια διατηρήσιμη και ισχυρή οικονομική ανάκαμψη που δημιουργεί σταθερά θέσεις εργασίας και βασίζεται κυρίως στην ισχυρή ανάκαμψη των επενδύσεων και των εξαγωγών, είναι η μόνη “θεραπεία” για την επούλωση των πληγών που προκλήθηκαν από τη δεκαετή ύφεση, η οποία εξαφάνισε το ένα τέταρτο του ΑΕΠ της χώρας, αφήνοντας άνεργο τον μισό νεανικό πληθυσμό της και εξαναγκάζοντας σχεδόν έναν στους είκοσι Έλληνες να αναζητήσουν ευκαιρίες απασχόλησης στο εξωτερικό.

Η μελέτη καταλήγει αναφέροντας πως η επιστροφή σε υψηλούς και βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης και η αποκατάσταση της κανονικότητας στην οικονομία, αποτελεί την ασφαλέστερη  διέξοδο για την αντιμετώπιση της οικονομικής στασιμότητας και κυρίως  των σημαντικών προβλημάτων που μας κληροδότησε η κρίση, ανεργία, φτώχεια, υπερχρέωση δημοσίου και σημαντικό ύψος μη εξυπηρετούμενων δανείων.  Παράλληλα, θα προσφέρει ελπίδα για επιστροφή του ανθρώπινου δυναμικού που ξενιτεύτηκε (κοντά στις 500.000), θα βελτίωνε τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά και τη δυνατότητα ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ