Οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ, ανά διαστήματα παρουσιάζουν αρκετές εντάσεις, πάντα όμως οι δύο χώρες έχουν ως αφετηρία τα κοινά τους συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Με αφορμή τις τελευταίες εντάσεις στις διπλωματικές τους σχέσεις καθώς αμφότεροι προχώρησαν σε πάγωμα των θεωρήσεων βίζα, αξίζει να ασχοληθούμε με τα αίτια της τουρκοαμερικανικής διαμάχης των τελευταίων μηνών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία είναι ισχυρά μέλη στο ΝΑΤΟ, στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και στην Ομάδα των G 20, και συνεχίζουν να συνεργάζονται σε όλα τα σημαντικά ζητήματα. Τον Ιούνιο του 2008, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Τουρκία άρχισαν να συνεργάζονται για ενεργειακές χρήσεις της πυρηνικής ενέργειας με ένα σύμφωνο που στοχεύει στη μεταφορά τεχνολογίας, υλικών, αντιδραστήρων και εξαρτημάτων για την πυρηνική έρευνα και την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας στην Τουρκία. Επιπλέον η Τουρκία είναι από τους πλέον ισχυρούς "πελάτες" αμερικανικών οπλικών συστημάτων.
Η δεκαετία του 1990
Το τέλος του ψυχρού πολέμου ήρθε σε μια περίοδο που η Τουρκία ήταν αρκετά ευάλωτη πολιτικά και οικονομικά, ωστόσο οι Τούρκοι ηγέτες δεν άφησαν την ευκαιρία αυτή ανεκμετάλλευτη.
Το τέλος της σοβιετικής απειλής έδωσε στην Τουρκία την ευκαιρία να εδραιώσει την θέση στην νέα γεωπολιτική πραγματικότητα. Ιδιαίτερα την δεκαετία του 1990 η Τουρκία συμμαχεί με τις ΗΠΑ, στοχεύοντας στην γεωπολιτική της εδραίωση ως ενός ισχυρού περιφερειακού «παίκτη» στα Βαλκάνια και την Μ. Ανατολή.
Ο Özal πίστευε ότι η μελλοντική ασφάλεια της Τουρκίας εξαρτάται από τη διαφύλαξη της ισχυρής "φιλίας" με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για το λόγο αυτό στάθηκε στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Περσικό Κόλπο, παρά το γεγονός ότι η οικονομία της χώρας πλήττονταν από την στάση αυτή.
Μετά τον πόλεμο, συνέχισε να υποστηρίζει σημαντικές πρωτοβουλίες των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας μιας ζώνης απαγόρευσης πτήσεων πάνω από το βόρειο Ιράκ και της ειρηνευτικής αποστολής Αραβο-Ισραήλ. Ωστόσο η ασφάλεια της Τουρκίας εξαρτιόταν από την στρατηγική συμμαχία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για το λόγο αυτό, οι κυβερνήσεις Demirel και Çiller κατέβαλαν προσπάθειες για την καλλιέργεια σχέσεων με τις διοικήσεις των προέδρων George H. W. Bush και Bill Clinton.
2000-2010
Η εκλογή του Ερντογάν το 2003 σηματοδοτεί μια νέα αρχή στις σχέσεις των δύο χωρών. Ο Ερντογάν με την στήριξη των ΗΠΑ ξεκινά την πολιτική και οικονομική ανοικοδόμηση της Τουρκίας.
Η Τουρκία παρέμεινε στενός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, υποστηρίζοντας την στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, μετά τις επιθέσεις μετά την 11 Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, ο πόλεμος στο Ιράκ αντιμετώπισε ισχυρή εγχώρια αντιπολίτευση στην Τουρκία και ως εκ τούτου το τουρκικό κοινοβούλιο δεν μπόρεσε να επιτύχει την απόλυτη πλειοψηφία των 276 ψήφων που απαιτούνται για να επιτρέψουν στα στρατεύματα των Η.Π.Α. να επιτεθούν στο Ιράκ μέσω της Τουρκίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι σχέσεις των δύο χωρών να "παγώσουν" για μια περίοδο. Επιπλέον "αγκάθι" στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκία είναι οι εντάσεις στις σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ. Η στήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ επηρέασε τις σχέσεις της με την Τουρκία. Ωστόσο τα οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα των δύο χωρών είναι πολύ μεγαλύτερα και κατά συνέπεια παρά τις όποιες εντάσεις οι σχέσεις τους συνεχίζουν να είναι άκρως σημαντικές.
Τουρκία και η πυρηνική κρίση του Ιράν
Τον Απρίλιο του 2010, η Ουάσιγκτον ενέτεινε τις προσπάθειές της να επιβάλει νέο κύκλο κυρώσεων στο Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία, η Ινδία και η Κίνα αντιτέθηκαν στην υιοθέτηση ενός νέου γύρου κυρώσεων κατά της Τεχεράνης. Ως αποτέλεσμα, το Κογκρέσο των ΗΠΑ έχει καθυστερήσει τις πωλήσεις όπλων που επεδίωκε ο τουρκικός στρατός. Ωστόσο η συμφωνία Ομπάμα για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έριξε τους τόνους.
Ο πόλεμος στην Συρία, το Κουρδικό ζήτημα και το πραξικόπημα
Η "Αραβική άνοιξη" και ο πόλεμος στην Συρία φέρνουν ξανά κοντά την Τουρκία και τις ΗΠΑ. Ωστόσο οι διαφορετικές τους θέσεις στα ζητήματα των Κούρδων περιπλέκουν δραματικά την κατάσταση. Αρχικά στόχος του Ερντογάν ήταν η γρήγορη πτώση του καθεστώτος Άσαντ, γεγονός που βρίσκει τους Αμερικανούς στο ίδιο στρατόπεδο, όμως η Ρωσική στήριξη στον Άσαντ και οι μετέπειτα εξελίξεις στην Συρία και το Ισλαμικό Κράτος, απομόνωσαν τον Τούρκο Πρόεδρο. Σε αυτό το πλαίσιο ο Τούρκος Πρόεδρος εστίασε στον έλεγχο των κουρδικών οργανώσεων στην Συρία, απειλή που υπάρχει ανέκαθεν για την Τουρκία. Η σταδιακή πτώση του Ισλαμικού Κράτους άφησε μεγάλα περιθώρια στους Κούρδους της Συρίας να κερδίσουν εδάφη, διεθνή αναγνώριση και υποστήριξη.
Από το 2014, οι Ηνωμένες Πολιτείες αρχίζουν να βοηθούν ανοικτά τις κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία (γνωστές ως Μονάδες Προστασίας του Λαού ή YPG) που αγωνίζονται στο Ισλαμικό Κράτος και συνδέονται με την κουρδική μαχητική ομάδα PKK (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα). Το YPG διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην συμμαχία γνωστή ως Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), η οποία περιλαμβάνει επίσης Άραβες και άλλα μη Κουρδικά στοιχεία. Μάλιστα τον Μάιο του 2017, υπό την νέα ηγεσία Τραμπ, Αμερικανοί αξιωματούχοι ανακοίνωσαν την απόφαση να οπλίσουν στοιχεία του YPG άμεσα για να αντιμετωπίσουν το Ισλαμικό Κράτος. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε από την Τουρκία ως επιθετική κίνηση, καθώς ο στρατός της πολέμα εναντίον τόσο του Ισλαμικού κράτους, όσο και των Κουρδικών δυνάμεων.
Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η κυβέρνηση Ερντογάν εφάρμοσε μια δραματική αναδιάρθρωση της διοίκησης της Τουρκίας, θέτοντας τον στρατό σταθερά υπό τον έλεγχο της πολιτικής διακυβέρνησης. Επιπλέον τα πολλά προβλήματα που διογκώνονται στην γειτονική μας χώρα, επιφέρουν πολιτικές και οικονομικές απώλειες.
Αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, ξεκινούν και οι τριβές μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας. Ο Τούρκος Πρόεδρος επιτέθηκε στις Αμερικανούς και τους κατηγόρησε ότι υποθάλπουν τον οργανωτή και εχθρό του κράτους (κατά τον Ερντογάν) Φετουλάχ Γκιουλέν. Από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ κατηγορούν τον Ερντογάν για αυταρχική και αντιδημοκρατική πολιτική.
Η κρίση στην Τουρκία
Τους τελευταίους μήνες ο Ερντογάν "τρέχει" να μαζέψει τα ανοιχτά του μέτωπα. Οι στόχοι του για το 2023 δεν φαίνεται να υλοποιούνται ούτε στο ελάχιστο, γεγονός που τον οδηγεί σε σπασμωδικές κινήσεις. Στην Ευρώπη η ανοιχτή κόντρα του με την Γερμανίδα Καγκελάριο τον έχει απομονώσει πολιτικά και οικονομικά, καθώς όλα πάνε προς οριστικό τέλος στο ζήτημα της ένταξης.
Επιπλέον η διακήρυξη του Κουρδικού δημοψηφίσματος έχει δημιουργήσει πολλά ζητήματα με αποτέλεσμα ο Ερντογάν να συμμαχήσει ξανά με το Ιράν, την στιγμή που ο Τραμπ διατυμπανίζει πως θα αναθεωρήσει την συμφωνία Ομπάμα για τα πυρηνικά του Ιράν. Από την άλλη πλευρά αμερικανικές πηγές κάνουν λόγω για στήριξη στο Κουρδικό δημοψήφισμα, γεγονός που επηρεάζει τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή.
Ωστόσο οι σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ παραδοσιακά έχουν εντάσεις και κάθε φορά που η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία δυσχεραίνει, οι ηγέτες της ρίχνουν την ευθύνη σε "εξωτερικούς" παράγοντες. Παρόμοια και σε αυτή την κρίση, ο Ερντογάν προσπαθεί να δείξει ότι έχει το πάνω χέρι στο αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί οπότε κάνει σπασμωδικές κινήσεις για να δείξει την πυγμή του. Από την άλλη πλευρά ο γνωστός πλέον "ξεροκέφαλος" Τραμπ δεν αφήνει αφορμή να δείξει το έντονο ταμπεραμέντο του στην διεθνή πολιτική. Κάθε φορά που ξεσπά κάποια διπλωματική διαμάχη, η αντίδρασή του είναι άμεση και έντονη.
Σε κάθε περίπτωση πάντως οι σχέσεις των δύο χωρών είναι μεγάλης στρατηγικής, ενεργειακής και οικονομικής σημασίας, γεγονός που δε θα επιτρέψει σε καμία κρίση να κλείσει οριστικά την συμμαχία αυτή.