“Καμπανάκι” από Δημοσιονομικό Συμβούλιο για επενδύσεις και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Ετήσια μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 1,9% το 2018 αναμένει το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεσή του για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές εξελίξεις, όπου τονίζει ότι, αν και είναι ελαφρώς χαμηλότερη από τον “στόχο” του υπουργείου Οικονομικών (2,1%), είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί από το 2007.

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, επισημαίνει την κάμψη που σημειώθηκε το προηγούμενο έτος στο μέτωπο των επενδύσεων, τονίζοντας ότι η συνεισφορά τους στη διαμόρφωση του ΑΕΠ παραμένει χαμηλή, ενώ χαρακτηρίζει “ανησυχητική” την αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Ειδικότερα, στην τριμηνιαία έκθεσή του το Δημοσιονομικό Συμβούλιο αναφέρει ότι το ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 1,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2018 έναντι του αντιστοίχου τριμήνου του 2017, με αποτέλεσμα να αναμένεται ετήσια μεγέθυνση της τάξης του 1,9% για το 2018. Η επίδοση αυτή είναι ελαφρώς χαμηλότερη από το “στόχο” του υπουργείου Οικονομικών (στόχος για 2,1% ετήσια μεγέθυνση), ωστόσο είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί από το 2007.

Η θετική μεταβολή, όπως σημειώνει, οφείλεται κατά βάση στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και στην ταχύτερη αύξηση των εξαγωγών σε σχέση με τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, οδηγώντας σε περιορισμό του ελλείμματος κατά 2,5 δισ. ευρώ περίπου (μεταβολή σε πραγματικούς όρους έτους αναφοράς 2010, αλυσωτοί δείκτες όγκου).

Πιο αναλυτικά, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο αναφέρει ότι το 2018, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1,1%, στηριζόμενη κυρίως στην αύξηση της απασχόλησης που συντελέστηκε το 2018 και στην εν γένει βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Στις θετικές εξελίξεις καταγράφεται, επίσης, η σημαντική άνοδος της αξίας των εξαγωγών κατά 8,7%, η οποία οφείλεται σχεδόν εξίσου σε αύξηση εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (κυρίως τουρισμός). Η αύξηση των εισαγωγών αποδίδεται κατά βάση σε αύξηση των εκροών για υπηρεσίες.

Ωστόσο, τονίζει ότι η κάμψη των επενδύσεων (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) προβληματίζει, ειδικά όταν οι προοπτικές για διατηρήσιμη μεγέθυνση -περί το 2%- τα επόμενα χρόνια στηρίζονται στο σενάριο ισχυρής ετήσιας αύξησης των επενδύσεων άνω του 10%. Επίσης, σημειώνει ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι επενδύσεις παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο, με τo ύψος τους να υπολείπεται σημαντικά του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ είναι χαμηλότερο και σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που εξήλθαν από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής.

Το γεγονός, πάντως, ότι η κάμψη εντός του 2018 οφείλεται αποκλειστικά στις δύο κατηγορίες -“Άλλες Κατασκευές” (κυρίως πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων) και “Μεταφορικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα” (κυρίως εισαγωγές πλοίων)- αφήνουν, όπως αναφέρει, περιθώρια αισιοδοξίας για ανάκαμψη του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου εντός του 2019.

Σε ό,τι αφορά την απασχόληση, η έκθεση σημειώνει ότι η βελτίωση στην αγορά εργασίας καθ’ όλη τη διάρκεια του 2018 ήταν σταθερή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τον Δεκέμβριο του 2018 το εποχικά προσαρμοσμένο ποσοστό ανεργίας περιορίστηκε σε 18% έναντι 18,3% του προηγούμενου μήνα και 20,8% του Δεκεμβρίου του 2017. Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.868 χιλ., αυξημένος κατά 107 χιλ. (+2,8%) σε σχέση με το 2017 και ο αριθμός των ανέργων περιορίστηκε σε 852 χιλ., μειωμένος κατά 138 χιλ. (-14%) σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2017. Επίσης, μειώθηκε ο αριθμός των οικονομικά μη ενεργών ατόμων κατά 9 χιλ.(-0,3%) και διαμορφώθηκε στις 3.237 χιλ.

Προσθέτει, δε, ότι κατά το 2018, οι προσλήψεις εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ανήλθαν σε 2.668.923 και οι απολύσεις/αποχωρήσεις σε 2.527.920. Επομένως, το ισοζύγιο των ροών μισθωτής απασχόλησης ήταν θετικό για έκτη συνεχόμενη χρονιά και διαμορφώθηκε σε 141.003 νέες θέσεις εργασίας, ελαφρώς μειωμένο σε σχέση με το 2017 κατά 2.542 θέσεις. Η θετική εικόνα του ισοζυγίου διατηρείται, μάλιστα, κατά το πρώτο δίμηνο του 2019, με τις νέες θέσεις εργασίας να ανέρχονται σε 5.507 έναντι 86 της αντίστοιχης περιόδου του 2018. Ειδικότερα, κατά το μήνα Φεβρουάριο, θετικό ισοζύγιο εμφάνισαν κυρίως οι κλάδοι των υπηρεσιών εστίασης (+6.429) και των καταλυμάτων (+2.931).

Παράλληλα, η έκθεση σημειώνει ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος βελτιώθηκε τον μήνα Φεβρουάριο του 2019, μετά από μικρή πτώση που κατέγραψε τον Ιανουάριο και διαμορφώθηκε στις 101,3 μονάδες. Πάντως, τονίζει ότι η τιμή του δείκτη για το μήνα Φεβρουάριο παραμένει χαμηλότερη σε σύγκριση με τα αντίστοιχα επίπεδα του προηγούμενου έτους. Στις θετικές τάσεις του τελευταίου μήνα συμβάλλει η βελτίωση στο ισοζύγιο προσδοκιών στις Υπηρεσίες και στη Βιομηχανία, ενώ παρά τις βελτιώσεις, τα ισοζύγια Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης και Επιχειρηματικών Προσδοκιών στις Κατασκευές παραμένουν σε αρνητικό πεδίο.

Σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εκφράζει την ανησυχία του για την αύξηση του ελλείμματος το 2018, στα 5.276 εκατ. ευρώ (2,9% του ΑΕΠ), κατά 2.116 εκατ. ευρώ υψηλότερα σε σχέση με το 2017 (έλλειμμα 1,8% του ΑΕΠ). Όπως τονίζει, η επιδείνωση αυτή οφείλεται στις αυξήσεις των ελλειμμάτων των ισοζυγίων αγαθών και πρωτογενών εισοδημάτων κατά 2.655 εκατ. ευρώ και 871 εκατ. ευρώ αντίστοιχα, οι οποίες μερικώς μόνο αντισταθμίστηκαν από την αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών κατά 1.309 εκατ. ευρώ και τη μείωση του ελλείματος του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων κατά 101 εκατ. ευρώ.

Παράλληλα, σημειώνει ότι οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις, παρότι διατηρήθηκαν σε σχετικά υψηλό επίπεδο και ανήλθαν στα 3.640 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 442 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι (+13,8%), με την επίδοση αυτή είναι η υψηλότερη της τελευταίας 12ετίας, ωστόσο παραμένουν χαμηλές ως ποσοστό του ΑΕΠ (περί το 2%).

Για το πρωτογενές πλεόνασμα του Κρατικού Προϋπολογισμού (ΚΠ), την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2018, σημειώνεται ότι διαμορφώθηκε σε 3.237 εκατ. ευρώ έναντι 1.941 εκατ. ευρώ την περυσινή χρονιά και έναντι στόχου 3.603 εκατ. ευρώ. Όπως αναφέρει η έκθεση, η απόκλιση ως προς τον στόχο προήλθε αποκλειστικά: α)από την υστέρηση που παρουσίασαν οι εισροές από την ΕΕ για το Π∆Ε και β) από τις μειωμένες εισπράξεις εσόδων αποκρατικοποιήσεων, αφού το συμφωνηθέν ποσό των 1.115 εκατ. ευρώ (καθαρό έσοδο αποκρατικοποιήσεων) που αφορά την 20ετή επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών “Ελευθέριος Βενιζέλος” εισπράχθηκε εν τέλει στις 22 Φεβρουαρίου του 2019, και όχι εντός του 2018, όπως είχε προβλεφθεί.

Αντίθετα, ο Τακτικός Προϋπολογισμός (πλην εσόδων αποκρατικοποιήσεων) εκτελέστηκε κατά κανόνα εντός στόχων κατά τη διάρκεια του 2018. Την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2018, το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης, σε ταμειακή βάση, ανήλθε σε 3,05% του ΑΕΠ, έναντι πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,45% του ΑΕΠ, την αντίστοιχη περίοδο του 2017. Η συρρίκνωση αυτή του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με πέρυσι οφείλεται σχεδόν εξολοκλήρου στα έσοδα από “Πωλήσεις μη χρηματοοικονομικών παγίων”. Το ποσό των 1.258 εκατ. ευρώ που εισπράχθηκε το 2017 σε αυτή την κατηγορία αφορά κατά βάση έσοδα από την παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport (ιδιωτικοποιήσεις), τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό του πρωτογενούς αποτελέσματος σε όρους “Ενισχυμένης Εποπτείας”.

Ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα σε όρους “ενισχυμένης εποπτείας”, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, αυτό εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 2018 τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ, μετά και από την καταβολή κοινωνικού μερίσματος σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, ύψους 769 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2018.

Αναφορικά με το πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού το τρέχον έτος, σημειώνει ότι τον Ιανουάριο του 2019 παρουσιάζει επιδείνωση σε σχέση με το 2018 λόγω της μεγάλης μείωσης των εισροών του Π∆Ε, ενώ και οι δαπάνες για παροχές σε εργαζομένους είναι αυξημένες κυρίως λόγω της καταβολής του ποσού των 321 εκατ. ευρώ για πληρωμές εφάπαξ χρηματικών ποσών, τα οποία αφορούν αναδρομικά σε συνταξιούχους και εν ενεργεία δημόσιους λειτουργούς (στρατιωτικούς, ιατρούς, πανεπιστημιακούς, δικαστικούς).

Ωστόσο, προσθέτει ότι το πρωτογενές αποτέλεσμα του πρώτου μήνα του 2019 κατέγραψε σημαντική βελτίωση ως προς το στόχο καθώς η προβλεπόμενη πίστωση για πληρωμές εφάπαξ χρηματικών ποσών ήταν πολύ υψηλότερη (982 εκατ. ευρώ). Τέλος, μειωμένο κατά 473 εκατ. ευρώ εμφανίζεται τον Ιανουάριο του 2019 το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2018, αντικατοπτρίζοντας την επιδείνωση των μεγεθών του προϋπολογισμού. Αντίθετα, διευρυμένα πλεονάσματα κατέγραψαν οι ΟΚΑ, οι ΟΤΑ και οι λοιποί φορείς της Κεντρικής Κυβέρνησης.

Σε ό,τι αφορά τις συνολικές ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, τονίζεται ότι τον Ιανουάριο του 2019, αυτές (συμπεριλαμβανομένων των εκκρεμών επιστροφών φόρων) ανήλθαν σε 2.068 εκατ. ευρώ, οριακά αυξημένες σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ παρόμοια είναι η μεταβολή που παρατηρείται στο συσσωρευμένο υπόλοιπο ληξιπρόθεσμων οφειλών της Γενικής Κυβέρνησης (1.580 εκατ. έναντι 1.537 εκατ. ευρώ).

Όπως τονίζεται, σε ετήσια βάση καταγράφεται σημαντική αποκλιμάκωση του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων αποδιδόμενη κυρίως στην μείωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης κατά 884 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο τμήμα της μείωσης αυτής (496 εκατ. ευρώ), επετεύχθη έως τον Αύγουστο του 2018, επικουρούμενο από εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ESM) αποκλειστικά για την πλήρη εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του 3ου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.

Ωστόσο, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο επισημαίνει ότι παρά τη σημαντική συρρίκνωση του αποθέματος ληξιπρόθεσμων τα τελευταία έτη, δεν κατέστη δυνατή η πλήρης εκκαθάρισή τους, ούτε τον Αύγουστο του 2018 όπως αρχικά είχε τεθεί, αλλά ούτε μέχρι τον Φεβρουάριο του 20192. Πρόκειται για μία ανοιχτή πρόκληση προς τη δημοσιονομική διαχείριση για το τρέχον έτος.

Τονίζεται ότι η εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων του ελληνικού δημοσίου παραμένει αυξητική, γεγονός που αποδίδεται τόσο στην σύνθεση του παλαιού ληξιπρόθεσμου κεφαλαίου όσο και στην συνεχιζόμενη υστέρηση των εισπράξεων έναντι των νέων ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, αλλά η υστέρηση αυτή συνεχίζει να καταγράφει φθίνοντα ρυθμό, με τις ετήσιες επιδόσεις, τόσο από πλευράς εισπράξεων όσο και από πλευρά δημιουργίας νέου ληξιπρόθεσμου χρέους, να είναι σε υψηλό πενταετίας (2014-2018).

Συγκεκριμένα, σταθερά πτωτική τάση καταγράφει και το 2018, το νέο ληξιπρόθεσμο χρέους το οποίο ανήλθε σε 9.148 εκατ. ευρώ, μειωμένο κατά σε 1.727 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2017. Η ετήσια αυτή μεταβολή είναι η υψηλότερη στην πενταετία, ενώ η σωρρευτική μείωση σε σχέση με το 2014 υπολογίζεται σε 4.620 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, περαιτέρω βελτίωση καταγράφεται το 2018 και στις συνολικές εισπράξεις έναντι παλαιού και νέου ληξιπρόθεσμου χρέους, οι οποίες ανήλθαν σε 5.518 εκατ. ευρώ. Το ύψος των εισπράξεων το 2018 είναι αυξημένο κατά 408 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ η επίδοση αυτή είναι πολλαπλάσια σε σχέση με τα έτη 2014 και 2015. Τονίζει, μάλιστα, ότι οι βελτιωμένες εισπρακτικές επιδόσεις το 2018 συγκαταλέγονται στις αιτίες επίτευξης του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2018.

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά κάνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο για την σημαντική κάμψη που κατέγραψε τις τελευταίες βδομάδες η απόδοση των ελληνικών ομολόγων, η οποία διαμορφώνεται πλέον στο 3,8%. Όπως σημειώνει, οι θετικές μακροοικονομικές επιδόσεις, τις οποίες οι διεθνείς οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης εκτιμούν ότι θα διατηρηθούν τα επόμενα χρόνια, η συνέχιση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και ο κατευνασμός της διαμάχης της Ιταλικής κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι παράγοντες οι οποίοι έχουν συνδράμει στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων.

Προσθέτει, πάντως, ότι οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εξακολουθούν να είναι σημαντικά υψηλότερες των αντίστοιχων τίτλων των ευρωπαϊκών οικονομιών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ