Ελάφρυνση χρέους, μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και κατάργηση φοροαπαλλαγών ζητά ο ΟΟΣΑ

Περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, αλλά και μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και στο φορολογικό σύστημα με στόχο την ενίσχυση των εσόδων, ζητά ο ΟΟΣΑ στην μελέτη του για την ελληνική οικονομία που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Όσον αφορά το χρέος, ο Οργανισμός επισημαίνει ότι είναι αναγκαία η περαιτέρω αναδιάρθρωσή του, στηριζόμενος σε δύο σενάρια για τη δυναμική του.

Ειδικότερα, ο ΟΟΣΑ στο βασικό του σενάριο τοποθετεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και μετά στο 2,2% του ΑΕΠ, όπου και θα παραμείνει. Με βάση το σενάριο αυτό, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο 120% του ΑΕΠ περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 2030. Στη συνέχεια, όμως, θα αρχίσει να αυξάνεται και πάλι καθώς τα δάνεια του επίσημου τομέα θα αντικαθίστανται από τα ακριβότερα δάνεια της αγοράς.

Το δεύτερο σενάριο του Οργανισμού, στο οποίο συνυπολογίζεται ένα πρόσθετο πακέτο μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα, προβλέπει ότι η σχέση χρέους προς ΑΕΠ θα περιοριστεί στο 100% του ΑΕΠ στα μέσα του 2050 και θα συνεχίσει να μειώνεται.

Μάλιστα, ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι αν τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι μεγαλύτερα, το χρέος θα μειωθεί περαιτέρω, ωστόσο τονίζει ότι τα ιστορικά δεδομένα δεν είναι υπέρ αυτού του σεναρίου. Για παράδειγμα, σε ορίζοντα 20ετίας η πιθανότητα διατήρησης μέσου πλεονάσματος πάνω του 1,5% είναι μόλις 25%, ενώ η πιθανότητα να επιτευχθούν πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ βρίσκεται σχεδόν στο μηδέν.

Ως εκ τούτου, όπως τονίζει ο ΟΟΣΑ, επιπλέον αναδιάρθρωση του χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας, θα μειώσει το χρέος με βάση ρεαλιστικούς υπολογισμούς σε ότι αφορούν την πορεία του ΑΕΠ και τα πλεονάσματα. Όπως σημειώνει, η μετατροπή των επιτοκίων του επίσημου τομέα σε σταθερά θα «κλειδώσει» τα υφιστάμενα χαμηλά επιτόκια για εκτεταμένη περίοδο. Σε μια τέτοια εξέλιξη και με βάση το σενάριο «εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων», θα υπάρξει ταχεία αποκλιμάκωση με τη σχέση χρέος προς ΑΕΠ να διαμορφώνεται κάτω από το 80% ως το 2060.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό αυτή η εξέλιξη θα έχει επιπλέον όφελος, καθώς θα μειώσει την αβεβαιότητα, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερα επιτόκια για τα ελληνικά ομόλογα απ’ ότι προβλέπεται.

Ο ΟΟΣΑ σημειώνει επίσης ότι η χρονική μετάθεση των πληρωμών των δανείων του επίσημου τομέα έως το 2031 μειώνει τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ, αλλά μόνο οριακά. Συνολικά, η ανάλυση υπονοεί ότι για να υπάρξει βιώσιμη μείωση του χρέους απαιτείται μια στρατηγική σε τρεις άξονες: επιπλέον μεταρρυθμίσεις για να τονωθεί η ανάπτυξη, υψηλά, αλλά ρεαλιστικά, πρωτογενή πλεονάσματα (κοντά στο 2% του ΑΕΠ) για εκτεταμένη περίοδο και αναδιάρθρωση χρέους, για παράδειγμα, με κλείδωμα των σημερινών επιτοκίων.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνει, όμως, ο Οργανισμός και στο αναπτυξιακό σχέδιο που θα καταθέσει η κυβέρνηση, τονίζοντας ότι η «ιδιοκτησία» θα είναι «κλειδί» για την αξιοπιστία και την διατήρηση της εμπιστοσύνης στο μεταρρυθμιστικό μομέντουμ.

Παράλληλα, ο ΟΟΣΑ προτείνει την προώθηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων, με στόχο την ενίσχυση των εσόδων της ελληνικής οικονομίας, τονίζοντας ότι παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις, την ανάκαμψη της οικονομίας και τη βελτίωση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, η φορτική ρύθμιση και η έλλειψη χρηματοδότησης επηρεάζουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Όπως εκτιμάται ο Οργανισμός, μόνο η κατάργηση των φοροαπαλλαγών και η αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ στο 90% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ, θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα 0,8% του ΑΕΠ, όσο δηλαδή είναι περίπου η προσδοκώμενη δημοσιονομική επίπτωση από τη μείωση των συντάξεων (1% του ΑΕΠ το 2019) ή από τη μείωση του αφορολογήτου σε έως 5.700 ευρώ (το 2020, σύμφωνα με το πρόγραμμα).

Τα μεγέθη είναι εντυπωσιακά, οι δύο προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να αποφέρουν 1,4% του ΑΕΠ έως το 2025 και 1,9% έως το 2030, δημιουργώντας περιθώρια για την προώθηση παράλληλων κοινωνικών δράσεων και παροχών, όπως μεταξύ άλλων για κοινωνική προστασία και βελτίωση της εκπαίδευσης.

Σε ότι αφορά τις προβλέψεις του Οργανισμού για την ελληνική οικονομία, ο ΟΟΣΑ θέτει τον πήχη της ανάπτυξης φέτος στο 2% (όπως και το ΔΝΤ) και στο 2,3% το επόμενο έτος, με παράλληλη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,4% και 1,5% και της δημόσιας, κατά 0,7% και 1,5% αντίστοιχα.

Στο μέτωπο του πρωτογενούς πλεονάσματος, ο Οργανισμός εκτιμά πως θα διαμορφωθεί φέτος στο 4% του ΑΕΠ και στο 3,6% το 2019, με το δημόσιο χρέος σε πτωτική τροχιά (172,5% του ΑΕΠ φέτος και 168,3% το 2020).

Τέλος, στους καθοδικούς κινδύνους για τις παραπάνω προβλέψεις, ο Οργανισμός περιλαμβάνει πιθανή μεταρρυθμιστική κόπωση, η οποία θα ήταν ικανή να οδηγήσει σε μικρότερη ανάπτυξη, επιβάρυνση του χρέους και πολιτική αβεβαιότητα, ενώ επιπρόσθετοι παράγοντες ανησυχίας (περιορισμένων πιθανοτήτων) είναι γεωπολιτικοί κίνδυνοι με αύξηση των προσφυγικών ροών και μια σοβαρή κρίση στις αγορές, η οποία θα οδηγούσε σε ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ