Τα μηνύματα και οι προειδοποιήσεις Στουρνάρα για την οικονομία

Έτος σημαντικών προκλήσεων για τη χώρα χαρακτηρίζει το 2019 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, όπου περικόπτεται σημαντικά η πρόβλεψη της κεντρικής τράπεζας για τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ φέτος.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο διοικητικής της ΤτΕ,δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, καθώς οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, παραμένουν. Η επιτυχής πορεία της Ελλάδος στη νέα, μετά την κρίση, ευρωπαϊκή κανονικότητα συνεπάγεται δεσμεύσεις για τη διασφάλιση των μέχρι σήμερα επιτευγμάτων, την άσκηση συνετής οικονομικής πολιτικής και τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μέχρι και την ολοκλήρωσή τους”.

Ειδικότερα, η έκθεση της ΤτΕ, παρότι αναγνωρίζει τη βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος και την ενίσχυση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, με κινητήριες δυνάμεις τις εξαγωγές και την ιδιωτική κατανάλωση, τονίζει ότι η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου αλλά και η αυξημένη αβεβαιότητα στο εσωτερικό για την πορεία των μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων παραγόντων, αναμένεται να δράσουν ανασταλτικά για την ανάπτυξη.

Στο πλαίσιο αυτό, η ΤτΕ περικόπτει την πρόβλεψή της για τον ρυθμό αύξηση του ΑΕΠ στο 1,9% φέτος από 2,3% προηγουμένως, αρκετά χαμηλότερα από τον στόχο του κρατικού προϋπολογισμού που κάνει λόγο για ανάπτυξη 2,5%.

Η ΤτΕ προσθέτει, δε, ότι καθώς η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, ενισχύεται ο κίνδυνος επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και δημοσιονομικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η οικονομική αβεβαιότητα. Ελλοχεύει συνεπώς ο κίνδυνος ανατροπής της σημαντικής προόδου που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το μέτωπο της ανάπτυξης, η έκθεση της ΤτΕ σημειώνει ότι η αναπτυξιακή δυναμική δεν έχει ακόμη εδραιωθεί επαρκώς, όπως αποτυπώνεται από τον αρνητικό ρυθμό μεταβολής των επενδύσεων, το αρνητικό ποσοστό αποταμίευσης επί του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και το ακόμη υψηλό-παρά τη μείωσή του- ποσοστό ανεργίας. Επιπλέον, ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική δρα η συνεχιζόμενη περικοπή του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, αναφέρεται ότι για το 2019 προβλέπεται η εφαρμογή μιας επεκτατικής δέσμης δημοσιονομικών μέτρων ύψους περίπου 0,6% του ΑΕΠ, μερικώς αντισταθμιζόμενης από τη μείωση των δαπανών του ΠΔΕ κατά 0,3% του ΑΕΠ, με την ΤτΕ ωστόσο να προειδοποιεί ότι χρήζει ιδιαίτερης προσοχής ο δημοσιονομικός κίνδυνος που ελλοχεύει από ενδεχόμενες πιέσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική επέκταση εν όψει του εκλογικού κύκλου.

Αναφορικά με το τραπεζικό σύστημα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος προειδοποιεί ότι, παρά τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου και τις δράσεις των τραπεζών για τη μείωση των κόκκινων δανείων, το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, κάτι που αποτελεί και το βασικό πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, τον Δεκέμβριο του 2018 τα ΜΕΔ διαμορφώθηκαν σε 81,8 δισ. ευρώ (ή 45,4% του συνόλου των δανείων), μειωμένα κατά περίπου 12,7 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2017 και κατά 25,4 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Σημαντική συμβολή στη μείωση των ΜΕΔ είχαν οι διαγραφές και οι πωλήσεις δανείων, καθώς και οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων, ενώ οι τράπεζες έχουν ήδη δρομολογήσει συμφωνίες για περαιτέρω αύξηση του ύψους των πωλήσεων.

Τονίζεται, δε, ότι η επιτυχής επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία στην προσπάθειά της να επιτύχει διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, λόγω δομής και μεγέθους, αλλά και των νοικοκυριών, γίνεται κυρίως μέσω τραπεζικού δανεισμού.

Κίνδυνοι και πηγές αβεβαιότητας

Παρ’ όλη, όμως, τη θετική πρόοδο που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα και καταγράφεται σε σημαντικά οικονομικά μεγέθη, διαμορφώνοντας ευνοϊκές προοπτικές για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ επισημαίνει ότι οι κίνδυνοι, εγχώριοι και εξωτερικοί, παραμένουν.

Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, όπως σημειώνεται, κίνδυνοι μπορεί να προκύψουν από ενδεχόμενη περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας το 2019 λόγω της αύξησης του εμπορικού προστατευτισμού, γεωπολιτικών κινδύνων και ευπαθειών στις αναδυόμενες οικονομίες. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και με το ενδεχόμενο μιας μη συντεταγμένης αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit), η οικονομική αβεβαιότητα επιτείνεται.

Η επιβράδυνση, δε, της ευρωπαϊκής οικονομίας αποτελεί σημαντική πηγή ανησυχίας που, σε συνδυασμό με την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με το Brexit, ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην άνοδο των ελληνικών εξαγωγών και του τουρισμού.

Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η ενδεχόμενη καθολική εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα. Και τούτο διότι η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

Αυτός, όμως, δεν είναι ο μόνος κίνδυνος που εντοπίζει ο διοικητής της ΤτΕ στην έκθεσή του. Στους εγχώριους κινδύνους που ενδέχεται να επηρεάσουν την πορεία της οικονομίας περιλαμβάνονται, επίσης, η υψηλή φορολόγηση και γενικότερα το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής, καθώς και τυχόν ανάκληση μεταρρυθμίσεων ή καθυστερήσεις στην υλοποίησή τους.

Επιπλέον, στην αγορά εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα της χώρας σε όρους σχετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας.

Όπως σημειώνεται, παρεμβάσεις με ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης μπορούν να αμβλύνουν τις δυσμενείς επιδράσεις, ενώ η αποτελεσματικότερη εποπτεία της αγοράς εργασίας μπορεί να αποτρέψει τον κίνδυνο αύξησης της αδήλωτης εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αύξηση του μέσου μισθού πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να διασφαλιστούν τα οφέλη σε όρους ανταγωνιστικότητας και ανόδου της απασχόλησης από την επίπονη μεταρρυθμιστική προσπάθεια από το 2010 μέχρι σήμερα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ