Οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν τη Δευτέρα ότι οι ξένες επενδυτικές εταιρείες που θέλουν να δραστηριοποιούνται στην ευρωζώνη θα πρέπει να ανοίξουν υποκαταστήματα εντός του μπλοκ, μια κίνηση που θα πλήξει ιδιαίτερα τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις που εδρεύουν στο Λονδίνο.
Η απόφαση αυτή περιλαμβάνεται στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο που προωθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τις επενδυτικές εταιρείες γενικότερα, το οποίο προβλέπει αυστηρότερους όρους για τη λειτουργία τους, προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Οι νέοι κανόνες τελούν υπό την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ωστόσο, εάν εγκριθούν σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν έδρα στη Βρετανία, για να συνεχίσουν να προσφέρουν το σύνολο των υπηρεσιών τους στους Ευρωπαίους πελάτες τους μετά την 29η Μαρτίου, δηλαδή μετά το Brexit, θα πρέπει να ανοίξουν υποκαταστήματα στην ευρωζώνη.
Για να γίνει πλήρως κατανοητό τι ακριβώς σημαίνει αυτό για τον κλάδο των επενδυτικών επιχειρήσεων, αρκεί να αναφέρουμε ότι οι περισσότερες από τις μισές ευρωπαϊκές επενδυτές εταιρείες, που φτάνουν τις 6.000, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών κολοσσών Goldman Sachs και JPMorgan, έχουν την έδρα τους στη Βρετανία, σύμφωνα με το Reuters.
Στο κείμενο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφέρεται επίσης ότι θα δοθούν περισσότερες αρμοδιότητες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την παρακολούθηση των ξένων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που λειτουργούν στην ευρωζώνη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους νέους κανόνες, οι επενδυτικές εταιρείες θα παρακολουθούνται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και θα υπόκειται σε αυστηρότερους κανόνες ανάλογα με το μέγεθός τους, όπως και οι τράπεζες.
Πιο αναλυτικά, προβλέπεται ότι οι επενδυτικές εταιρείες με περιουσιακά στοιχεία ύψους άνω 15 δισ. ευρώ θα υπόκεινται αυτομάτως στις ίδιους κανόνες κεφαλαίων και ρευστότητας που ισχύουν για τις μεγάλες τράπεζες, ενώ και οι αντίστοιχες εταιρείες με περιουσιακά στοιχεία από 5 έως 15 δισ. ευρώ θα υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εφόσον κριθεί ότι οι δραστηριότητές τους ενέχουν κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Οι μικρότερες επιχειρήσεις, που δεν θεωρούνται συστημικές, θα υπόκεινται σε ένα ειδικό, λιγότερο αυστηρό, καθεστώς εποπτείας.
Το κείμενο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προβλέπει επίσης μια μεταβατική περίοδο 5 ετών, ώστε να δοθεί στις επιχειρήσεις αρκετός χρόνος για να προσαρμοστούν στο νέο καθεστώς.