Υποβάθμιση του αξιόχρεου της Τουρκίας από Moody’s και S&P

Σε υποβάθμιση της αξιολόγησης της τουρκικής οικονομίας προχώρησαν οι Moody’s και Sandard & Poor’s, τη στιγμή που ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παλεύει να αντιμετωπίσει τη πτώση της λίρας και τις επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας, εν μέσω της κλιμακούμενης αντιπαράθεσής του με τις ΗΠΑ.

Η Moody’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας σε «Ba3» από «Ba2» προηγουμένως και παράλληλα μείωσε τις προοπτικές αξιολόγησης για την τουρκική οικονομία σε αρνητικές. Επιπλέον, ο οίκος υποβάθμισε τα μη εξασφαλισμένα senior ομόλογα σε «Ba3».

Από τη μεριά της η S&P υποβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας σε ξένο νόμισμα σε «B+» από «BB-» προηγουμένως και σε τοπικό νόμισμα σε «BB-», από «ΒΒ», διατηρώντας τις προοπτικές «σταθερές».

Η άποψη της Moody’s

Ειδικότερα, η Moody’s σημειώνει ότι η υποβάθμιση αποδίδεται στη συνεχιζόμενη εξασθένιση των δημόσιων θεσμών της Τουρκίας και στη σχετική μείωση της προβλεψιμότητας σε ό,τι αφορά τη χάραξη πολιτικής. Όπως τονίζει, όταν έθεσε την αξιολόγηση «Ba2» της Τουρκίας υπό αναθεώρηση για υποβάθμιση την 1η Ιουνίου, είχε επισημάνει ότι το αποτέλεσμα της αναθεώρησης θα βασίζεται κυρίως στη συνοχή και την προβλεψιμότητα των πολιτικών που ακολουθεί η κυβέρνηση και στον βαθμό που το πλαίσιο πολιτικής της θα αποκαταστήσει την επαρκή χρηματοδότηση των υψηλών δανειακών απαιτήσεων από το εξωτερικό.

Όμως, η Moody’s σημειώνει ότι από τότε οι χρηματοοικονομικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί, κάτι που είναι περισσότερο εμφανές στην απότομη υποτίμηση της τουρκικής λίρας, η οποία πλέον έχει απωλέσει το 40% της αξίας της έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους. Επιπλέον, ο πληθωρισμός έφτασε το 15,85% τον Ιούλιο, αυξημένος περισσότερο από 5 ποσοστιαίες μονάδες από την αρχή του έτους και βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Δεκέμβριο του 2003. Παράλληλα, οι συνθήκες χρηματοδότησης στο εσωτερικό της χώρας επιδεινώθηκαν, ενώ οι τράπεζες με χρέος σε ξένο νόμισμα, αν και έχουν καταφέρει μέχρι στιγμής να διατηρήσουν την πρόσβασή τους στις διεθνείς αγορές, θα βρεθούν αντιμέτωπες με περαιτέρω πιέσεις στη συνέχεια.

Σε ό,τι αφορά την άποψή της για περαιτέρω μείωση της προβλεψιμότητας και της αποτελεσματικότητας της χάραξης οικονομικής πολιτικής, σημειώνει ότι εδράζεται στις ανησυχίες για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Αυτό είναι επακόλουθο της συγκέντρωσης των εξουσιών σε επίπεδο προεδρίας μετά τις εκλογές του Ιουνίου, με τον Τούρκο πρόεδρο να έχει πλέον την αποκλειστική ευθύνη για τον διορισμό του διοικητή της κεντρικής τράπεζας, του υποδιοικητή και των άλλων μελών της επιτροπής νομισματικής πολιτικής.

Όπως σημειώνει, από τις εκλογές και μετά, η κεντρική τράπεζα απέφυγε να αυξήσει τα επιτόκια παρά τη σημαντική αύξηση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό για φέτος αλλά και για το 2019. Η αντίθεση μεταξύ των προβλέψεων και των στόχων της κεντρικής τράπεζας για τον πληθωρισμό και η απροθυμία της να ακολουθήσει μια κατάλληλη πολιτική για την επίτευξη των στόχων αυτών, υπονομεύει περαιτέρω την αξιοπιστία της τράπεζας. Παρά το γεγονός ότι έδωσε ανάσα στις εγχώριες τράπεζες με την μείωση των ελάχιστων υποχρεωτικών διαθεσίμων, η Moody’s εκτιμά ότι αυτό αποτελεί ένα βραχυπρόθεσμο μέτρο το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε τις πιέσεις που υφίσταται ο τραπεζικός κλάδος ούτε τις αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις.

Παράλληλα, η Moody’s θεωρεί ότι η έλλειψη ή η καθυστέρηση ενός ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού οικονομικού σχεδίου για την αντιμετώπιση των βασικών αιτιών της πρόσφατης οικονομικής κρίσης αποτελεί σαφή ένδειξη για τη μείωση της προβλεψιμότητας και της αποτελεσματικότητας της τουρκικής πολιτικής. Όπως εξηγεί, η κυβέρνηση περιέγραψε συνοπτικά τους γενικούς στόχους ενός μακροπρόθεσμου οικονομικού σχεδίου συμπεριλαμβανομένης της πρόθεσής της να επιβραδύνει σταδιακά την υπερθέρμανση της οικονομίας συσφίγγοντας την δημοσιονομική πολιτική και επαναφέροντας τον πληθωρισμό σε μονοψήφιο ποσοστό. Ωστόσο, αυτοί οι στόχοι δεν έχουν καθοριστεί με ξεκάθαρα μέτρα και σαφές χρονοδιάγραμμα, τονίζει η Moody,s, προσθέτοντας ότι οι ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης της Τουρκίας παραμένουν σημαντικές και οι κίνδυνοι εξακολουθούν να αυξάνονται.

Η άποψη της S&P

Από τη μεριά της η S&P τονίζει ότι η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Τουρκίας εδράζεται στην πρόβλεψή της ότι η ακραία μεταβλητότητα της τουρκικής λίρας και η απότομη προσαρμογή του ισοζυγίου πληρωμών θα υπονομεύσουν την οικονομία της χώρας, προσθέτοντας ότι για το επόμενο έτος αναμένει ύφεση.

Ο οίκος εκτιμά, επίσης, ότι ο πληθωρισμός θα κορυφωθεί στο 22% τους επόμενους τέσσερις μήνες, προσθέτοντας ότι η αποδυνάμωση της λίρας αυξάνει τις πιέσεις στον υπερχρεωμένο επιχειρηματικό τομέα και ενισχύει σημαντικά τον κίνδυνο χρηματοδότησης για τις τράπεζες της χώρας.

«Παρά τους αυξημένους οικονομικούς κινδύνους, πιστεύουμε ότι η αντίδραση των νομισματικών και δημοσιονομικών αρχών της χώρας είναι μέχρι στιγμής περιορισμένη», σημειώνει ο οίκος.

Ακόμη, προσθέτει ότι η κρίση της τουρκικής λίρας επιδεινώθηκε από την ανησυχία των επενδυτών για την επιρροή του Τούρκου προέδρου στη νομισματική πολιτική και τροφοδοτήθηκε από την επιδείνωση των σχέσεων της χώρας με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο οίκος προειδοποιεί ότι θα μπορούσε να προχωρήσει σε νέα υποβάθμιση αν διαπιστώσει πιθανότητα συστημικής τραπεζικής κρίσης, η οποία θα μπορούσε να υπονομεύσει τη δημοσιονομική θέση της χώρας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ