Με πτώση τζίρου που φτάνει και το 60% και τις μισές σχεδόν τουριστικές επιχειρήσεις της χώρας να επιλέγουν το προσωρινό λουκέτο, το καλοκαίρι του 2020 σηματοδοτεί μια πολύ σημαντική χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το σύνολο των επιχειρήσεων του τουρισμού, αλλά και των συμπληρωματικών υπηρεσιών του έχει σημειώσει πτώση 59% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, ενώ και τα προσωρινά στοιχεία για την κίνηση του Αυγούστου δείχνουν ότι το απόγειο της τουριστικής σεζόν (το δεκαήμερο του Δεκαπενταύγουστου) δεν απέφερε τα αναμενόμενα, καθώς τόσο οι προορισμοί όσο και οι ταξιδιώτες ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί λόγω της αύξησης των κρουσμάτων του κορωνοϊού.
Μέσα σε όλα αυτά και ακριβώς την περίοδο που έδειχνε να “αναθαρρεί” ο εσωτερικός τουρισμός, ήρθαν τα μέτρα περιορισμού του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, τα οποία αν και στη σωστή κατεύθυνση επιδημιολογικά, αποτέλεσαν το τελειωτικό χτύπημα σε μια σεζόν, η οποία έτσι και αλλιώς δεν ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις.
Τα πρωτοβρόχια φέρνουν “λουκέτα”
Η αδυναμία της χώρας να εκμεταλλευτεί την καλή εικόνα της έναρξης της πανδημίας και του ελέγχου της διασποράς του ιού, είχε ισχυρό αντίκτυπο στα τουριστικά της έσοδα. Κυρίως όμως, δεν βρήκε συμπαράσταση από τους πολίτες της χώρας στους οποίους όμως απέτυχε να εμπνεύσει εμπιστοσύνη αντίστοιχη αυτής της περιόδου Μαρτίου-Μαΐου.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σημειωθεί μεγάλη αύξηση κρουσμάτων, η οποία συμβάδισε με την εικόνα που παρουσίασαν όλες οι τουριστικές χώρες που “αναγκάστηκαν” να ανοίξουν τα σύνορα τους για να προσελκύσουν απαραίτητα έσοδα.
Στη χώρα μας, ο τζίρος του Ιουνίου έδειξε μια αποκαρδιωτική έναρξη της σεζόν, όπως αυτή αποτυπώνεται στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, με πτώση πάνω από 25%, στα 58,9 δισ. ευρώ από 78,8 δισ. ευρώ το δεύτερο τρίμηνο του 2019. Επίσης, στις σχεδόν 206.000 επιχειρήσεις που πέρασαν σε αναστολή λειτουργίας η μείωση πλησιάζει το 60%, ενώ στον κλάδο παροχής καταλυμάτων η πτώση ξεπερνά το 94% και στην εστίαση φθάνει το 59%.
Τον Ιούλιο η κατάσταση παρέμεινε στα ίδια επίπεδα, καθώς η πτώση της τουριστικής κίνησης ξεπέρασε το 70%, κάτι που δεν βελτιώθηκε τον Αύγουστο (τα στοιχεία του οποίου ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί) και το οποίο δημιουργεί ανησυχία στην κυβέρνηση και την αγορά η οποία φοβάται φαινόμενα “ασφυξίας” ειδικά σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες μάλλον δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν. Οι ΜμΕ έχουν περιορισμό πρόσβασης σε τραπεζικό χρήμα και το κυριότερο δεν έχουν τα απαραίτητα αποθεματικά από προηγούμενες χρονιές οι οποίες θα τους επιτρέψουν να επιβιώσουν το 2020, έστω και με χασούρα.
Η αρχή του τέλους ή μια καινούργια αρχή;
Παρά τα απαισιόδοξα μηνύματα που έφερε το καλοκαίρι του 2020, μια πιο ψύχραιμη ματιά μπορεί να εντοπίσει σημεία και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο ελληνικός τουρισμός έχει το δικαίωμα να κοιτάζει το μέλλον με αισιοδοξία.
Το άνοιγμα των συνόρων και η μαζικότητα (και πολυπλοκότητα) των απαραίτητων μέτρων υγιεινής αντιμετωπίστηκαν με σοβαρότητα από την συντριπτική πλειοψηφία των τουριστικών επιχειρήσεων, οι οποίες σε χρόνους ρεκόρ προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες. Παράλληλα ανέδειξε την ετοιμότητα και ικανότητα των εργαζόμενων στις μονάδες (για τους οποίους αξίζει ξεχωριστή μνεία) οι οποίοι επίσης προσαρμόστηκαν και ανταπεξήλθαν στις απαιτήσεις, παρά το γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις λειτούργησαν με μειωμένο προσωπικό “ασφαλείας”.
Το κυριότερο όμως, ήταν η κοινή διαπίστωση ότι η χώρα χρειάζεται αλλαγή του μοντέλου τουρισμού στο οποίο έχει αφεθεί τα τελευταία χρόνια και η μετατροπή από μια μονοδιάστατη ταξιδιωτική εμπειρία σε ένα νέο μοντέλο το οποίο να μπορεί εύκολα να προσαρμόζεται στις συνθήκες και να προσφέρει εναλλακτικές υπηρεσίες στους επισκέπτες.
Για να ευδοκιμήσει όμως αυτή η κίνηση, θα πρέπει πριν καν περάσει η πανδημία, κυβέρνηση και φορείς από όλο το φάσμα του τουρισμού να καθίσουν σε ένα τραπέζι και να βρουν τον τρόπο να αναπτύξουν το νέο εθνικό μοντέλο πάνω στο οποίο θα στηριχθεί ο τουρισμός της χώρας τα επόμενα (πολλά) χρόνια.
Άλλωστε, ένα προϊόν που σου αποφέρει σχεδόν το 25% του ΑΕΠ της χώρας, θα πρέπει να το εξελίσσεις, να το επαναπροσδιορίζεις και να το διατηρείς πάντα στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων και των αναγκών του κόσμου.