Alpha Bank: “Να εκλογικευτούν οι δημοσιονομικοί στόχοι”

Την ανάγκη να εκλογικευτούν οι αυστηροί δημοσιονομικοί στόχοι ώστε να μην υπονομευθεί η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας τα επόμενα χρόνια, επισημαίνει στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της η Alpha Bank.

Ειδικότερα, η τράπεζα επισημαίνει ότι η Ελλάδα στη διάρκεια των τριών προγραμμάτων προσαρμογής επέτυχε σημαντική προσαρμογή στη δημοσιονομική διαχείριση, εξαλείφοντας σταδιακά το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα που είχε φθάσει το 10,3% του ΑΕΠ το 2009 και επιτυγχάνοντας υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα τελευταία έτη. Η προσαρμογή αυτή επετεύχθη με σημαντικό κοινωνικό κόστος σε όρους απωλειών θέσεων εργασίας και μειώσεως εισοδημάτων. Το υφεσιακό αυτό αποτέλεσμα επιβαρύνθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της αβεβαιότητας, η οποία τα τελευταία χρόνια φαίνεται, έστω και με καθυστέρηση, να κάμπτεται.

Όπως σημειώνει, όμως, η επίπτωση της κλιμακούμενης πολιτικής κρίσεως στην Ιταλία επί των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων σε αυτήν την κρίσιμη φάση εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής, μάς υπενθυμίζει το πόσο ευάλωτη παραμένει η ελληνική οικονομία στις εξωτερικές διαταραχές και την αβεβαιότητα.

Ως εκ τούτου, η Alpha Bank τονίζει ότι οι αυστηροί δημοσιονομικοί στόχοι θα ήταν σημαντικό να εκλογικευτούν, στο βαθμό που θα το επιτρέψει η σχεδιαζόμενη ελάφρυνση του δημοσίου χρέους, έτσι ώστε να μην υπονομευθεί η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας τα επόμενα έτη

Σύμφωνα με την τράπεζα, η άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή που επετεύχθη τα τελευταία έτη φαίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν μετράται λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορετική φάση του οικονομικού κύκλου της Ελλάδος σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα, το προσαρμοσμένο προς τον οικονομικό κύκλο πρωτογενές πλεόνασμα που υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως ποσοστό στο δυνητικό ΑΕΠ έφθασε το 7,7% το 2017, έναντι μόλις 1,3% κατά μέσο όρο στην Ζώνη του Ευρώ. Τούτο αποτελεί ένα ακριβέστερο μέτρο της εντάσεως της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς λαμβάνει υπόψη πόσο υποστηρικτική είναι η κατάσταση της οικονομίας στην προσπάθεια αυξήσεως των εσόδων και του περιορισμού των δαπανών.

Το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2017, σημειώνει, φαίνεται ότι δεν οφειλόταν τόσο στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της αυξημένης οικονομικής δραστηριότητος όσο κυρίως στην επίδραση των δημοσιονομικών μέτρων που υιοθετήθηκαν τα τελευταία έτη. Αυτά αφορούν:
• Μεταρρυθμίσεις το 2016 για το συνταξιοδοτικό σύστημα
• Αυξήσεις στους έμμεσους φόρους τα δύο τελευταία έτη.
• Χαμηλότερες έναντι των στόχων πρωτογενείς δαπάνες (συμπεριλαμβανομένου του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων) και
• Λοιπά μη επαναλαμβανόμενα έσοδα όπως για παράδειγμα η ρύθμιση της οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδημάτων.

Σημειώνεται ότι σε όλη την περίοδο εφαρμογής των προγραμμάτων προσαρμογής, η δημοσιονομική συστολή ήταν εντόνως προκυκλική, καθώς τα πρωτογενή ελλείμματα εκμηδενίστηκαν κατά την διάρκεια της έντονης καθοδικής πορείας του οικονομικού κύκλου. Επομένως, τονίζει η Alpha Bank, η δημοσιονομική προσαρμογή ήταν ακόμη μεγαλύτερη και αυτό απεικονίζεται με το πρωτογενές αποτέλεσμα προσαρμοσμένο στον οικονομικό κύκλο, το οποίο είναι υψηλότερο σε συνθήκες έντονης και παρατεταμένης υφέσεως, σε σχέση με το πρωτογενές ισοζύγιο όταν δεν είναι προσαρμοσμένο στον οικονομικό κύκλο.

Παράλληλα, σημειώνει ότι το πρωτογενές ισοζύγιο της Γενικής Κυβερνήσεως στην Ελλάδα είναι σημαντικά πλεονασματικό την διετία 2016-2017, ενώ το παραγωγικό κενό παραμένει έντονα αρνητικό, δηλαδή η οικονομία λειτουργεί σημαντικά χαμηλότερα των παραγωγικών δυνατοτήτων της. Η δημοσιονομική προσαρμογή που επέτυχε η Ελλάδα συνέβαλε στην διεύρυνση του παραγωγικού κενού, το οποίο είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ.

Σύμφωνα με την Alpha Bank, το χαρακτηριστικό της έντονης δημοσιονομικής συστολής συνεχίζεται τους πρώτους μήνες του 2018, σύμφωνα με την εκτέλεση του Προϋπολογισμού. Όπως παρατηρείται, το πρωτογενές πλεόνασμα του Κρατικού Προϋπολογισμού διατηρείται σταθερά υψηλότερα του στόχου που έχει τεθεί για αυτό το διάστημα. Η υπεραπόδοση αυτή αποδίδεται τόσο στα υψηλότερα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού σε σχέση με τον στόχο, όσο και στο γεγονός ότι οι πρωτογενείς δαπάνες κινούνται χαμηλότερα έναντι του στόχου. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι το πρωτογενές πλεόνασμα του Κρατικού Προϋπολογισμού να διαμορφωθεί στα 2,28 δισ. ευρώ στο τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2018, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,37 δισ. ευρώ.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, σύμφωνα πάντα με την Alpha Bank, το γεγονός ότι η δημοσιονομική πειθαρχία πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα με τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες μειώθηκαν από 9,6 δισ. ευρώ το 2012 στα 3,4 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2018. Παράλληλα, αν και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων στο παρελθόν εμφάνισε αρκετές καθυστερήσεις, εκτιμάται ότι θα επιταχυνθεί και τα έσοδα θα ανέλθουν στα 6,9 δισ. ευρώ σωρευτικά στην περίοδο 2011-2018. Η βελτίωση των γενικών συνθηκών ρευστότητας επηρεάζεται θετικά από τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς διατίθενται οικονομικοί πόροι στην πραγματική οικονομία.

Τούτο, σε συνδυασμό με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, αναμένεται να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη στην οικονομία και να προσελκύσουν ξένες άμεσες επενδύσεις, εκτιμά η τράπεζα.

Η βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας αποτυπώνεται, σύμφωνα με την Alpha Bank, και στη συνεχιζόμενη μείωση της εξαρτήσεως των ελληνικών τραπεζών από τον μηχανισμό χρηματοδοτήσεως του Ευρωσυστήματος, το πρώτο τετράμηνο του 2018. Συγκεκριμένα, στο τέλος Απριλίου, η χρηματοδότηση των Ελληνικών τραπεζών μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τραπέζης και του ευρωπαϊκού μηχανισμού παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) ανερχόταν σε 21,5 δισ. ευρώ, έναντι 59,1 δισ. ευρώ τον ίδιο μήνα του 2017.

Παράλληλα, τονίζει ότι από τον Μάιο του 2017 παρατηρείται συνεχής μείωση του λόγου δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα προς τις καταθέσεις, ο οποίος υποχώρησε από 160,7% τον Μάιο του περασμένου έτους σε 141,1% τον Απρίλιο του 2018. Σημειώνει δε την εντονότερη μείωση του ανωτέρω λόγου τους τελευταίους δύο μήνες, γεγονός που επιβεβαιώνει τη βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ