Πού διαφωνεί το ΙΝΣΕΤΕ με τη μελέτη της ΕΣΕΕ για τον αντίκτυπο του τουρισμού στο λιανικό εμπόριο

Τη διαφωνία του με αρκετά από τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείωμα της ΕΣΕΕ για την τουριστική κίνηση και τις επιπτώσεις στο λιανεμπόριο εκφράσει το ΙΝΣΕΤΕ (Ινστιτούτο ΣΕΤΕ).

Αν και συμφωνεί με την άποψη ότι ο τουρισμός αποτελεί μια από τις «ατμομηχανές» της ελληνικής οικονομίας με εξαιρετικά σημαντικά οφέλη για το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, τονίζοντας τον σημαντικό ρόλο του εμπορίου στην οικονομία και την απασχόληση, το ΙΝΣΕΤΕ επισημαίνει ότι αρκετά από τα στοιχεία που αναφέρονται στο σημείωμα της ΕΣΕΕ έχουν παρερμηνευτεί ή δεν αποτυπώνουν επακριβώς την πραγματικότητα.

Ειδικότερα, η πρώτη ένσταση του Ινστιτούτου σχετίζεται με την αναφορά της ΕΣΕΕ για το all inclusive. Συγκεκριμένα στο σημείωμά της η ΕΣΕΕ αναφέρει: «…το λιανικό εμπόριο αποτελεί έναν από τους κλάδους που αναπτύσσει ιστορικά οργανική σύνδεση με την τουριστική δραστηριότητα. Όμως, τα τελευταία χρόνια, για μια σειρά από λόγους (περιορισμένο τουριστικό εισόδημα, κατίσχυση υποδείγματος all inclusive κ.ά.), η σύνδεση αυτή παρουσιάζει σημαντικές υστερήσεις που σε μεγάλο βαθμό θολώνουν την άκρως θετική πορεία της τουριστικής δραστηριότητας».

Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, ο ισχυρισμός ότι το υπόδειγμα all inclusive θολώνει την θετική πορεία και τα γενικότερα οφέλη της τουριστικής δραστηριότητας δεν ευσταθεί. Δύο (2) πρόσφατες μελέτες -η μια του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ- δείχνουν ότι οι πελάτες All Inclusive δαπανούν στο λιανεμπόριο παρόμοια ή και υψηλότερα ποσά από αυτά που δαπανούν οι άλλοι πελάτες, ενώ δαπανούν λιγότερα χρήματα για εστίαση εκτός ξενοδοχείου λόγω του γεγονότος ότι η σίτιση καλύπτεται μέσω του τουριστικού πακέτου.

Σύμφωνα με την έρευνα “Εμπόριο και Τουρισμός στην Κρήτη” που εκπόνησε το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ το 2014, σε δείγμα σε 1.300 τουριστών με στρωματοποίηση κατά αεροδρόμιο άφιξης και κατά χώρα προέλευσης, η δαπάνη των τουριστών στα εμπορικά καταστήματα και στα εστιατόρια/μπαρ, ανάλογα με τον τύπο καταλύματος που διέμειναν, είναι η ακόλουθη:

INSETE Tourism 1

Στην Κρήτη, όπου και πραγματοποιήθηκε η έρευνα, δαπανάται περισσότερο από το 20% του ποσού που δαπανούν οι εισερχόμενοι τουρίστες στην Ελλάδα και άρα τα στοιχεία αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως αρκετά αντιπροσωπευτικά για όλη τη χώρα, σημειώνει το ΙΝΣΕΤΕ.

Σε παρόμοια συμπεράσματα κατέληξε, όπως σημειώνει το Ινστιτούτο, και πρόσφατη μελέτη του Αμερικανικού Κολλεγίου της Θεσσαλονίκης για τον τουρισμό στην Ρόδο το 2017, σε δείγμα περισσότερων των 3.000 ερωτηματολογίων. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο των Διευθυντών των Ξενοδοχείων της Ρόδου τον περασμένο Απρίλιο, η δαπάνη των τουριστών στα εμπορικά καταστήματα και στα εστιατόρια/μπαρ, ανάλογα με τον τύπο πακέτου, είναι η ακόλουθη:

INSETE Tourism 2

Επιπλέον, στο σημείωμα της ΕΣΕΕ τονίζεται ότι «η υστέρηση αυτή δεν είναι οριζόντια καθώς σε κάποιους επιμέρους υποκλάδους του λιανικού εμπορίου, όπως τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (super markets), τα καύσιμα και τα έπιπλα-ηλεκτρικά είδη-οικιακός εξοπλισμός, καταγράφεται σημαντική (ποσοστιαία) αύξηση του κύκλου εργασιών η οποία αναπόδραστα τροφοδοτείται από τη μεγέθυνση της τουριστικής δραστηριότητας αλλά και από την επέλαση του μοντέλου βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb)… Στον αντίποδα, το καλύτερο τουριστικό δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου και μάλιστα σε περίοδο εκπτώσεων, ο συνολικός τζίρος του λιανικού εμπορίου μετά βίας ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ τα τελευταία τρία χρόνια, παρά την κατακόρυφη αύξηση των τουριστικών μεγεθών».

Όπως τονίζει το Ινστιτούτο, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επεξεργάστηκε το ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών (ΔΚΕ) του τουρισμού μετά το 2013 καταγράφει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, ενώ ο ΔΚΕ του λιανικού εμπορίου οριακά θετικές μεταβολές.

Στο σημείο αυτό το ΙΝΣΕΤΕ σημειώνει ότι είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι ο ΔΚΕ υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ με βάση τα συνολικά ποσά που έχουν τιμολογήσει οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην σχετική δειγματοληπτική έρευνα, και παίζει σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της στατιστικής εκτίμησης για την ιδιωτική κατανάλωση στη χώρα. Οι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό, αντίθετα, βασίζεται σε δειγματοληπτική έρευνα της ΤτΕ που απευθύνεται στους εισερχόμενους τουρίστες και αφορά το μέγεθος και τις κατηγορίες της τουριστικής δαπάνης.

Όπως τονίζει το ΙΝΣΕΤΕ, οι αιτίες της αναντιστοιχίας μεταξύ των μεγεθών αυτών γίνονται ιδιαίτερα ευκρινείς όταν εξετάσουμε και τις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, ένα μέγεθος το οποίο επίσης προσμετράται σε μεγάλο βαθμό με πραγματικά -όχι δηλωθέντα- στοιχεία (Για μια αναλυτική παρουσίαση του θέματος αυτού, βλ. ενότητες 1.6 και 1.7 της πρόσφατης έκθεσης ΙΝΣΕΤΕ για την ελληνική οικονομία).

Όπως φαίνεται στον παραπάνω Πίνακα, ενώ το 2016 οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών αυξήθηκαν κατά 6,3%, ο ΔΚΕ στο λιανικό εμπόριο μειώθηκε κατά -2%, ενώ το 2017 η αύξηση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών κατά 7,4% -και των τουριστικών εισπράξεων κατά 10,5%- συνοδεύτηκε από μια αύξηση του ΔΚΕ στο λιανικό εμπόριο μόλις κατά 1,7%.

Η αναντιστοιχία αυτή, σύμφωνα με το Ινστιτούτο, οφείλεται -αυτονόητα- στην έξαρση των μη καταγεγραμμένων συναλλαγών – που φυσικά δεν περιορίζονται στον κλάδο του λιανικού εμπορίου. Αναμφισβήτητα βασική αιτία για την έξαρση αυτή είναι η υπέρμετρη και αντιαναπτυξιακή υπερφορολόγηση που πλήττει συνολικά αλλά -με διαφορετικούς τρόπους- όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.

Όσον αφορά στην επίπτωση του μοντέλου της βραχυχρόνιας μίσθωσης σε υποκλάδους του λιανικού εμπορίου -πέρα από τα οικονομικά κόστη για τον επιχειρηματικό τομέα των καταλυμάτων και τα διαφυγόντα δημοσιονομικά έσοδα που συνεπάγεται η μη ολοκλήρωση της ρύθμισης της δραστηριότητας αυτής μέχρι σήμερα- το ΙΝΣΕΤΕ επισημαίνει ότι πρέπει να σημειωθεί και η σημασία της εσωτερικής χρηματοοικονομικής οργάνωσης των επιχειρήσεων και ο βαθμός συγκέντρωσης σε κάθε επιμέρους υποκλάδο για την εκτίμηση των αντίστοιχων ΔΚΕ.

Σε ό,τι αφορά τη σημείωσε ότι «οι περισσότεροι τουρίστες που επισκέπτονται τη Χώρα μας είναι μέσου και χαμηλού εισοδήματος…», το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ σημειώνει ότι σύμφωνα με τα στοιχεία παγκόσμιας έρευνας σε δείγμα μισού εκατομμυρίου ανθρώπων, σχεδόν το 60% των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα προέρχεται από τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις (βλ. σελ. 5 μελέτης για το Προφίλ εισερχόμενου τουρισμού για διακοπές στην Ελλάδα, ΙΝΣΕΤΕ, Φεβ 2018).

Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι σύμφωνα με έρευνα της TUI, του μεγαλύτερου tour operator παγκοσμίως που επίσης παρουσιάστηκε στο προαναφερθέν συνέδριο Διευθυντών Ξενοδοχείων στην Ρόδο, ο χαμηλότερος βαθμός ικανοποίησης των πελατών της από τις παροχές και ευκολίες που χρησιμοποιούν στην Ελλάδα είναι στον χώρο του shopping, με βαθμό ικανοποίησης 69,8%, έναντι 71,3% για το περιβάλλον, 76,3% για τις πολιτιστικές δραστηριότητες, 83,4% για τις παραλίες, 84,6% για τον προορισμό συνολικά και 90,9% για τα ξενοδοχεία.

Σε παρόμοια συμπεράσματα, σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, καταλήγουν και οι ετήσιες έρευνες της GBR Consulting για λογαριασμό της Ένωσης Ξενοδόχων Αθήνας – Αττικής & Αργοσαρωνικού και της αντίστοιχης της Θεσσαλονίκης. Αναμφισβήτητα, η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών και προϊόντων από την αγορά θα οδηγήσει και σε αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης των τουριστών, σημειώνει.

Το Ινστιτούτο του ΣΕΤΕ αντικρούει επίσης την άποψη ότι «…η πλειοψηφία των επισκεπτών φαίνεται να επιλέγει την Ελλάδα ως «φθηνό» τουριστικό προορισμό»

Όπως σημειώνει, η αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι φθηνός προορισμός είναι εσφαλμένη. Μεταξύ άλλων, για τις περισσότερες βασικές αγορές εισερχόμενου τουρισμού η πρόσβαση είναι αεροπορική και άρα ένα ταξίδι στην Ελλάδα εξ αυτού και μόνο του γεγονότος δεν μπορεί να είναι φθηνό. Η επιβολή υψηλής φορολογίας ευρύτερα στον κλάδο αλλά και ειδικότερα στις μεταφορές καθιστούν την Ελλάδα ως προορισμό συνολικά ακριβό και οριακά πλέον ανταγωνιστικό με τις γείτονες χώρες.

Όσον αφορά, τέλος, την άποψη ότι «παρά το γεγονός ότι τα ετήσια έσοδα από τον εσωτερικό τουρισμό από το 70% συρρικνώθηκαν στο 5% και οι διανυκτερεύσεις από 7,5 εκατ. σε 5 εκατ., οι Έλληνες είναι ο βασικός αιμοδότης του τουρισμού όλο το έτος με έσοδα 2 δισ. ευρώ», το ΙΝΣΕΤΕ σημειώνει ότι η αν και η σημασία του εσωτερικού τουρισμού είναι αναμφισβήτητη, ιδιαίτερα για τις περιοχές στις οποίες αποτελεί τον κύριο πελάτη, σύμφωνα με την Έρευνα Διακοπών της ΕΛΣΤΑΤ, η δαπάνη των Ελλήνων για τουρισμό στην Ελλάδα το 2017 ανήλθε σε 1,4 δισ. ευρώ, δηλαδή λιγότερο από 10% από την δαπάνη του εισερχόμενου τουρισμού.

Επίσης, τονίζει ότι η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη του εσωτερικού τουρίστα ανέρχεται σε 280 ευρώ (ποσό στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το αντίτιμο των εισιτηρίων μετάβασης στον προορισμό) έναντι 520 ευρώ του εισερχόμενου τουρίστα (ποσό που αφορά μόνο την δαπάνη εντός της χώρας και δεν συμπεριλαμβάνει το αντίτιμο των εισιτηρίων μετάβασης εδώ).

Τέλος, επισημαίνει ότι η δαπάνη του εσωτερικού τουρίστα αποτελεί μέρος των εγχώριων καταναλωτικών δαπανών, ενώ η δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών αποτελεί μέρος των εξαγωγών της χώρας, αντιπροσωπεύοντας περίπου 25% του συνόλου και καλύπτοντας άνω του 80% του ελλείμματος Ισοζυγίου Αγαθών.

Με την ευκαιρία αυτή, σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει και στην αναπτυξιακή διάσταση του τουρισμού για την ελληνική οικονομία. Κατ’ αρχάς, από το 2012 και έπειτα η ανάκαμψη του τουρισμού βασίζεται σε ταχεία αλλαγή μοντέλου. Ενώ δηλαδή προ κρίσης η τουριστική δραστηριότητα στην Ελλάδα οφειλόταν κατά 70% στον εισερχόμενο τουρισμό και κατά 30% στον εγχώριο τουρισμό, σήμερα περισσότερο από 90% της τουριστικής δραστηριότητας οφείλεται στον εισερχόμενο τουρισμό. Δηλαδή, εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης που έπληξε την χώρα, ο τουρισμός πέτυχε το ζητούμενο για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας: να γίνει απολύτως εξωστρεφής ενώ παράλληλα αύξησε τα συνολικά μεγέθη του με αποτέλεσμα πλέον να συνεισφέρει το περισσότερο από το 10% του ΑΕΠ άμεσα και άνω του 25% άμεσα και έμμεσα (βλ. μελέτη για την Συμβολή του Τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2017, σελ 13).

Παράλληλα, όπως έδειξε μελέτη του ΚΕΠΕ, μόλις το 12,9% των εσόδων από τον εισερχόμενο τουρισμό επανεξάγεται, ενώ το υπόλοιπο 87,1% παραμένει στην ελληνική οικονομία. Για τον λόγο αυτό εξάλλου, κάθε πρόσθετο 1 ευρώ από την τουριστική δραστηριότητα δημιουργεί πρόσθετη οικονομική δραστηριότητα έως 1,65 ευρώ και άρα, συνολικά, το ΑΕΠ αυξάνει κατά 2,65 ευρώ (βλ. μελέτη για την Συμβολή του Τουρισμού στην ελληνική οικονομία το 2017, σελ 12).

Ακόμα, το ΙΝΣΕΤΕ σημειώνει ότι είναι αξιοπερίεργο πώς ο τουρισμός εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως κάτι άλλο από «πραγματικές» εξαγωγές, ενώ ως «πραγματικές» εξαγωγές νοούνται μόνον οι εξαγωγές αγαθών. Και αυτό σε μια οικονομία που, εδώ και δεκαετίες, άνω του 50% των εξαγωγών της προέρχεται από υπηρεσίες (τουρισμός και ναυτιλία) και σε έναν κόσμο που βασίζεται όλο και περισσότερο σε εμπόριο υπηρεσιών.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση του ΟΗΕ UNCTAD, 2018 (σελ. 24-25) «στο διάστημα 2005 – 2016, η αύξηση στις εξαγωγές υπηρεσιών παγκοσμίως υπερέβη σε αξία τις εξαγωγές αγαθών, με αποτέλεσμα την αύξηση του μεριδίου των υπηρεσιών στις συνολικές εξαγωγές τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Το εμπόριο υπηρεσιών έχει επίσης επιδείξει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε σύγκριση με το εμπόριο αγαθών. (…)Το αυξημένο εμπόριο υπηρεσιών θα μπορούσε να ενισχύσει τις προοπτικές ανάπτυξης και των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Οι εξαγωγές υπηρεσιών αναπτυσσόμενων οικονομιών αυξήθηκαν ραγδαία κατά την τελευταία δεκαετία, όπως αντανακλάται στην αύξηση του μεριδίου των αναπτυσσόμενων οικονομιών στις [αυξημένες] παγκόσμιες εξαγωγές υπηρεσιών από 23% το 2005 σε 29% το 2016. Ανά κατηγορία, στα κύρια μερίδια των παγκόσμιων εξαγωγών υπηρεσιών των αναπτυσσόμενων οικονομιών περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες ταξιδιών και μεταφορών».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ