Eurobank: Αρνητικές για 8ο συνεχές έτος οι καθαρές επενδύσεις στην Ελλάδα

Ένας λόγος για τον οποίο η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημάδια ήπιας και όχι ισχυρής ανάκαμψης είναι η ισχνή επίδοσή της σε όρους επενδύσεων παγίων, σημειώνει στην εβδομαδιαία ανάλυσή της η Eurobank, όπου τονίζει ότι ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου αποτέλεσε τον αρνητικό πρωταγωνιστή στη μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδας το 2018.

Όπως αναφέρει η τράπεζα, σύμφωνα με τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου διαμορφώθηκε στα 20,6 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές, καταγράφοντας ετήσια πτώση της τάξης των -2,7 δισ. ευρώ.

Επιπρόσθετα, τονίζει ότι η αρνητική επίδραση στην οικονομία από το χαμηλό επίπεδο των δαπανών για κεφαλαιουχικά αγαθά δεν περιορίζεται μόνο στο παρόν αλλά εμφανίζεται και στο μέλλον, δηλαδή έχει δυναμικό και όχι στατικό χαρακτήρα.

Συγκεκριμένα, οι αναλυτές της τράπεζας αναφέρουν ότι οι καθαρές επενδύσεις παρέμειναν σε αρνητικό έδαφος για όγδοο συνεχές έτος με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η φθίνουσα πορεία του φυσικού κεφαλαίου και η συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.

Προσθέτουν δε ότι οι αρνητικές καθαρές επενδύσεις, η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και η ισχνή συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας αποτελούν εμπόδια για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης. Η τελευταία αποτελεί σημαντική συνθήκη για την περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας και τη συνεχή και βιώσιμη πρόσβασή της στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.

Σύμφωνα με τη Eurobank, είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι οι δαπάνες για την απόκτηση κεφαλαιουχικών αγαθών, ήτοι προϊόντων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία για περισσότερες από μια περιόδους, εκτός του ότι αποτελούν μια εκ των συνιστωσών της συνολικής ζήτησης στο παρόν, διευρύνουν μέσω της συσσώρευσης του φυσικού κεφαλαίου, τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας στο μέλλον.

Σημειώνει δε ότι οι επενδύσεις παγίων αποτέλεσαν τον αρνητικό πρωταγωνιστή στη μακροοικονομική επίδοση της Ελλάδας το 2018, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου διαμορφώθηκε στα 20,6 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές, καταγράφοντας ετήσια πτώση της τάξης των -2,7 δισ. ευρώ ή -11,4%, από ετήσια αύξηση 2 δισ. ευρώ ή 9,2% το 2017.

Όσον αφορά τη συνεισφορά των επί μέρους θεσμικών τομέων της οικονομίας στην προαναφερθείσα μεταβολή του συνόλου των επενδύσεων παγίων στην Ελλάδα, τονίζει ότι κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτισε ο θεσμικός τομέας της γενικής κυβέρνησης. Αναλυτικά, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου της γενικής κυβέρνησης συρρικνώθηκε σε ετήσια βάση κατά -2,3 δισ. ευρώ ή -28,7%. Ακολούθησε ο θεσμικός τομέας των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών με ετήσια πτώση στις επενδύσεις παγίων της τάξης των -0,5 δισ. ευρώ ή -4,9%. Τέλος, ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου των χρηματοοικονομικών εταιρειών κατέγραψε ετήσια μείωση -35,9 εκατ. ευρώ ή -3,4%, ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στα νοικοκυριά -κυρίως επενδύσεις σε κατοικίες- σημείωσε αύξηση 117,2 εκατ. ευρώ ή 2,7%.

Βάσει των προαναφερθέντων μεγεθών, τα μερίδια των θεσμικών τομέων της οικονομίας επί του συνόλου των επενδύσεων παγίων, σύμφωνα με τη Eurobank, διαμορφώθηκαν το 2018 ως εξής: οι μη χρηματοοικονομικές εταιρείες είχαν την υψηλότερη συνεισφορά με ποσοστό 45,9% (9,5 δισ. ευρώ) και ακολούθησαν η γενική κυβέρνηση με 27,2% (5,6 δισ. ευρώ), τα νοικοκυριά με 21,9% (4,5 δισ. ευρώ) και οι χρηματοοικονομικές εταιρείες με 5% (1 δισ. ευρώ).

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα εν λόγω μερίδια υπέστησαν υψηλές μεταβολές κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης. Ξεχωρίζει ο θεσμικός τομέας των νοικοκυριών με μείωση του σχετικού μεριδίου κατά -29,4 ποσοστιαίες μονάδες (από 51,2% το 2007 στο 21,9% το 2018). Η παραπάνω πτώση συνοδεύτηκε από την άνοδο των αντίστοιχων μεριδίων των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών, της γενικής κυβέρνησης και των χρηματοοικονομικών εταιρειών κατά 16,7 (από 29,2% στο 45,9%), 8,6 (από 18,6% στο 27,2%) και 4,1 (από 0,9% στο 5,0%) ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.

Ειδικότερα, από την ανάλυση της τράπεζας προκύπτει ότι:

Τα τελευταία 8 χρόνια το επίπεδο των επενδύσεων παγίων στην ελληνική οικονομία υπολείπεται του αντιστοίχου επιπέδου των αποσβέσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδύσεις παγίων που πραγματοποιούνται δεν επαρκούν για να αντικαταστήσουν το φυσικό κεφάλαιο που φθείρεται ή απαξιώνεται. Συνεπώς οι καθαρές επενδύσεις είναι αρνητικές και ως εκ τούτου το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας μειώνεται. Η ελάττωση του φυσικού κεφαλαίου οδηγεί σε συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.

Το 2018 το αρνητικό επίπεδο των καθαρών επενδύσεων στην Ελλάδα διευρύνθηκε στα -8,6 δισ. ευρώ από -6,2 δισ. ευρώ το 2017. Η εν λόγω διεύρυνση προήλθε κυρίως από τον θεσμικό τομέα της γενικής κυβέρνησης, της οποίας οι καθαρές επενδύσεις από θετικές 1,2 δισ. ευρώ το 2017 διαμορφώθηκαν σε αρνητικές -1 δισ. ευρώ το 2018.

Για το σύνολο της περιόδου 2011-2019, το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας συρρικνώθηκε κατά -76,5 δισ. ευρώ. Οι θεσμικοί τομείς των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και των νοικοκυριών είχαν την υψηλότερη συνεισφορά στην προαναφερθείσα πτώση. Στον μεν πρώτο οι συνολικές απώλειες συσσωρευμένων παγίων ήταν της τάξης των -37,6 δισ. ευρώ, στο δε δεύτερο -34,6 δισ. ευρώ (κυρίως λόγω μείωσης των επενδύσεων σε κατοικίες).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ