Ανάπτυξη 2,2% το 2019 αλλά και το 2020 για την Ελλάδα “βλέπει” η Κομισιόν

Ανάπτυξη 2,2% για το 2019 αλλά και για το 2020, παρά την επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα, σύμφωνα με τις εαρινές εκτιμήσεις της. Όπως σημειώνει, η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα ενισχύθηκε το 2018, κυρίως λόγω των υψηλών εξαγωγικών επιδόσεων, ενώ εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ θα αυξηθεί το επόμενο διάστημα, παρά το επιδεινούμενο εξωτερικό περιβάλλον, με βοήθεια από τη συνεχιζόμενη βελτίωση στην εσωτερική ζήτηση.

Σύμφωνα με την Κομισιόν, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης σημείωσε πλεόνασμα το 2018 για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και η Ελλάδα προβλέπεται να επιτύχει τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους το 2019 και το 2020. Σε αυτό το πλαίσιο, το δημόσιο χρέος αναμένεται να αρχίσει μια καθοδική πορεία, αν και οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι πρέπει να παρακολουθούνται.

Συγκεκριμένα, η Κομισιόν σημειώνει ότι με την πραγματική αύξηση των εξαγωγών στο 8,7%, η Ελλάδα κατάφερε να ενισχύσει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά τόσο στα αγαθά όσο και στις υπηρεσίες, ενώ οι εισαγωγές παρέμειναν υποτονικές. Ως εκ τούτου, τονίζει πως η ιδιωτική κατανάλωση διατήρησε το momentum και συνέβαλε περαιτέρω στην ανάπτυξη του ετήσιου ΑΕΠ.

Ωστόσο, σημειώνει ότι οι επενδύσεις κατέγραψαν σημαντική οπισθοδρόμηση, κυρίως λόγω της υποεκτέλεσης του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις, κάτι που λειτούργησε επίσης ανασταλτικά για τη δημόσια κατανάλωση και επομένως το ΑΕΠ.

Σε ό,τι αφορά το 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται να ενισχυθεί στο 2,2%, προσθέτοντας πως η επιβράδυνση του εξωτερικού περιβάλλοντος θα έχει αρνητικό αλλά περιορισμένο αντίκτυπο στην εξαγωγική απόδοση της Ελλάδας, λόγω της χαμηλής ελαστικότητας που χαρακτηρίζει τη ζήτηση των βασικών εξαγωγικών αγαθών της χώρας.

Τονίζει, επίσης, ότι ο ανασταλτικός αυτός παράγοντας θα αντισταθμιστεί από την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία κατέγραψε βραχυπρόθεσμη άνοδο μέσω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού.

Στη συνέχεια, η Κομισιόν σημειώνει ότι με δεδομένο πως ο προϋπολογισμός θα εκτελεστεί πλήρως, η δημόσια κατανάλωση και οι δημόσιες επενδύσεις θα υποστηρίξουν την ανάπτυξη, ενώ η ανάπτυξη των ιδιωτικών επενδύσεων αναμένεται να παραμείνει υποτονική. Τονίζει ακόμη ότι η αναμενόμενη αύξηση στην ιδιωτική κατανάλωση και το σύνολο των επενδύσεων αναμένεται να ενισχύσει τη ζήτηση εισαγωγών, και επομένως να μειωθεί η συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην ανάπτυξη.

Για το 2020 η Κομισιόν προβλέπει πως θα σημειωθεί ανάκαμψη στις ιδιωτικές επενδύσεις, παρότι το αυξανόμενο κόστος εργασίας θα συμπιέσει το περιθώριο κερδών κάποιων εταιριών, περιορίζοντας άρα την προοπτική επενδύσεων χωρίς επιπρόσθετη εξωτερική χρηματοδότηση. Αυτή η αύξηση στο κόστος εργασίας προβλέπεται να “μεταφραστεί” σε κάποια απώλεια στην ανταγωνιστικότητας. “Η Ελλάδα, παρ’ όλ’ αυτά αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών”, επισημαίνει η Επιτροπή.

Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, η Κομισιόν σημειώνει ότι η ανάκαμψη συνεχίστηκε το 2018, αλλά αναμένεται κάποια επιβράδυνση, λόγω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού, προσθέτοντας ότι η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,5% το 2019 και 1,3% το 2020, μειώνοντας το ποσοστό ανεργίας στο 16,8% μέχρι το 2020.

Για τον πληθωρισμό τονίζει ότι παρά τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει στο 0,8% το 2019 και το 2020, επισημαίνοντας ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού αναμένεται να έχει ένα μέτριο πληθωριστικό αντίκτυπο τόσο φέτος όσο και το επόμενο έτος.

Ωστόσο, σύμφωνα με την Επιτροπή, παρότι υπάρχει το ενδεχόμενο θετικότερων εξελίξεων (π.χ. η βελτίωση του τραπεζικού δανεισμού να στηρίξει περισσότερο τις ιδιωτικές επενδύσεις), οι προβλέψεις κυριαρχούνται από πτωτικούς κινδύνους που σχετίζονται κυρίως με την επαναλαμβανόμενη υποεκτέλεση του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις και την πιθανότητα η επιβράδυνση στους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στις εξαγωγές.

Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά, η Κομισιόν σημειώνει ότι το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης έφτασε το 1,1% του ΑΕΠ το 2018, καταγράφοντας πλεόνασμα για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Χτίζοντας στη δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα για το 2018 στηρίχθηκε στη σταθερή ανάπτυξη του ΑΕΠ, τη διευρυμένη ανάκαμψη στα φορολογητέα κέρδη και την περαιτέρω μείωση των λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών.

Με βάση λοιπόν την Επιτροπή, η Ελλάδα προβλέπεται να πετύχει τους συμφωνημένους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 και το 2020. Βασικοί λόγοι, όπως αναφέρει, είναι το μεγάλο ακόμα κενό παραγωγικότητας, τα αυξανόμενα οφέλη των προηγούμενων ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων και τα ανώτατα όρια στις δαπάνες υγείας και στις προσλήψεις, που βοηθούν να παραμένει η δυναμική των δαπανών αυτών υπό έλεγχο.

Επιπλέον, επισημαίνει ότι παρότι η συνεχιζόμενη βελτίωση στην εισπραξιμότητα των φορολογικών οφειλών και οι φιλόδοξοι στόχοι των αρχών για την εκκαθάριση αιτήσεων συνταξιοδότησης αποτελούν πιθανές θετικές εξελίξεις, υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι, όπως οι εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν εν μέρει ανατροπή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων και να αυξήσουν τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις. Επιπλέον πίεση εκτιμά η Επιτροπή ότι μπορεί να προέλθει από τις πολιτικές πρωτοβουλίες που επηρεάζουν τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων.

Αναφορικά με το μέτρο μείωσης του αφορολόγητου που έχει συμφωνηθεί για το 2020, που πρόθεση της κυβέρνησης είναι να μην εφαρμοστεί, η Επιτροπή αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, κατά την πάγια τακτική, οι προβλέψεις βασίζονται στην υπόθεση εργασίας ότι τα ανώτατα όρια του προϋπολογισμού θα εκτελεστούν πλήρως, ωστόσο η εν λόγω πρόβλεψη λαμβάνει υπόψη την ανακοίνωση μη εφαρμογής της φορολογικής μεταρρύθμισης το 2020, η οποία θα συζητηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.

Τέλος, σε ό,τι αφορά το χρέος η Κομισιόν αναφέρει πως υπό την υπόθεση μη αλλαγής πολιτικής, το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να φτάσει το 0,5% του ΑΕΠ το 2019, λαμβάνοντας υπόψη και τον θετικό αντίκτυπο από την εφαρμογή των μέτρων για το χρέος που αποφασίστηκαν στις 5 Απριλίου 2019. Ωστόσο, εκτιμά ότι το 2020 προβλέπεται να μειωθεί στο 0,1% του ΑΕΠ, λόγω των αυξανόμενων επιτοκίων και την απουσία πρόβλεψης περαιτέρω μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.

Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση της Κομισιόν καταλήγει ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έφτασε στο υψηλότερο σημείο του στο 181,1% το 2018 και αναμένεται να μειωθεί στο 168,9% του ΑΕΠ το 2020 λόγω της ανάκαμψης και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ