Σύμφωνα με την ανακοίνωση των στοιχείων εννεαμήνου, οι πωλήσεις της ΦΑΓΕ έπεσαν κάτω από τα 500 εκατ. δολάρια, με τις μεγαλύτερες πιέσεις να υποβάλλονται το τελευταίο τρίμηνο. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι μειώσεις στις πωλήσεις της εταιρείας στην Βρετανία, η οποία αποτελεί την μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή αγορά για το Ελληνικό γιαούρτι, το τρίτο τρίμηνο κατά -14,2% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Αντίστοιχα σημαντική πτώση κατέγραψαν οι πωλήσεις στις ΗΠΑ με 7,5% ενώ οριακή στο -1,3% ήταν η πτώση στην Ιταλία.
Με βάση τα στοιχεία που ανακοίνωσε η εταιρεία, ο όγκος των πωλήσεων εκτός Ελλάδας μειώθηκε κατά 7,4% το πρώτο τρίμηνο. Οι πωλήσεις σε όγκο εντός Ελλάδας αυξήθηκαν οριακά +0,9% και αυτό περιόρισε λίγο την συνολική πτώση, η οποία έφτασε στα 6,2%.
Αντίστοιχα πτωτικά κινήθηκαν και οι πωλήσεις της ΦΑΓΕ σε αξία, υποχωρώντας στα 162,2 εκατ. δολάρια, σημειώνοντας πτώση -3% ενώ αν εξαιρεθούν οι πωλήσεις της Ελλάδας, τότε η πτώση φτάνει το -5,7%. Οι πωλήσεις εντός Ελλάδας αντιστοιχούν πια στο 83,5% σου συνόλου σε σχέση με το 859(% του αντίστοιχου περσινού.
Αντίστοιχη εικόνα υπάρχει και στο εννεαμήνου, όπου οι πωλήσεις της ΦΑΓΕ μειώθηκαν σε αξία κατά 4,8%, με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν στα 482,4 εκατ. δολάρια, ως αποτέλεσμα της πτώσης των πωλήσεων σε ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία κατά 5,1%, 7,6% και 1,2% αντίστοιχα. Αυτό οφείλεται σύμφωνα με την εταιρεία στην υποχώρηση του όγκου των πωλήσεων κατά 8,5% στο εννεάμηνο και στην αδύναμη στερλίνα έναντι του δολαρίου. Ακόμη μεγαλύτερη πάντως ήταν η υποχώρηση των πωλήσεων σε όγκο σε ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Ελλάδα, 5,9%, 10% και 23,1% αντίστοιχα, εν αντιθέσει με την Ιταλία όπου οι πωλήσεις ενισχύθηκαν κατά 1,7%.
Βασική αιτία της πίεσης που δέχτηκαν τα μεγέθη της εταιρείας είναι η κατάργηση της κατηγορίας του γάλακτος, στην οποία η εταιρεία δραστηριοποιούνταν το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Αντίθετα με τις πωλήσεις, τα κέρδη της εταιρείας σημείωσαν σημαντική αύξηση και ανήλθαν σε 60,2 εκατ. δολάρια σε σχέση με τα 19,5 εκατ. δολάρια της αντίστοιχης περσινής περιόδου. Η αύξηση αυτή οφείλεται στην μείωση των καθαρών χρηματοοικονομικών εξόδων τα οποία περιορίστηκαν στα 19 εκατ. δολάρια το φετινό εννεάμηνο σε σχέση με τα 58,8 εκατ. δολάρια του αντίστοιχου περσινού.