“Αμορίλα”

του Γιάννη Λεοντάρη

Πρόσφατα είχα ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Καλαμάτα, ένα πολύ γνωστό μου μέρος, καθώς είναι η καταγωγή ενός εκ των 2 γονιών, με αποτέλεσμα να μεγαλώσω εκεί από παιδί, καθώς στην ευρύτερη περιοχή υπάρχει πατρικό και εξοχικό σπίτι.

Το ξενοδοχείο στο οποίο μας φιλοξένησε η εταιρεία ήταν ένα από τα παλαιότερα ξενοδοχεία της πόλης, και με ευχάριστη έκπληξη διαπίστωσα ότι είχε ανακατασκευαστεί σε μεγάλο βαθμό, και από ένα παλιό ξενοδοχείο β’ κατηγορίας είχε μεταβληθεί σε ένα ξενοδοχείο 4 αστέρων που ήταν πλέον “resort”, καθώς όλη η περιοχή πίσω από το ξενοδοχείο είχε αναμορφωθεί και σε αυτή είχαν χτιστεί μικρά διώροφα συγκροτήματα με πολυτελή δωμάτια, κάποια από τα οποία είχαν και μικρές ιδιωτικές πισίνες.

Η θετική έκπληξη είχε να κάνει με το γεγονός ότι η αναβάθμιση αυτή του συγκεκριμένου ξενοδοχείου (σε συνδυασμό και με το, επίσης αναβαθμισμένο – καθώς έχει εκχωρηθεί σε μεγάλο τουριστικό επιχειρηματία – παλαιό Ξενία που είναι λίγο πιο πέρα), σημαίνει ότι η πόλη ήταν σε θέση να φιλοξενήσει και εκείνη τουρισμό πιο υψηλού επιπέδου και να μην της έκλεβε όλη τη “δόξα” το γνωστό Costa Navarino που είναι από την πλευρά της Πύλου.

Μπαίνοντας ωστόσο στο δωμάτιο (για το οποίο η τιμή “πόρτας” αγγίζει τα 150 ευρώ την ημέρα αυτή την περίοδο) αυτή η θετική έκπληξη άρχισε να μετριάζεται. Φθαρμένες ταπετσαρίες στα έπιπλα, καμένες λάμπες στο φωτισμό, μισοχαλασμένο τηλεχειριστήριο του κλιματιστικού, σαπισμένα φύλλα στη βεράντα, “σκουριά” στην κουπαστή.

Ο συνάδελφος που ήταν στο διπλανό δωμάτιο που διέθετε και ιδιωτική πισίνα διαπίστωσε επίσης τα παραπάνω, συν το γεγονός ότι η πισίνα ήταν γεμάτη με ξερά φύλλα και το νερό της δεν ήταν αυτό που λέμε “κρυστάλλινο”, ενώ για σύστημα θέρμανσης του νερού (σε μια όχι και τόσο ζεστή περίοδο) ούτε λόγος.

Το ασύρματο internet “σερνόταν”, ενώ στο σχετικό ενημερωτικό φυλλάδιο για τις υπηρεσίες του ξενοδοχείου δεν υπήρχε καμία πληροφορία για τον αριθμό με τον οποίο θα μπορούσε κανείς να καλέσει απευθείας το δωμάτιο. Στη δε κλήση στη reception για τη σχετική πληροφορία δεν απάντησε κανένας…

Λεπτομέρειες θα πείτε τώρα, από τη στιγμή που είναι κανείς φιλοξενούμενος και δεν πληρώνει για τη διαμονή του. Το θέμα όμως δεν είναι ο φιλοξενούμενος, αλλά εκείνος που θα πληρώσει ένα σεβαστό ποσό για να μείνει στα συγκεκριμένα δωμάτια. Και το θέμα δεν είναι μόνον τα χρήματα (που φυσικά είναι σημαντικά και αυτά) αλλά η εικόνα που διαμορφώνει γενικότερα για την περιοχή, και ίσως και για τη χώρα.

Δυστυχώς πολλοί επαγγελματίες στον κλάδο του τουρισμού, αλλά και κάτοικοι τουριστικών περιοχών, δεν έχουν καταλάβει ότι δεν αρκεί πλέον “λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου” για να είναι ένας τουρίστας ευχαριστημένος, είτε πληρώνει λίγα, είτε πληρώνει πολλά. Ο ανταγωνισμός (εγχώριος και ξένος) είναι πλέον πολύ μεγάλος, το διαδίκτυο έχει φέρει επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο κάποιος σχεδιάζει τις διακοπές του και τα ταξίδια του, και εάν οι επαγγελματίες του κλάδου δεν προσαρμοστούν άμεσα θα βρεθούν σύντομα προ δυσάρεστων εκπλήξεων, οι οποίες δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα είναι αναστρέψιμες.

Δεν αναφέρομαι μόνο στα παραπάνω που αφορούν κάποιους επαγγελματίες που δεν εκτιμούν αυτό που έχουν και θεωρούν ότι και θα γίνει η δουλειά και με λιγότερη προσοχή στη λεπτομέρεια (όσο “λεπτομέρεια” μπορούν να είναι τα παραπάνω). Αναφέρομαι ακόμα και σε μια μεγάλη μερίδα κατοίκων περιοχών που το καλοκαίρι ζουν από τον τουρισμό.

Ξεκινάς από την Καλαμάτα, για παράδειγμα, για να πας προς το αριστερό “πόδι” της Πελοποννήσου, στην Κορώνη. Μια διαδρομή που από τα μισά της και έπειτα είναι ιδιαίτερα γραφική. Και συναντάς παραδοσιακά πέτρινα σπίτια με παράθυρα και παντζούρια από αλουμίνιο “γιατί είναι πιο φθηνά και αντέχουν περισσότερο”. Πράγματι, μόνο που ένα αλουμινένιο παντζούρι που κινείται πάνω σε μια εξωτερική ράγα που τοποθετήθηκε επάνω σε ένα πέτρινο σπίτι με παραδοσιακά κεραμίδια, δεν είναι ακριβώς το θέαμα που περιμένει να δει ο τουρίστας που θέλουμε να γεμίσει το μάτι του από όμορφες εικόνες, τις οποίες θα πάρει μαζί του στη χώρα του, και οι οποίες ενδεχομένως θα τον κάνουν να ξαναέρθει σε αυτά τα μέρη…

Η εμπειρία του ταξιδιώτη είναι μια σειρά από μικρές “λεπτομέρειες” που για εμάς ίσως να είναι “λεπτομέρειες”, μόνο που για εκείνον δεν είναι… Από το μισοχαλασμένο κλιματιστικό, το “χιόνι” στα τηλεοπτικά κανάλια (το ξέχασα πριν αυτό), την καμμένη λάμπα στο μπάνιο, μέχρι το αλουμινένιο παράθυρο στο πέτρινο σπίτι, όλα αυτά συνιστούν μια εμπειρία που, καλώς ή κακώς, μένει στον ταξιδιώτη.

Και όλα αυτά, συνιστούν επίσης μια νοοτροπία που, σε εκείνα τα μέρη, συνοψίζεται σε μία λέξη που ίσως ακούσετε εκεί: Αμορίλα.

Δε θα την ακούσετε μάλλον πουθενά αλλού, ακόμα και σε εκείνα τα μέρη σπάνια την αναφέρουν. Ούτε θα τη βρείτε στο google. Μη με ρωτήσετε εάν στέκει “γραμματικώς” γιατί δεν το ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι πως στη συγκεκριμένη λέξη συνοψίζεται όλη αυτή η νοοτροπία που οδηγεί στα παραπάνω. Η νοοτροπία του “έλα μωρέ τώρα, μια καμένη λάμπα και τί έγινε…”, του “εντάξει τώρα, λίγα ξερά φύλα στην πισίνα, σιγά το πράγμα”, του “και τί έγινε που αργεί λίγο το internet; Για το internet ήρθαν εδώ;”, του “να βάλουμε το αλουμινένιο παράθυρο που είναι πιο φθηνό και δε θέλει και ξύσιμο και βάψιμο κάθε χρόνο” κλπ κλπ…

Υποτίμηση της αξίας αυτού που έχουν και “ωχαδερφισμός” στην προσέγγιση των μικρών “λεπτομερειών” που κάνουν τη διαφορά. Αμορίλα… Η εξαφάνισή της, ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα… Για όλους μας…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ