Έφθασε επιτέλους η ώρα για μείωση ενεργειακού κόστους στην Ελλάδα;

Όσα ειπώθηκαν στη χθεσινή συνάντηση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη με αντιπροσωπεία του ΣΕΒ

Το κόστος ενέργειας στη βιομηχανική παραγωγή, ένα από τα βασικότερα ζητήματα που απασχολεί την ελληνική βιομηχανία τα τελευταία χρόνια και αποτελεί πάγιο αίτημα προς επίλυση, βρέθηκε στο επίκεντρο της χθεσινής συνάντησης του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη με αντιπροσωπεία του ΣΕΒ αποτελούμενη από τον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου Δημήτρη Παπαλεξόπουλο, τον αντιπρόεδρο του Συνδέσμου Ευάγγελο Μυτιληναίο και τον Μιχάλη Στασινόπουλο. Στη συνάντηση συμμετείχε και η Γενική Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών Αλεξάνδρα Σδούκου.

Αναφερόμενος στο κεντρικό αυτό θέμα που απασχολεί την ελληνική βιομηχανία ο Κωστής Χατζηδάκης τόνισε ότι η κυβέρνηση, έχοντας προχωρήσει με τη διάσωση της ΔΕΗ και την απλοποίηση της αδειοδότησης των ΑΠΕ, προχωρά τώρα στην εφαρμογή του Τarget Model.

“Είναι ένα ευρωπαϊκό μοντέλο απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για το οποίο έχει γίνει δουλειά ένα ολόκληρο χρόνο και θα τεθεί σε εφαρμογή την 1η Νοεμβρίου. Σε όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ το μοντέλο αυτό έχει ήδη εφαρμοστεί και έχει λειτουργήσει θετικά. Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας θα στηρίξει την εφαρμογή του. Θα εργαστεί παράλληλα και για την άρση των στρεβλώσεων στην αγορά ενέργειας που οδηγούν σε ένα πλαίσιο που όχι μόνο είναι πολύπλοκο, αλλά και επιβλαβές για τη βιομηχανία, την οικονομία και τους καταναλωτές. Ο ανταγωνισμός είναι η μεγάλη μεταρρύθμιση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

Παράλληλα, δρομολογείται και μια σειρά άλλων μέτρων, όπως είναι η μείωση των χρεώσεων χρήσης συστήματος της βιομηχανίας, η διατήρηση του μηχανισμού αντιστάθμισης για το κόστος των ρύπων και η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στη μέση τάση. Αυτό το μοντέλο θα στηρίξει η κυβέρνηση και αυτό είναι η απάντησή μας τόσο προς τον ΣΕΒ όσο και προς κάθε καταναλωτή ενέργειας”, ανέφερε ο Κωστής Χατζηδάκης.

Από την πλευρά του ΣΕΒ, ο κ. Παπαλεξόπουλος ανέφερε ότι “με δεδομένο τον πολύ έντονο διεθνή ανταγωνισμό, αλλά και το γεγονός ότι το κόστος της ενέργειας για τη βιομηχανία στην Ελλάδα είναι υψηλότερο από σχεδόν όλες τις χώρες της ευρύτερης περιοχής, ζητήσαμε από τον υπουργό κ. Κωστή Χατζηδάκη να αναλάβει πρωτοβουλίες, ώστε το κόστος της ενέργειας για τη βιομηχανία να πέσει σε χαμηλότερα επίπεδα. Στος γενικοτερες αβεβαιότητες που υπάρχουν για για το 2021 για τις ελληνικές εξαγωγές δεν πρέπει να προστεθεί το κόστος της ενέργειας με το οποίο καλούμαστε να ανταγωνιστούμε”.

Άμεση ανάγκη μείωσης κόστους ενέργειας

Όπως έχουν κατ’επανάληψη τονίσει οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων, η τιμή χονδρικής φορτίου βάσης στην Ελλάδα είναι διαχρονικά από 10 έως 40% πιο ακριβή σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ η διαφορά για το δελυτερο τρίμηνο του 2019 ξεπέρασε το 50%. Με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σοβαρες στρεβλώσεις στον ελέυθερο ανταγωνισμό.

Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, το δεύτερο τρίμηνο του 2019 η Ελλάδα είχε την πιο ακριβή τιμή στην Ευρώπη, σχεδόν διπλάσια από τη πιο φτηνή τιμή στη Σουηδία. Παράλληλα, η Μεταποίηση στην Ελλάδα έχει το 2ο μεγαλύτερο μερίδιο δαπάνης για ενεργειακά αγαθά στο συνολικό κόστος παραγωγής στην ΕΕ-28, ενώ ειδικότερα για τους κλάδους με υψηλή ενεργειακή ένταση η Ελλάδα έχει το 6ο μεγαλύτερο μερίδιο, το οποίο είναι 30% υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-28.

Εξάλλου, σύμφωνα και με πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΕ του πρώτου τρίμηνο 2020 η τάση αυτή συνεχίζεται καθώς εμφανίζουν τη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος της Ελλάδας να είναι η ακριβότερη της Ευρώπης κατά 47% σε σχέση με τον μέσο όρο των 27 χωρών της ΕΕ

Τα οφέλη από τη μείωση του ενεργειακού κόστους

Τα οφέλη από τη μείωση του ενεργειακού κόστους – όπως έχουν τονίσει οι βιομήχανοι – θα είναι ουσιαστικά. Υποθέτοντας ότι το ενεργειακό κόστος στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης της Μεταποίησης μειώνεται κατά 10%, προκύπτει ένα κόστος περίπου 115 εκατ., το οποίο όμως υπερκαλύπτεται από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που τελικά συνεισφέρει στο ΑΕΠ 600 εκατ.ευρώ, στους φόρους και τις εισφορές 140 εκατ. ευρώ και στην απασχόληση συνολικά στην οικονομία περί τις 12.000 θέσεις εργασίας

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ