ΣΕΧΒ: Ο τριμερής… διαλύτης που απειλεί την ανταγωνιστικότητα

Ενεργειακό κόστος, νομοθεσία Ε.Ε. και μακροχρόνιες πιστώσεις θέτουν σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής χημικής βιομηχανίας.

«Σήμα κινδύνου» εκπέμπει ο Σύνδεσμος Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ) στους ιθύνοντες, για γόνιμο διάλογο και λήψη μέτρων άμεσης αντιμετώπισης της τριμερούς… ένωσης που λειτουργεί… διαβρωτικά και θέτει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής χημικής βιομηχανίας.

Χθες εκπρόσωποι του ΣΕΧΒ –Αρμ. Γιαννίδης (πρόεδρος ΔΣ), Β. Γούναρης και Αλ. Κατραούζος (αντιπρόεδροι), Αλ. Κράλλης και Θ. Σταθόπουλος (μέλη), Π. Σκαρλάτος (γεν. διευθυντής) – συναντήθηκαν με δημοσιογράφους. Στους οποίους, παρουσίασαν τις τρεις «νάρκες» στα… θεμέλια του κλάδου.

Ενεργειακό κόστος, νομοθεσία Ε.Ε. και μακροχρόνιες πιστώσεις δημιουργούν σοβαρά εμπόδια στη λειτουργία και ανάπτυξη των ελληνικών επιχειρήσεων. Με αρνητικές συνέπειες στη σημαντική συνεισφορά του κλάδου στο ΑΕΠ αλλά και σε θέσεις εργασίας.

Η χημική βιομηχανία στη χώρα μας αριθμεί 900 επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν 13.000 άμεσα εργαζόμενους. Για κάθε 1 θέση εργασίας αντιστοιχούν 5,7 στην οικονομία. Οι ελληνικές επιχειρήσεις παράγουν 3,1 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές τους έφτασαν στα 2,1 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2022, παρουσιάζοντας αύξηση 5,7% συγκριτικά με το 2021.

Ενεργειακό κόστος και αύξηση πρώτων υλών «γονατίζουν» την παραγωγή

Όπως επισήμαναν οι εκπρόσωποι του ΣΕΒΧ «οι επιπτώσεις της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών στην ενέργεια είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τις επιχειρήσεις της εγχώριας χημικής βιομηχανίας.

Η παραγωγή των χημικών προϊόντων επιβαρύνεται από την αύξηση του κόστους της ενέργειας αλλά και από τη σημαντική αύξηση του κόστους των πρώτων υλών που εφοδιάζεται από προμηθευτές με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας.

 

Στην πρόσφατη (Μάιος 2022) μελέτη που εκπόνησε το ΙΟΒΕ αναφορικά με τις επιπτώσεις της αύξησης του κόστους ενέργειας στον κλάδο έλαβε υπόψιν ένα ακόμη πιο δυσμενές σενάριο αύξησης της τιμής του φυσικού αερίου.

Η μελέτη καταδεικνύει ότι στην περίπτωση αυτή το κόστος ενέργειας υπερβαίνει το λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων επιβαρύνοντας σημαντικά κατηγορίες προϊόντων όπως τα λιπάσματα, τα πετροχημικά, τα χρώματα και τα βιομηχανικά αέρια.

Για την αντιμετώπιση του ενεργειακού κόστους ο ΣΕΧΒ προτείνει:

– Αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας, ένα ευρύτερο θέμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση.

– Απαλλαγή από την επιβάρυνση με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης του φυσικού αερίου που προορίζεται για χημική σύνθεση, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που τον επιβάλει στην ΕΕ.

– Προώθηση των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας.

– Να μην υπάρξουν δεσμεύσεις από την Ελλάδα σε οριζόντια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.

Ενεργειακή ασφάλεια

– Προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως η βιομάζα και η παραγωγή βιομεθάνιου.

– Εξέλιξη των έργων νέας τεχνολογίας, όπως η παραγωγή και αποθήκευση πράσινου υδρογόνου και αμμωνίας.

– Επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ με βελτίωση των υποδομών για να είναι προσιτές από Μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

– Συνεχή αναζήτηση εναλλακτικών πηγών.

– Περαιτέρω ενδυνάμωση έργων εξοικονόμησης και επιτάχυνση αναβάθμισης κτιρίων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.

Μορατόριουμ στην «παραγωγή» νομοθετικών πράξεων

O μετασχηματισμός της βιομηχανίας σε εποχή κρίσης συνεπάγεται κόστος για τη βιομηχανία και έχει επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά της. Πριν από την πανδημία, και οπωσδήποτε πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στην ενέργεια, η Ε.Ε. έθεσε υψηλούς στόχους όσον αφορά την Πράσινη Συμφωνία και τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας:

– Τη μείωση εκπομπών CO2 55% για το 2030 και κλιματική ουδετερότητα για το 2050.

– Την υλοποίηση της στρατηγικής για βιώσιμα χημικά (CSS) που προβλέπει υλοποίηση 85 δράσεων και θα αλλάξει ριζικά 50 νομοθεσίες της Ε.Ε. που αφορούν τη χημική βιομηχανία.

– Τον ψηφιακό μετασχηματισμό για μία ανταγωνιστική βιομηχανία της Ε.Ε.

Από το 1990, ο μέσος ρυθμός αύξησης των σωρευτικών πρόσθετων νομοθετικών ή μη, πράξεων στην Ε.Ε. ήταν 15% ετησίως. Μόνο το προηγούμενο έτος, 1.977 νομοθετικές ή μη πράξεις εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν, ενώ καταργήθηκαν 1.008 την ίδια περίοδο.

Οι αλλαγές που σχεδιάζονται συνεπάγονται κόστος για τη βιομηχανία και επίπτωση στην ανταγωνιστικότητά της, λόγω της απορρόφησης κεφαλαίων και επιστημονικού δυναμικού για έρευνα και ανάπτυξη.

Ο ΣΕΧΒ συμφωνεί και στηρίζει τους κλιματικούς στόχους της Ε.Ε. για το 2030 και το 2050.

Για την αντιμετώπιση των ανατροπών στις διεθνείς αγορές γεωργικών προϊόντων, ενέργειας και πρώτων υλών που συνδέονται με τις κρίσεις, απαιτείται αποφασιστική και συντονισμένη δράση από όλους τους φορείς λήψης πολιτικών αποφάσεων, με στόχο την διαφοροποίηση και την ελάφρυνση του φόρτου των πολιτών και των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτές τις δύσκολες στιγμές.

Για να παραμείνει ανταγωνιστική η χημική βιομηχανία και η Μεταποίηση ευρύτερα, απαιτείται ένα μορατόριουμ στην «παραγωγή» νομοθετικών πράξεων και η εφαρμογή των ρυθμίσεων σε ευρύτερο χρονικό ορίζοντα, θέτοντας τις κατάλληλες προτεραιότητες.

Επιτακτική ανάγκη ο μέγιστος χρόνος πίστωσης να γίνει 60 ημέρες

Οι μακροχρόνιες πιστώσεις στη χώρα μας και οι επιπτώσεις τους στον κλάδο της Μεταποίησης συνιστούν ένα ακόμη κρίσιμο προς επίλυση ζήτημα για τη χημική βιομηχανία. Μετά την περίοδο της πανδημίας, οι τιμές των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων έχουν αυξηθεί δραματικά, ενώ η διαθεσιμότητά τους κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι βιομηχανίες πασχίζουν να τροφοδοτηθούν ώστε να καλύψουν τη ζήτηση σε αγαθά, ενώ παράλληλα οι ανάγκες για ρευστότητα και αποθεματοποίηση είναι τεράστιες. Μία ελληνική βιομηχανία εισάγει από το εξωτερικό πρώτες ύλες και πληρώνει μετρητοίς έως 60 ημέρες.

Στον αντίποδα, καλείται να δεχθεί δυσανάλογα μακράς διάρκειας πιστώσεις και μεταχρονολογημένες επιταγές 8-12 μηνών. Η ενεργειακή κρίση επιτείνει το πρόβλημα με ανάλογο τρόπο. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν την δυνατότητα και τους πόρους να μην επηρεάζονται, όσο οι ελληνικές.

Σύμφωνα με το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο, η σχετική Οδηγία 2011/7/ΕΕ και μεταξύ άλλων το άρθρο 3, ορίζει ότι ο μέγιστος χρόνος πίστωσης μεταξύ των επιχειρήσεων πρέπει να είναι οι 60 ημέρες.

Υπέρβαση μπορεί να γίνει μόνο σε περιπτώσεις που αυτό δεν κρίνεται καταχρηστικό για τον πιστωτή. Η Οδηγία αυτή έχει εναρμονισθεί σε νόμο του κράτους με την παράγραφο Ζ’ του Ν.4152/2013 (107 Α’/2013).

Η αποτελεσματική εφαρμογή της και στην Ελλάδα είναι επιτακτική πλέον ανάγκη για να μπορέσουν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να αποδεσμεύσουν κεφάλαια και να τα επενδύσουν στην έρευνα και τεχνολογία, στην εξωστρέφεια και στην εν γένει ανάπτυξη που θα φέρει παραγωγικές θέσεις εργασίας και έσοδα στο κράτος.

Αντί αυτού, επιβαρύνονται με χρηματοοικονομικό κόστος, στερούνται πόρων και σπαταλιέται χρόνος και χρήμα σε περιττές ένδικες διαδικασίες, δεδομένου ότι υψηλό ποσοστό των μακροχρόνιων πιστώσεων οδηγεί σε επισφάλειες, απασχολώντας δυσανάλογα τη Δικαιοσύνη, η οποία κατ’ επέκταση αδυνατεί να αποφανθεί εντός εύλογου χρόνου.

Σε ανάλογη περίπτωση, μη εφαρμογής της οδηγίας στην Ελλάδα, δόθηκε προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσει στα επιχειρήματα της Επιτροπής. Διαφορετικά, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να την παραπέμψει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ