ΙΟΒΕ: Αμετάβλητο το οικονομικό κλίμα τον Μάρτιο

Στάσιμο παρέμεινε το οικονομικό κλίμα τον Μάρτιο, παρά την επιδείνωση των προσδοκιών στη βιομηχανία και στο λιανικό εμπόριο, καθώς η πίεση από τους δύο αυτούς τομείς αντισταθμίστηκε από την έντονη βελτίωση στις κατασκευές και στις υπηρεσίες, αλλά και την περαιτέρω -αν και ελαφρά- ανάκαμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος παραμένει αμετάβλητος τον Μάρτιο, στις 101,3 μονάδες (στην ίδια τιμή με τον Φεβρουάριο) και σε επίδοση που είναι η υψηλότερη από τον Σεπτέμβριο του 2018, και επίσης υψηλότερη έναντι της αντίστοιχης περυσινής επίδοσης (99 μονάδες).

Στη Βιομηχανία και το Λιανικό εμπόριο καταγράφεται επιδείνωση των προσδοκιών, σε αντίθεση με τις Κατασκευές και τις Υπηρεσίες όπου σημειώνεται έντονη βελτίωση. Αντίστοιχα, στην πλευρά των νοικοκυριών, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ανακάμπτει ελαφρά, διατηρώντας τη γενική ανοδική τάση των τελευταίων μηνών. Η σχεδόν συνεχής αυτή άνοδος της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, είναι αναμενόμενη σε προεκλογική περίοδο, με βάση και την εμπειρία από προηγούμενα χρόνια.

Στην πλευρά της παραγωγής, ωστόσο, η μέτρηση αυτού του μήνα επιβεβαιώνει ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη στάση αναμονής καθώς προσεγγίζουμε μια σύνθετη εκλογική διαδικασία (ευρωεκλογών, περιφερειακών και εθνικών).

Πιο συγκεκριμένα, όπως τονίζει το ΙΟΒΕ, μετά την έξοδο, το καλοκαίρι, από το τελευταίο πρόγραμμα, το κλίμα κινείται οριζόντια, άλλοτε με βελτίωση και άλλοτε με επιδείνωση σε επιμέρους κλάδους. Στο διάστημα αυτό ουσιαστικές και μη αναμενόμενες μεταβολές δεν έχουν επέλθει στην οικονομική πολιτική, με εξαίρεση τη διάσταση ορισμένων παροχών και επιδομάτων.

Βέβαια, όπως σημειώνεται, η πρόσφατη έξοδος του ελληνικού δημοσίου στις αγορές κεφαλαίου, με έκδοση 10ετούς ομολόγου, για πρώτη φορά από το 2010 και με επιτόκιο ελαφρώς χαμηλότερο του 4%, αντανακλά την σταδιακά ανερχόμενη εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Όμως, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η χώρα απέχει σημαντικά από την επενδυτική βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης και την ομαλή χρηματοδότησή της, υπάρχει καθυστέρηση στην εφαρμογή της συμφωνίας μετα-μνημονιακής παρακολούθησης, ενώ ταυτόχρονα τα δεδομένα στο ευρωπαϊκό και λοιπό οικονομικό περιβάλλον δείχνουν τάση για σχετική επιδείνωση.

Συνολικά, η συνέχιση της τάσης αναμονής στις προσδοκίες δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη και θα εξαρτηθεί την προσεχή περίοδο από τις επιμέρους αποφάσεις πολιτικής και την εφαρμογή εκκρεμών μεταρρυθμίσεων (όπως για τη διαχείριση “κόκκινων δανείων”, τη διευθέτηση ληξιπρόθεσμων οφειλών στο δημόσιο και άλλα), καθώς και τις εξελίξεις στις δημοσιονομικές επιδόσεις.

Πιο αναλυτικά, ανά κλάδο δραστηριότητας, το ΙΟΒΕ παρατηρεί τα εξής:

– στη Βιομηχανία, το αρνητικό ισοζύγιο των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες και τη ζήτηση βελτιώθηκε ελαφρά, ενώ το ισοζύγιο στις προβλέψεις για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες υποχώρησε, με το δείκτη στις εκτιμήσεις για τα αποθέματα να ενισχύεται

– στις Κατασκευές, οι προβλέψεις για το πρόγραμμα εργασιών των επιχειρήσεων ενισχύονται, ενώ ανοδικά κινήθηκαν και οι προβλέψεις για την απασχόληση

– στο Λιανικό Εμπόριο, οι θετικές εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις εξασθενούν αισθητά, όπως και οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξή τους, ενώ τα αποθέματα φαίνεται να διογκώνονται

– στις Υπηρεσίες, οι εκτιμήσεις για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων, αλλά και οι αντίστοιχες για την τρέχουσα ζήτηση ανακάμπτουν, εξέλιξη που τροφοδοτεί θετικά και τις προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξή της απασχόλησης.

Τέλος, στην Καταναλωτική Εμπιστοσύνη, οι προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώνονται οριακά, όπως επίσης και οι προβλέψεις για τη δική τους οικονομική κατάσταση και για την ανεργία.

Ειδικότερα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης ανέκαμψε τον Μάρτιο, μετά την υποχώρησή του τον προηγούμενο μήνα, και διαμορφώθηκε στις -31,6 (από -33,3) μονάδες. Η άνοδος ήταν ήπια, καθώς δεν υπερέβη την πτώση του Φεβρουαρίου, ωστόσο η ενίσχυση υποστηρίζεται από όλους τους δείκτες οι οποίοι διαμορφώνουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη, αλλά κυρίως από τις λιγότερο απαισιόδοξες προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας, καθώς και την καλυτέρευση εκείνων για μείζονες αγορές.

Όπως σημειώνεται, η μικρή πλέον απόσταση από τις εκλογές του Μαΐου διατηρεί τη συνήθως παρατηρούμενη ευφορία μεταξύ των νοικοκυριών κατά την προεκλογική περίοδο, ενώ η κάμψη της απαισιοδοξίας για την οικονομική κατάσταση της χώρας μάλλον συνδέεται με την έκδοση του 10ετούς ομολόγου στην αρχή του Μαρτίου.

Ωστόσο, οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν οι πλέον απαισιόδοξοι στην ΕΕ, αν και πλέον δεν απέχουν σημαντικά από τα επόμενα πιο απαισιόδοξα νοικοκυριά, εκείνα της Βουλγαρίας (-25,4 από -26,6 μονάδες ο δείκτης). Την πεντάδα των πλέον απαισιόδοξων συμπληρώνουν η Ρουμανία (-13,7 από -14,3), η Ιταλία (-13,1 από -11,8) και η Πορτογαλία (-10,9 από -9,1). Οι μέσοι ευρωπαϊκοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις -7,1 (από -7,2) μονάδες στην ΕΕ και στις -7,2 (από -7,4) μονάδες στην Ευρωζώνη. Ανοδική τάση σημειώθηκε τον Μάρτιο σε 11 χώρες, ενώ θετικό πρόσημο διατηρούν 6 χώρες: η Τσεχία, η Δανία, η Λιθουανία, η Εσθονία, η Πολωνία και η Φινλανδία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ