Η Ελλάδα πρέπει να γίνει (και πάλι) ο «Ηγέτης» των Βαλκανίων

Η Ελλάδα ήταν αντικειμενικά σχεδόν για 36 χρόνια η πιο ισχυρή, σταθερή και σύγχρονη χώρα στην περιοχή των Βαλκανίων, έχοντας πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολιτικό, διπλωματικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Με ξεκάθαρη ευρωπαϊκή ταυτότητα, υψηλό βιωτικό επίπεδο και αξιοσημείωτους ρυθμούς ανάπτυξης, υπήρξε από το 1989 και μετά ένα είδος «Βαλκανικού προτύπου» για τις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής, που βίωναν τις επιπτώσεις της μετα-σοβιετικής εποχής και των καταστροφικών αποτελεσμάτων του κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου του περίφημου «κομμουνιστικού συστήματος». Ειδικά κατά την διάρκεια της δεκαετίας του’ 90.

Ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής πίεζε πολιτικούς συμμάχους και κομματικούς αντιπάλους στην Ελλάδα και τους ηγέτες των ιδρυτικών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (του προάγγελου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) για την επίτευξη μιας συμφωνίας σύνδεσης στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, είχε αντιληφθεί την σημασία της συμμαχίας των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και την χρησιμότητά της στην γεωγραφική περιοχή τόσο των Βαλκανίων όσο και της Ανατολικής Μεσογείου.

Όταν το μεσημέρι της Κυριακής, της 9ης Ιουλίου του 1961, υπογράφηκε επίσημα η συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας – Ε.Ο.Κ. στην Αίθουσα Τροπαίων της Βουλής, μπορεί να απουσίαζε η υπογραφή του από το έγγραφο αλλά κάθε τμήμα του κειμένου της συμφωνίας είχε την δική του σφραγίδα. Ήταν το πρώτο συνδεδεμένο κράτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας από την ίδρυσή της τον Ιανουάριο του 1958.

Στις 12 Ιουλίου του 1961, όταν και δόθηκαν στη δημοσιότητα, τα πλήρη και επίσημα κείμενα της συμφωνίας σύνδεσης της Ελλάδας με την Ε.Ο.Κ., αποκαλύφθηκε πως το τελικό κείμενο είχε συνολικά 77 άρθρα και επιπλέον 20 πρωτόκολλα και 9 δηλώσεις, μαζί με 4 πίνακες, χωρισμένα σε 3 παραρτήματα. Η συμφωνία κυρώθηκε από τη Βουλή στις 28 Φεβρουαρίου του 1962 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του 1962, θέτοντας την Ελλάδα σε καθεστώς συνδεμένου μέλους και ταυτόχρονα επισήμως υποψηφίου μέλους για ένταξη στην Κοινότητα. Άλλωστε, ο βασικός στόχος του Καραμανλή και άλλων επιφανών πολιτικών της εποχής με διορατικότητα και πραγματικά πατριωτική συνείδηση ήταν η ενσωμάτωση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως πλήρους μέλους, προκειμένου να έχει πρόσβαση σε μια ενιαία οικονομική αγορά και ταυτόχρονα να αποκτήσει ένα ακόμα μέσο υποστήριξης στην Ευρώπη σε περίπτωση, που οι χώρες της Βαλκανικής – στην πλειονότητά τους μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας – όσο και η (κατά τα άλλα σύμμαχος και φίλια χώρα) Τουρκία, στρέφονταν  στρατιωτικά εναντίον της, όπως και έγινε δηλαδή μια δεκαετία αργότερα.

 Για όσους δεν θυμούνται ή δεν έχουν μελετήσει εκείνη την κρίσιμη περίοδο για την Ελλάδα και την Ευρώπη γενικότερα, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (γνωστή και με το ακρωνύμιο, Ε.Ο.Κ.) υπήρξε η σημαντικότερη και πιο γνωστότερη από τις τέσσερις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, που είχαν ιδρυθεί το ίδιο χρονικό διάστημα (1958-1962). Οι άλλες ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ή ΕΚΑΧ), η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ή ΕΥΡΑΤΟΜ) και η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (ήΕΖΕΣ ), την οποία προώθησε διπλωματικά η Μεγ.Βρετανία ως αντίβαρο στην Ε.Ο.Κ., αλλιεύοντας συμμάχους από την Σκανδιναβία.

Η Ελλάδα δεν είχε κανένα όφελος από την είσοδό της στην πρώτη αφού δεν αποτελούσε σημαντικό παραγωγό Χάλυβα και Άνθρακα ενώ δεν διέθετε και βαριά βιομηχανία, δεν είχε τις δυνατότητες να εισέλθει στην παραγωγή ατομικής ενέργειες ενώ πολύ σοφά οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου εκτίμησαν ότι η ΕΖΕΣ ήταν ένα Βρετανικό «στοίχημα» στην διεθνή σκακιέρα της εξουσίας και της πολιτικής και όχι ένα «όχημα» ευρωπαϊκής συνεργασίας και αλληλεγγύης.

Αν δεν μεσολαβούσε μάλιστα το «πάγωμα»της συμφωνίας από τις ευρωπαϊκές χώρες, λόγω της στρατιωτικής χούντας (του Παπαδόπουλου, του Ιωαννίδη, του Παττακού και των υπολοίπων κατάπτυστων μελών της συμμορίας που έφερε την χώρα στα πρόθυρα της διάλυσης), η Ελλάδα θα είχε εισέλθει στην Ε.Ο.Κ. πολύ νωρίτερα, επιταχύνοντας τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της χώρας σε όλους τους τομείς. Αντιθέτως, χάθηκαν 7 πολύτιμα χρόνια και μαζί οι θυσίες των Ελλήνων πολιτών στην περίοδο της ανασυγκρότησης της χώρας, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η συγκεκριμένη συμφωνία όμως ενεργοποιήθηκε εκ νέου με τους ίδιους όρους, ύστερα από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τον Ιούλιο του 1974 και ακολούθησαν οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης για την άμεση ενσωμάτωση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, που είχε μετεξελιχθεί κατά την διάρκεια της χαμένης επταετίας στον πιο ισχυρό οικονομικό και πολιτικό οργανισμό στην «Γηραιά Ήπειρο». 

Η αίτηση για την ένταξη της Ελλάδας ως πλήρους μέλους στην Ε.Ο.Κ. υποβλήθηκε στις 12 Ιουνίου 1975, με επιστολή του -τότε- πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών της Ε.Ο.Κ. και Υπουργό Εξωτερικών της Ιρλανδίας, Τζ. Φιτζέραλντ. Έτσι, σχεδόν ένα χρόνο αργότερα (τον Ιούλιο του 1976) άρχισαν οι τελικές διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Μάιο 1979 με την επίσημη υπογραφή της συμφωνίας της Πράξης Προσχώρησης στο επιβλητικό Ζάππειο Μέγαρο στην Αθήνα. Η Βουλή επικύρωσε την συμφωνία ένταξης (επισήμως, Πράξη Προσχώρησης της Ελλάδας) στην Ε.Ο.Κ. στις 28 Ιουνίου 1979 και η Ελλάδα έγινε πλήρες μέλος της, δύο χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 1981,

Σε αυτό το χρονικό διάστημα και κυρίως στα επόμενα 8 χρόνια οι υπόλοιπες χώρες της περιοχής των Βαλκανίων έζησαν μια φάση… αποσύνθεσης, με το βιωτικό τους επίπεδο να αγγίζει το ναδίρ την περίοδο 1989-1991 με την κατάρρευση πρώτα του Σοβιετικού Μπλοκ και μετά του κομμουνισμού καθώς και την σχεδόν αναμενόμενη διάλυση των οικονομιών τους. Από εκείνο το σημείο ως και τα μέσα του 2010, η Ελλάδα κατείχε ηγετική θέση στην περιοχή με την ακμάζουσα οικονομία της, την εξωστρέφεια και την δυναμική της Ε.Ε., παρά τον υπόγειο πόλεμο της Τουρκίας στην περιοχή μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Ούτε η ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2007 στα πλαίσια της δεύτερης διεύρυνσης της ΕΕ (των 27 πλέον), είχε καμία επίπτωση στην επιρροή και την δυναμική της Ελλάδας στα Βαλκάνια αφού είχε προηγηθεί ως αντιστάθμισμα η συμμετοχή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) από την 1η Ιανουαρίου 2002,  με την υιοθέτηση του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος.

Όμως, δώδεκα χρόνια μετά την ένταξη Βουλγαρίας και Ρουμανίας στην Ε.Ε. και σχεδόν 9,5 χρόνια μετά την υπογραφή του προγράμματος διάσωσης, η θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια είναι σαφώς αποδυναμωμένη, οι γεωπολιτικές συνθήκες εντελώς διαφορετικές και η ανάδειξή της εκ νέου σε χώρα-ηγέτη της περιοχής αποτελεί ζήτημα υψίστης σημασίας.

Η Ελλάδα οφείλει να αναλάβει ξανά πρωταγωνιστικό ρόλο στα Βαλκάνια, να αποτελέσει πρότυπο σταθερότητας και εγγυητή της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών της περιοχής, όπως η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία και μελλοντικά η Σερβία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Κόσοβο, στηρίζοντας παράλληλα το Μαυροβούνιο στην περίπλοκη διαδικασία πλήρους ένταξης ως το 2025.

Στην μετα-μνημονιακή εποχή για την χώρα, ο αποκλεισμός των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στερεί από την Ελλάδα έναν ζωτικό χώρο επιρροής και αφήνει το πεδίο ελεύθερο για πολιτικά, διπλωματικά και οικονομικά «παιχνίδια» άλλων δυνάμεων (Τουρκία, Ρωσία, Κίνα) κανέναν από τα οποία δεν είναι προς όφελός της…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ