Μία στις τρεις ΜμΕ δεν μπορεί να πληρώσει μισθούς και μία στις τέσσερις χρωστάει παντού

Σχεδόν μία στις τέσσερις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καταβάλλουν έγκαιρα τους μισθούς, το 25% αυτών αντιμετωπίζει πρόβλημα υπερχρέωσης, ενώ το 34,5% των ΜμΕ θεωρεί πιθανό να βάλει «λουκέτο» το επόμενο διάστημα, σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ.

Όπως προκύπτει από την έρευνα, που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1.008 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, η αποτίμηση του δεύτερου εξαμήνου του 2017 επιβεβαιώνει την υπόθεση της σταθεροποίησης και σταδιακής ανάκαμψης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς σημειώνεται ιστορικό υψηλό 8ετίας, τόσο στον δείκτη σταθερότητας (35%) όσο και της βελτίωσης των δεικτών (11,5%).

Ωστόσο, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας είναι πολλές, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη προσαρμογής ορισμένων πολιτικών που θα εστιάζουν στις ανάγκες της μικρής εγχώριας μονάδας, στη βελτίωση των όρων εμπορίου και καλύτερης πρόσβασης στις αγορές και βελτίωσης του χρηματοδοτικού περιβάλλοντος.

Ειδικότερα, σε ότι αφορά την αγορά εργασίας, το 36,7% το μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας δήλωσε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα στην έγκαιρη καταβολή των μισθών, γεγονός που εντείνει το φαινόμενο των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.

Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με την έρευνα, το 44,8% των μικρών και πολύ μικρών εργοδοτών απασχολούν προσωπικό με μερική απασχόληση, ενώ υψηλό παραμένει και το ποσοστό (30%) εκείνων που δήλωσαν ότι θα προσλάβουν προσωπικό με μερική απασχόληση το επόμενο διάστημα. Επιπρόσθετα, το 33,5% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μειώσει περιστασιακά ώρες/ημέρες εργασίας, ποσοστό χαμηλότερο σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες, αλλά ακόμα σημαντικά υψηλό.

Με άλλα λόγια, δηλαδή, συνεχίζεται το φαινόμενο της αύξησης της απασχόλησης αλλά σε χαμηλότερης κυρίως ποιότητας θέσεις εργασίας (χαμηλότεροι μισθοί, λιγότερες μέρες και ώρες κ.λπ.).

Ταυτόχρονα και παρά την βελτίωση των οικονομικών δεικτών, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα σε ότι αφορά την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων και των οφειλών τους, με το 25% επί του συνόλου των επιχειρήσεων να είναι υπερχρεωμένο. Σταθερά υψηλότερο είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές προς το πρώην ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών (ΟΑΕΕ, 26,3%).

Παράλληλα, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία αυξάνεται στο 24,8% (από 23,8%), παρότι πρόσφατα τέθηκαν σε ισχύ οι ρυθμίσεις του εξωδικαστικού για χρέη αποκλειστικά προς το δημόσιο. Το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών που προστέθηκε μέσα στο 2017 ανήλθε στα 6,01 δισ. ευρώ (στοιχεία διοικητή ΑΑΔΕ).

Έτσι, περίπου 81.000 μικρές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωπες το προηγούμενο εξάμηνο με κατάσχεση ή δέσμευση λογαριασμών για οφειλές.

Το θετικό, ωστόσο, είναι ότι παρατηρείται σημαντική αποκλιμάκωση στον αριθμό των επιχειρήσεων που εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις του έτους (19,6% έναντι 23,7% στην προηγούμενη έρευνα).

Αμετάβλητες, από την άλλη μεριά, παραμένουν οι οφειλές των επιχειρήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς εκείνες που δηλώνουν ότι καθυστερούν να καταβάλλουν οφειλές σε προμηθευτές, για ενοίκια και για δόσεις δανείου διατηρούνται αντίστοιχα στο 19,8%, 15,7% και 16,5%. Η έκθεση στο χρέος ιδιωτών παραμένει μια σημαντική απειλή για την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας και αντανακλά την περιορισμένη πρόσβαση σε κεφάλαια και πιστώσεις.

Επιπλέον, οι στατιστικές εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δείχνουν ότι το 8,9% των επιχειρήσεων έχει ταυτόχρονα οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες πλέον υπερβαίνουν τα 230 δισ. ευρώ (99,9 δισ. στην εφορία, 31,2 δισ. στο ΚΕΑΟ και 100,4 δισ. στις τράπεζες), ενώ ή τάση τους παραμένει αυξανόμενη. Το 16,8% των μικρών επιχειρήσεων (πάνω από 110.000 φυσικά ή νομικά πρόσωπα) οφείλουν πάνω από 20.000 ευρώ.

Σημειώνεται, μάλιστα, ότι οι ρυθμίσεις που επέφερε ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης ιδιωτικού χρέους σε όλες τις εκδοχές του (τράπεζες, 120 δόσεις σε δημόσιο) έχουν προσελκύσει το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων, αλλά δεν έχουν επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ειδικότερα, μόλις 1 στις 9 οφειλέτριες επιχειρήσεις δηλώνει ότι έχει κάνει ήδη διακανονισμό, ανεξαρτήτως των διαθεσίμων εργαλείων που χρησιμοποίησε.

Σημαντικό, επίσης, πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σύμφωνα με το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, είναι η ρευστότητα, καθώς έξι στις 10 δηλώνουν επιδείνωση της κατάστασης ρευστότητας παρά την ευνοϊκότερη οικονομική συγκυρία. Αυτό συμβαίνει σε αντιδιαστολή με την εικόνα σταδιακής επενδυτικής επαναφοράς για ένα υψηλότερο ποσοστό επιχειρήσεων (11% από 8,2%), το οποίο παραμένει περιορισμένο και φαίνεται να έχει δυνητικά χαμηλό ανώτατο όριο.

Όπως σημειώνεται, η χαμηλή επενδυτική εμπιστοσύνη και η απουσία ή αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοοικονομικά εργαλεία αποτελούν μόνιμο διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, και ως τέτοιο επηρεάζει τις προοπτικές ανάκαμψης των κλάδων στους οποίους κυριαρχούν οι μικρές επιχειρήσεις.

Ενδεικτικό είναι ότι παρά τη θετική συγκυρία, μόνο το 6,6% των επιχειρήσεων σχεδιάζει να επενδύσει το επόμενο εξάμηνο.

Σε ότι αφορά το επιχειρηματικό περιβάλλον, οι κυριότερες απειλές και δυσκολίες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις είναι η ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού (βλέπετε αδήλωτη επαγγελματική δραστηριότητα), αλλά και η σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα. Συγκεκριμένα, 2 στις 3 επιχειρήσεις εμφανίζονται να αντιμετωπίζουν αθέμιτο ανταγωνισμό από πρακτικές ανταγωνιστριών επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις του εμπορίου φαίνονται να επηρεάζονται σε πιο έντονο βαθμό.

Τέλος, αξιοσημείωτο είναι, όπως προκύπτει από την έρευνα, ότι παρ’ όλο που ο δείκτης βιωσιμότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων συνεχίζει να βελτιώνεται, ο δείκτης ανασφάλειας και φόβου για την πορεία της επιχείρησης διατηρεί υψηλές τιμές. Έτσι, το 34,5% των επιχειρήσεων θεωρεί αρκετά και πολύ πιθανό να κλείσει το επόμενο διάστημα (έναντι 38,1% του προηγούμενου εξαμήνου και 38,1% της αντίστοιχης έρευνας του Φεβρουαρίου του 2017).

Ειδικότερα, εκτιμάται ότι η μείωση επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο θα είναι περίπου 7.000 επιχειρήσεις, κυρίως πολύ μικρές και αυτοαπασχολούμενους. Ωστόσο, από τα μακροοικονομικά δεδομένα και τις προβολές για την πορεία της οικονομίας (εκτίμηση για μεγέθυνση άνω του 2,5%), διαφαίνεται πως διανύουμε μια περίοδο επιστροφής στην κανονικότητα, στην οποία το ισοζύγιο εγγραφών- διαγραφών αναμένεται να είναι θετικό.

Δείτε αναλυτικά την έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ