Eurobank: Έμφαση στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας

Κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής η Ελλάδα ανέκτησε μέρος της απωλεσθείσας ανταγωνιστικότητάς της, ωστόσο η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνεχίζει να καταγράφει υποχώρηση, αναφέρει στην εβδομαδιαία ανάλυσή της η Eurobank.

Ως εκ τούτου, η τράπεζα τονίσει ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής καθώς αποτελεί το “κλειδί” για τη μακροπρόθεσμη πορεία των εξαγωγών, η αύξηση των οποίων αποτελεί προϋπόθεση για την αλλαγή του υποδείγματος μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και την είσοδό της σε ένα μονοπάτι ανάπτυξης χωρίς υψηλά ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών.

Όπως σημειώνει η τράπεζα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο μέσος όρος του ετήσιου πληθωρισμού στην Ελλάδα (βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή – ΕνΔΤΚ) το 2018 διαμορφώθηκε στο 0,8% από 1,1% το 2017. Η εν λόγω επιβράδυνση προήλθε από την επίδραση δύο αντίθετων δυνάμεων.

Από τη μια πλευρά η μείωση της επίδρασης βάσης από την αύξηση της έμμεσης φορολογίας το 2017 επέδρασε πτωτικά, και από την άλλη, η αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου επέδρασε αυξητικά. Η επίδραση της πρώτης δύναμης υπεραντιστάθμισε το αντίστοιχο μέγεθος της δεύτερης και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα το 2018 κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ).

Ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στις 6 από τις 12 ομάδες αγαθών και υπηρεσιών που συνθέτουν τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) σημείωσε, σύμφωνα με τα στοιχεία, επιβράδυνση το 2018. Πιο αναλυτικά, ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην κατηγορία των αλκοολούχων ποτών και καπνού παρουσίασε την υψηλότερη πτώση, από 6,5% το 2017 στο 2,9% το 2018, και ακολούθησαν οι παρακάτω ομάδες αγαθών και υπηρεσιών: στέγαση (από 1,8% το 2017 στο -0,3% το 2018), μεταφορές (από 3,1% το 2017 στο 2,0% το 2018), αναψυχή και πολιτιστικές δραστηριότητες (από -0,6% το 2017 στο -1,1% το 2018), ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια (από 2,2% το 2017 στο 1,9% το 2018) και εκπαίδευση (από -0,1% το 2017 στο -0,2% το 2018).

Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στις κατηγορίες της διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (από 0,2% το 2017 στο 0,4% το 2018), της ένδυσης και υπόδησης (από -1,1% το 2017 στο -0,9% το 2018), των άλλων αγαθών και υπηρεσιών (από -1,5% το 2017 στο -0,9% το 2018), των διαρκών αγαθών, ειδών νοικοκυριού και υπηρεσιών (από -2,9% το 2017 στο -1,7% το 2018), των επικοινωνιών (από 1,7% το 2017 στο 3,0% το 2018) και της υγείας (από -2,1% το 2017 στο 0,5% το 2018).

Εν κατακλείδι, σημειώνει η Eurobank, έπειτα από 4 χρόνια αποπληθωριστικών πιέσεων (2013 -0,9%, 2014 -1,4%, 2015 -1,1% και 2016 0,0%), ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός στην Ελλάδα παρέμεινε σε θετικό έδαφος για δεύτερο έτος στη σειρά το 2018. Ο πυρήνας του ΕνΔΤΚ με σταθερούς φόρους σημείωσε οριακή αύξηση 0,2% το 2018 από οριακή πτώση -0,1% το 2017.

Σύμφωνα με τη Eurobank, τα εν λόγω πολύ χαμηλά επίπεδα του πυρήνα πληθωρισμού ερμηνεύονται σε έναν βαθμό από το υψηλό παραγωγικό κενό της ελληνικής οικονομίας (δυνητικό ΑΕΠ > πραγματοποιηθέν ΑΕΠ).

Επιπροσθέτως, η απόκλιση ανάμεσα στον μέσο ετήσιο πληθωρισμό της Ελλάδος και της Ευρωζώνης, διατηρήθηκε σε αρνητικό έδαφος για έβδομο συνεχές έτος το 2018, με τη μέση ετήσια απόκλιση (2012-2018) να διαμορφώνεται στις -1,2 ποσοστιαίες μονάδες (ΠΜ). Ως γνωστόν, είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος συνεχούς θετικής απόκλισης ανάμεσα στον μέσο ετήσιο πληθωρισμό της Ελλάδος και της Ευρωζώνης (μέση ετήσια απόκλιση της τάξης των +1,5 ΠΜ την περίοδο 1997-2011) με αποτέλεσμα την απώλεια ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση του εξωτερικού ελλείμματος της ελληνικής οικονομίας.

Σύμφωνα με τη Eurobank, είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι το προαναφερθέν μονοπάτι αντιστράφηκε κατά τη διάρκεια των τριών Προγραμμάτων Οικονομικής Προσαρμογής, με την ελληνική οικονομία να ανακτά ένα μέρος της απωλεσθείσας ανταγωνιστικότητας, κυρίως σε όρους μοναδιαίου κόστους εργασίας αλλά και σε όρους γενικού επιπέδου των τιμών.

Ωστόσο, σημειώνει ότι η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας έναντι των εμπορικών της εταίρων είναι συνάρτηση πολλών μεταβλητών και όχι μόνο του κόστους εργασίας και του γενικού επιπέδου των τιμών. Επί παραδείγματι, όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής (Δεκέμβριος 2018), η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (π.χ. έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας) εξακολουθεί να βρίσκεται σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και τα δύο τελευταία χρόνια παρουσιάζει υποχώρηση.

Το εν λόγω πεδίο, σύμφωνα με την τράπεζα, ήτοι της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής καθώς θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη μακροπρόθεσμη πορεία των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Η διατήρηση της τελευταίας σε υψηλά επίπεδα αποτελεί σημαντική συνθήκη για την αλλαγή του υποδείγματος μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και την είσοδό της σε ένα μονοπάτι ανάπτυξης χωρίς υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ