Levy Economics Institute: «Σκούρα» τα βρήκαν όσες χώρες άλλαξαν συναλλαγματικό σύστημα

Τις επιπτώσεις σε 26 χώρες που αποφάσισαν να αλλάξουν συναλλαγματικό σύστημα αναφέρει τεχνική ανάλυση του Levy Economics Institute.

Σύμφωνα με αυτή, ο στόχος της πολυπόθητης ανάπτυξης μάλλον δεν επετεύχθη, αντίθετα τα όποια πλεονεκτήματα αρχικά παρουσιάστηκαν γρήγορα έδωσαν τη θέση τους στις αρνητικές επιπτώσεις.

Ειδικότερα, η μελέτη δείχνει ότι ο πληθωρισμός που εμφανίστηκε σταδιακά «εξαφάνισε» τα όποια πλεονεκτήματα από την υποτίμηση, οι εξαγωγές δεν έφεραν, τελικά, την ανάπτυξη, η απασχόληση μάλλον παρέμεινε στάσιμη, ενώ ο κίνδυνος μείωσης των μισθών παρέμεινε.

Το δείγμα της μελέτης αφορά 7 περιπτώσεις με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα: Αυστραλία (1985), Φινλανδία (1993), Ισλανδία (1985), Ιταλία (1993), Νότια Κορέα (1998), Ισπανία (1983), Σουηδία (1993) και 21 περιπτώσεις με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα: Αργεντινή (2002), Λευκορωσία (1999), Βραζιλία (1999), Χιλή (1982), Κόστα Ρίκα (1981 και 1991), Αίγυπτος (2003), Γουατεμάλα (1990), Ονδούρα (1990), Ινδονησία (1998), Καζακστάν (1999), Μεξικό (1995), Παραγουάη (1989), Περού (1988), Πολωνία (1990), Ρουμανία (1990), Νότια Αφρική (1984), Σουρινάμ (1994), Τουρκία (1999), Ουρουγουάη (1982 και 2002).

Σύμφωνα με τη μελέτη, στις συγκεκριμένες οικονομίες υπήρξε μια μέση πτώση της τάξης του 558%, δηλαδή 5,5 φορές, έναντι του δολαρίου. Η υποτίμηση του νομίσματος στις χώρες υψηλού εισοδήματος ήταν περίπου 32%.

Για παράδειγμα, το 1993 στην Ιταλία η λίρα υποτιμήθηκε κατά 27,69% έναντι του δολαρίου.

Καταγράφεται πάντως σημαντική διαφορά μεταξύ της εμπειρίας των οικονομιών υψηλών εισοδημάτων και της εμπειρίας των οικονομιών χαμηλών εισοδημάτων, οι οποίες αντιμετωπίζουν σαφώς δυσμενέστερες επιπτώσεις.

Στα θετικά αποτελέσματα μιας εγκατάλειψης του ευρώ καταγράφεται η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, μέσω της δημιουργίας προσδοκιών για ανάπτυξη των εξαγωγών και περιορισμό των εισαγωγών.

Στις χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου οι νομισματικές κρίσεις δεν προκάλεσαν τις καταστροφικές συνέπειες τις οποίες προκάλεσαν στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, το εμπορικό ισοζύγιο βελτιώθηκε κατά μέσο όρο περισσότερο από 3 μονάδες του ΑΕΠ. Ωστόσο, στις χώρες χαμηλών εισοδημάτων καταγράφονται κατά μέσο όρο πολύ μικρές μεταβολές στο εμπορικό ισοζύγιο.

Επίσης, στις χώρες υψηλού εισοδήματος σημειώθηκε αύξηση του μέσου ρυθμού ανάπτυξης, από 1,2% δύο χρόνια πριν από την υποτίμηση, σε 2,2% δύο χρόνια μετά την υποτίμηση, όχι όμως και στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να μη δουν βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, ενώ τα ποσοστά ανάπτυξης δεν αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες υψηλού εισοδήματος. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Ιταλίας.

Σε ότι αφορά στην ανεργία, αυτή μειώθηκε σταδιακά και κατά μέσο όρο 1% μέσα σε 3 χρόνια από το ξέσπασμα της νομισματικής κρίσης, ενώ στις χώρες υψηλού εισοδήματος παρέμεινε απολύτως στάσιμη, και σε κάποιες από αυτές αυξήθηκε σημαντικά.

Επίσης, οι μισθοί σημείωσαν κάθετη πτώση στα πρώτα 3 χρόνια μετά την υποτίμηση, γεγονός που ώθησε προς τα κάτω και την εσωτερική ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά, λειτουργώντας ως τροχοπέδη για την τόνωση της απασχόλησης.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ