Κομισιόν: Τα μέτρα θα καθορίσουν την ανάπτυξη του 2019

Ελαφρώς υψηλότερη ανάπτυξη φέτος, αλλά χαμηλότερη το 2019 “βλέπει” η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα στις φθινοπωρινές προβλέψεις της, αν και σημειώνει ότι το πακέτο μέτρων που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις Αθήνας-Θεσμών για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη 2,3%, ποσοστό που ευθυγραμμίζεται με τις προηγούμενες προβλέψεις της.

Αναλυτικότερα, στην έκθεσή της για την Ελλάδα, η Κομισιόν αναφέρει ότι μετά από ένα ισχυρό πρώτο τρίμηνο με ετήσια ανάπτυξη 2,5% το ΑΕΠ της Ελλάδας υποχώρησε στο δεύτερο τρίμηνο στο 1,8%. Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε δυναμικά για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο, σημειώνοντας τριμηνιαία άνοδο 0,6% το δεύτερο τρίμηνο, ενώ ισχυρή τριμηνιαία αύξηση κατά 3,9% κατέγραψαν και οι εξαγωγές, κυρίως λόγω των υπηρεσιών. Ωστόσο οι εισαγωγές ανέκαμψαν σημαντικά, οπότε ο συνολικός αντίκτυπος των εξαγωγών στην ανάπτυξη ήταν αρνητικών. Οι επενδύσεις παρέμειναν στάσιμες, ενώ η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε.

«Κλειδί» η δέσμευση στις μεταρρυθμίσεις

Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι τρέχουσες προβλέψεις βασίζονται στην παραδοχή ότι δεν θα αλλάξει η δημοσιονομική πολιτική για το 2019 και το 2020, κάτι που αναμένεται να οδηγήσει σε πρωτογενές πλεόνασμα 3,9% του ΑΕΠ φέτος (με βάση τους ορισμούς του προγράμματος του ESM).

Ωστόσο, σημειώνει ότι οι διαπραγματεύσεις για τον προϋπολογισμό του 2019 βρίσκονται σε εξέλιξη και εκτιμά ότι το τελικό πακέτο μέτρων θα οδηγήσει σε πρωτογενές αποτέλεσμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2019. Στην περίπτωση αυτή, σημειώνει ότι η πραγματική ανάπτυξη θα είναι υψηλότερη και μπορεί να φτάσει το 2,3% του ΑΕΠ το 2019-2020, ποσοστό που ευθυγραμμίζεται με τις προηγούμενες προβλέψεις της.

Για το 2018, η Κομισιόν σημειώνει ότι η πρόβλεψη για το ΑΕΠ αναθεωρείται ελαφρώς ανοδικά στο 2% από 1,9% προηγουμένως, εξαιτίας της βελτιωμένης δυναμικής στην κατανάλωση. Ωστόσο, προσθέτει ότι οι επενδύσεις αναμένεται να συρρικνωθούν φέτος, καθώς η ανάκαμψη των κατασκευών θεωρείται μη επαρκής για να εξισορροπήσει τη συρρίκνωση στις επενδύσεις εξοπλισμού. Σημειώνει επίσης ότι τα μερίδια εξαγωγών της Ελλάδας έχουν αρχίσει να αυξάνονται μετά από αρκετά χρόνια υποχώρησης, ενώ εξαιτίας της μείωσης των επενδύσεων οι εισαγωγές ήταν λιγότερες απ’ όσο αναμένονταν, συνεπώς οι εξαγωγές αναμένεται να είναι ο κύριος συντελεστής ανάπτυξης φέτος.

Με βάση την παραδοχή μη αλλαγής της δημοσιονομικής πολιτικής, η Κομισιόν προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα διατηρηθεί στο 2% το 2019 και το 2020. Οι επενδύσεις αναμένεται να αποτελέσουν σημαντική κινητήρια δύναμη ανάπτυξης, καθώς οι δομικές μεταρρυθμίσεις αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς, υπό την προϋπόθεση ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα παραμείνει ισχυρή και μετά το πρόγραμμα. Οι εισαγωγές αναμένεται να αυξηθούν καθώς θα ανακάμπτουν οι επενδύσεις και το εξαγωγικό εμπόριο αναμένεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο.

Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, τονίζει ότι η ανάκαμψη συνεχίζεται. Η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,8% φέτος, με αποτέλεσμα η ανεργία να υποχωρήσει κάτω από το 17% ως το 2020. Ο πληθωρισμός αναμένεται να φτάσει το 0,8% το τρέχον έτος, και να ενισχυθεί περαιτέρω το 2019, καθώς το κενό παραγωγής κλείνει και οι τιμές της ενέργειας αυξάνονται. Με την αναμενόμενη υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου το 2020, ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί. Τέλος, οι πραγματικοί μισθοί θα αυξηθούν σταδιακά, ευθυγραμμιζόμενη με τα κέρδη στην παραγωγικότητα.

Οι προβλέψεις βασίζονται επίσης στην παραδοχή ότι θα διατηρηθεί η δυναμική στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, παρέχοντας αξιοπιστία και καλό επενδυτικό κλίμα. Στα πτωτικά ρίσκα, σύμφωνα με την Κομισιόν, περιλαμβάνονται αποκλίσεις στην πολιτική της χώρας καθώς και αρνητικές εξελίξεις που σχετίζονται με τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την γεωπολιτική.

Ραγδαία μείωση του δημοσίου χρέους

Σε ό,τι αφορά το Δημόσιο Χρέος, η Κομισιόν εκτιμά ότι η Ελλάδα θα εμφανίσει ρεκόρ πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018, για τρίτο συνεχόμενο έτος.

Όπως σημειώνει, με βάση τη δημοσιονομική προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα για το 2018 αναμένεται επίσης να επωφεληθεί από τη σταθερή ανάπτυξη των μακροοικονομικών βάσεων, την ευρεία ανάκαμψη των φορολογητέων κερδών και την αύξηση των τιμών της ενέργειας. Ως συνήθως, η πρόβλεψη προϋποθέτει πλήρη χρησιμοποίηση των ανώτατων ορίων δαπανών. Η υποαπορρόφηση θα βελτίωνε την πορεία του 2018 πέρα από αυτό που προβλέπεται σήμερα.

Με βάση την παραδοχή μη αλλαγής πολιτικής, η Ελλάδα αναμένεται να υπερβεί τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα το 2019 και το 2020 που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο. Βασικοί “οδηγοί” για το αναδυόμενου δημοσιονομικού χώρου είναι το ακόμη μεγάλο “κενό” στην οικονομική παραγωγή, τα αυξανόμενα οφέλη των προηγούμενων συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων και τα όρια στις δαπάνες υγείας και στις νέες προσλήψεις, που συμβάλλουν ώστε να διατηρείται υπό έλεγχο η δυναμική των δαπανών.

Η πρόβλεψη στο ενδεχόμενη μη αλλαγής πολιτικής προϋποθέτει πως η εφαρμογή του μεταμνημονιακού πακέτου που νομοθετήθηκε το 2017 θα τεθεί σε ισχύ το 2019 και το 2020, με γενικά δημοσιονομικά ουδέτερο τρόπο. Οι αρχές έχουν επαναλάβει τη δέσμευσή τους να επιτύχουν τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018. Ταυτόχρονα, το προσχέδιο προϋπολογισμού της Ελλάδας καταδεικνύει την πρόθεση της κυβέρνησης να αντικαταστήσει τα μέτρα που προ-νομοθετήθηκαν για το 2019 με ένα εναλλακτικό πακέτο πολιτικής. Το ύψος και ο σχεδιασμός του συμβιβαστικού πακέτου παραμένουν υπό συζήτηση και δεν έχουν συμπεριληφθεί στην τρέχουσα πρόβλεψη.

Ενώ οι συνεχείς βελτιώσεις στην είσπραξη φόρων αντιπροσωπεύουν ένα ανοδικό ρίσκο, υπάρχουν επίσης σημαντικά πτωτικά ρίσκα, σημειώνει η Κομισιόν, όπως οι συνεχιζόμενες δικαστικές υποθέσεις, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια μερική ανάκληση παλαιότερων μεταρρυθμίσεων και να οδηγήσουν σε αύξηση των δημοσιονομικών υποχρεώσεων. Πρόσθετες πιέσεις θα μπορούσαν να προκύψουν από νέες πρωτοβουλίες πολιτικής που θα επηρεάζουν το δημόσιο μισθολογικό κόστος.

Συνολικά, υπό την παραδοχή ότι δεν θα μεταβληθεί η πολιτική, η Κομισιόν εκτιμά ότι το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης θα παραμείνει σταθερό στο 0,6% του ΑΕΠ κατά τον προβλεπόμενο ορίζοντα. Ενόψει της προβλεπόμενης μείωσης του “κενού” στην οικονομική παραγωγή, το διαρθρωτικό ισοζύγιο προβλέπεται να μειωθεί σταδιακά από περίπου 4% του ΑΕΠ το 2018 στο 1,5% του ΑΕΠ το 2020. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αναμένεται στο ανώτατο επίπεδο του 182,5% φέτος και να μειωθεί στο 167,4% του ΑΕΠ μέχρι το 2020, λόγω των προβλέψεων για ανάκαμψη της ανάπτυξης και για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ