Τα κόκκινα δάνεια οδηγούν την επόμενη μέρα των τραπεζών

Με την Ελλάδα να βρίσκεται στην τελική ευθεία για την έξοδό της από τα μνημόνια, μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις για την επόμενη μέρα είναι η γρηγορότερη ρύθμιση του θέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του τραπεζικού συστήματος για να συμβάλλει στο μέγιστο δυνατό βαθμό στην ανάκαμψη της οικονομίας μέσα από την παροχή δανείων.

Την ανάγκη ενίσχυσης των προσπαθειών των τραπεζών για την αντιμετώπιση του προβλήματος επισημαίνουν, εξάλλου, συχνά πυκνά τόσο οι Ευρωπαίοι δανειστές όσο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Οι τράπεζες, λοιπόν, έχουν εντείνει τις κινήσεις τους στον συγκεκριμένο τομέα, καθώς έχουν δεσμευτεί για μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα 64,6 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2019 από περίπου 95 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2017 και περίπου 106 δισ. ευρώ που ήταν στο τέλος του 2016.

Ήδη, το πρώτο τρίμηνο του έτους οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους που έχουν τεθεί, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (δάνεια με καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών και δάνεια αβέβαιης είσπραξης) υποχώρησε στο τέλος Μαρτίου στα 92,4 δισ. ευρώ έναντι στόχου 93,6 δισ. ευρώ, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν στα 63,9 δισ. ευρώ, όσο ήταν ο στόχος.

Το μεγάλο στοίχημα, ωστόσο, που καλούνται να κερδίσουν οι τράπεζες αφορά τη σύμπραξή τους για την αντιμετώπιση της κοινής έκθεσής τους σε επιχειρήσεις.

Προς την κατεύθυνση αυτή, το πρώτο σημαντικό βήμα έγινε εχθές, 31.07.2018, με τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς) με την εξειδικευμένη διαχειρίστρια εταιρεία δανείων doBank S.p.A (doBank).

Με βάση τη συμφωνία, η doBank θα υποστηρίξει τις τέσσερις συστημικές τράπεζες με την αποκλειστική διαχείριση κοινών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που αφορούν περισσότερες από 300 ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνολικής κατά προσέγγιση ονομαστικής αξίας 1,8 δισ. ευρώ, διευκολύνοντας την εξεύρεση αποτελεσματικών και βιώσιμων λύσεων αναδιάρθρωσης, όπου αυτό είναι εφικτό.

Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, μάλιστα, θα καθορίσει και τα βήματα που θα γίνουν σε επόμενο στάδιο. Κι αυτό γιατί η εν λόγω συμφωνία αναμένεται να αποτελέσει τον «πιλότο» για την επίτευξη του ακόμη δυσκολότερου εγχειρήματος που αφορά τη διαχείριση της κοινής έκθεσης των τραπεζών σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπου η σύμπραξή τους είναι αναγκαία, καθώς μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί παράλληλα και νέα δανειοδότηση για βιώσιμες επιχειρήσεις.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ