Σε αναθεώρηση των προβλέψεων της για τις τιμές στόχους των ελληνικών τραπεζών προχώρησε η Bank of America, καθώς όπως αναφέρει σε έκθεση της λόγω της πανδημίας καθυστερεί η διαδικασία ομαλοποίησης του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με την BofA, η κρίση στη χώρα μας θα αγγίξει φέτος το 7,5% η οποία όμως θα ακολουθηθεί από ισχυρή ανάκαμψη το 2021 η οποία θα φτάσει και το 9,8%, αν και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της δεν θα είναι τόσο γρήγορη όσο αυτή του μακροοικονομικού συστήματος.
Σύμφωνα με την εκτίμηση της Bank of America, οι εκτιμήσεις για τα έσοδα των τραπεζών μειώνονται και την ίδια στιγμή αυξάνεται το κόστος των ίδιων κεφαλαίων από το 2,7% έως το 12,7%-15% για τις ελληνικές τράπεζες. Επίσης θεωρεί πως η διαδικασία μείωσης των NPEs θα μεταφερθεί κατά ένα περίπου έτος, ενώ σημειώνει πως δεν θεωρεί ότι το βάρος της ενίσχυσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων θα αναγνωριστεί σε ένα μόνο έτος καθώς η διατήρηση της κερδοφορίας θα τεθεί σε προτεραιότητα για τον κλάδο.
Η BofA προβλέπει τώρα την ομαλοποίηση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (RoTE) να επιτυγχάνεται έως το 2023/2024 και μειώνει τις τιμές-στόχους που δίνει για τις μετοχές των τεσσάρων τραπεζών κατά περίπου 55% σε μέσο όρο. Όπως τονίζει, οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποαποδώσει σημαντικά από τις αρχές του έτους (πτώση 65%) μεταξύ των τραπεζών στην περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής χάνοντας τα κέρδη του 2019.
Μειώνονται οι τιμές στόχοι
Ταυτόχρονα η BofA άλλαξε τις τιμές στόχους για τις ελληνικές τράπεζες, αναβαθμίζοντας την Alpha Bank από "Neutral" σε "Buy", ενώ διατήρησε τις αξιολογήσεις για τις Eurobank (Buy), Εθνική Τράπεζα (underperform) και Τράπεζα Πειραιώς (underperform).
Την ίδια στιγμή αλλάζει προς τα κάτω τις τιμές στόχους των τραπεζών, καθώς για την Alpha Bank δίνει τα 0,94 ευρώ από 2,10 ευρώ πριν με περιθώριο ανόδου από τα τρέχοντα επίπεδα στο ταμπλό της τάξης του 55%, για την Eurobank δίνει τιμή-στόχο το 0,52 ευρώ από 1,09 ευρώ πριν με περιθώριο ανόδου 54%, για την Εθνική Τράπεζα δίνει τιμή-στόχο το 1,26 ευρώ από 3,16 ευρώ πριν με περιθώριο ανόδου 10% και για την Τράπεζα Πειραιώς δίνει τιμή-στόχο το 1,28 ευρώ από 3,08 ευρώ πριν με περιθώριο ανόδου 9%.
Ισχυρά χαρτοφυλάκια - αργή ανάκαμψη κερδοφορίας
Όπως εκτιμάει η Bank of America, τα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν πρόβλημα, δεδομένων των ισχυρών εκταμιεύσεων από τις αρχές του έτους, την βραδύτερη απόσβεση (λόγω των μέτρων της κυβέρνησης εν μεσώ της πανδημίας για αναβολή πληρωμών) και την απουσία συναλλαγών NPEs (εκτός από την περίπτωση της Eurobank).
Όπως εκτιμά, τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) θα παραμείνουν ανθεκτικά, αλλά οι προμήθειες θα είναι η βασική πηγή πίεσης στα έσοδα. Επιπλέον, εκτιμά ότι η εξοικονόμηση κόστους το 2020 θα είναι χαμηλότερη από το αναμενόμενο.
Το εύρος της πίεσης στην ποιότητα ενεργητικού θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια του παγκόσμιου και του εσωτερικού lockdown, σημειώνει η BofA. H συντονισμένη νομισματική και δημοσιονομική στήριξη, σε συνδυασμό με τα εποπτικά μέτρα, θα δώσουν σημαντικές "ανάσες" στο μέτωπο της ρευστότητας, της ποιότητας κεφαλαίου και του ενεργητικού.
Κατά την άποψη της BofA, τα σχετικά χαμηλά επίπεδα προ προβλέψεων κερδών και εποπτική ευελιξία θα οδηγήσουν πιθανώς τις ελληνικές τράπεζες να "μοιράσουν" τις πιέσεις της αύξησης του κόστος κινδύνου σε ένα διάστημα δύο ετών. Επομένως, δεν αναμένει απότομη ανάκαμψη της κερδοφορίας το 2021, παρά την πιθανή ανάκαμψη του μακροοικονομικού περιβάλλοντος.
"Βαρίδι" τα κόκκινα δάνεια
Όπως τονίζει η BofA οι τρέχουσες συνθήκες μειώνουν τη δυνατότητα τιμολόγησης ή πώλησης των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών.
Έτσι εκτιμά πως οι τιτλοποιήσεις θα μεταφερθούν ένα περίπου έτος αργότερα, εξαιρουμένης της τιτλοποίησης της Eurobank, Cairo, που βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο. Όπως εκτιμά, οι οι ελληνικές τράπεζες θα φτάσουν στην κανονικότητα σε ότι αφορά την αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων, έως το 2023-2024 λόγω της καθυστέρησης στην ανάκαμψη της NPEs και των προμηθειών.
Η ποιότητα κεφαλαίων (τα DTCs αποτελούν μεγάλο μέρος του κεφαλαίου CET1) παραμένει ένα βασικό μακροπρόθεσμο ζήτημα κατά την άποψή της, ωστόσο, δεν εκτιμά ότι οι εποπτικές αρχές θα "ασχοληθούν" με αυτό το θέμα στο επόμενο διάστημα.