Το “χάσμα” της αγοράς εργασίας και των πανεπιστημίων αγχόνη για τους νέους φοιτητές

Μια ματιά στις βάσεις, ιδίως των σχολών που κυμάνθηκαν σε υψηλά επίπεδα, αποδεικνύει περίτρανα το αναχρονιστικό πλαίσιο με το οποίο λειτουργεί το σύστημα στο σύνολό του.

Τη Δευτέρα ανακοινώθηκαν οι φετινές βάσεις εισαγωγής στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ευθύς αμέσως ξέσπασε νέα σκληρή κόντρα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα κόμματα να ασκούν δριμεία κριτική. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζήτησε μεταξύ άλλων την κάλυψη όλων των προσφερόμενων θέσεων στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της, κάνοντας λόγο για “εγκληματική πολιτική κατά των νέων”, ενώ από την πλευρά της η κυβέρνηση υπερασπίστηκε την πρωτοβουλία της ΕΒΕ που τέθηκε σε εφαρμογή για πρώτη φορά φέτος.

Για μια ακόμη φορά η μπάλα στάλθηκε στην εξέδρα. Στο δημόσιο διάλογο απουσίασε από όλες τις πλευρές κάθε αναφορά σε μια βασική, και δυστυχώς παγιωμένη, αδυναμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό για τον ακόμα υψηλό δείκτη ανεργίας στους νέους και της πληγής του brain drain η οποία μαστίζει τη χώρα για παραπάνω από μία δεκαετία.

Φυσικά αυτή είναι η μηδενική σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Μια ματιά στις βάσεις, ιδίως των σχολών που κυμάνθηκαν σε υψηλά επίπεδα, αποδεικνύει περίτρανα το αναχρονιστικό πλαίσιο με το οποίο λειτουργεί το σύστημα στο σύνολό του. Νομικές και ιατρικές σχολές έχουν για άλλη μια χρονιά ιδιαίτερα υψηλή ζήτηση, παρόλο που ο μετέπειτα βαθμός απορρόφησης και μισθολογικής εξέλιξης δεν συμβαδίζει με τον τίτλο των “πρωτοκλασάτων ιδρυμάτων” που φέρουν, ο οποίος εν τέλει αποδεικνύεται άνευ ουσίας. 

Την τελευταία δεκαετία σημαντικές εξελίξεις έλαβαν χώρα στην παγκόσμια αγορά εργασίας. Οι ταχύτατες εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας και οι τεκτονικές αλλαγές στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, επιτάχυναν τις διαδικασίες για τη μετάβαση στη λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Δεδομένου ότι επίκεντρο πλέον είναι η πληροφορική και όχι η ανθρωποκεντρική παροχή υπηρεσιών, οι “καλές δουλειές” απαιτούν πλέον προπάντων ανταγωνιστικές δεξιότητες, ευελιξία, καινοτόμο πνεύμα με έμφαση στην ψηφιακή κατάρτιση και τα soft skills. Έρευνες αποδεικνύουν πως μεγάλη μερίδα των επιχειρήσεων κρίνει τους εν δυνάμει εργαζόμενους με αυτά τα προσόντα και όχι αποκλειστικά με το πτυχίο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως έγινε και φέτος αντιληπτό, αυτή η νέα επαγγελματική κουλτούρα δεν έχει γίνει κτήμα της ελληνικής εκπαιδευτικής κοινότητας, ενώ με τα σημερινά δεδομένα δύσκολα θα γίνει αυτό στο βραχυπρόθεσμο μέλλον.

Ως αποτέλεσμα δημιουργείται ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ του μελλοντικού ανθρώπινου δυναμικού που εξέρχεται με μεγάλους κόπους και στερήσεις από τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα από τη μία πλευρά και των απαιτήσεων της αγοράς από την άλλη, όχι μόνο δυσχεραίνοντας σημαντικά την επαγγελματική αποκατάσταση αλλά δημιουργώντας και ένα διόλου ευκαταφρόνητο αίσθημα ματαίωσης της προσπάθειας των μαθητών που ξεκινά από το Λύκειο, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και από το Γυμνάσιο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ