Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, υπήρξε αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών στην Ελλάδα, το 2016. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η συνολική φορολογική επιβάρυνση των άγαμων μισθωτών με μέσο εισόδημα στην Ελλάδα - από φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών - αυξήθηκε κατά 1,06 ποσοστιαίες μονάδες το 2016, σε σχέση με το 2015, και ανήλθε στο 40,2% του συνολικού κόστους εργασίας του εργοδότη.
Στις χώρες του ΟΟΣΑ σημειώθηκε κατά μέσο όρο μία οριακή μείωση 0,07 της ποσοστιαίας μονάδας στο 36%. Σε αυτήν την κατηγορία, υψηλότερους συντελεστές συνολικής φορολογίας είχαν πέρυσι το Βέλγιο (54%), η Γερμανία (49,4%), η Ουγγαρία (48,2%) και η Γαλλία (48,1%), ενώ τους χαμηλότερους είχαν η Χιλή (7%), η Νέα Ζηλανδία (17,9%) και το Μεξικό (20,1%).
Η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στη χώρα μας προέκυψε από την αύξηση του φόρου εισοδήματος (0,67 της ποσοστιαίας), λόγω της μείωσης του αφορολόγητου ποσού, και από την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων (0,20) και των εργοδοτών (0,19). Η επιβάρυνση προκύπτει, κατά βάση, από τις εισφορές των εργοδοτών (19,9%) και των εργαζομένων (12,6%), ενώ ο φόρος εισοδήματος αντιστοιχεί στο 7,7%.
Για οικογένειες με δύο παιδιά, όπου μόνο ο ένας γονέας εργάζεται και λαμβάνει το μέσο εισόδημα, η συνολική επιβάρυνση αυξήθηκε 0,73 της ποσοστιαίας μονάδας το 2016 και διαμορφώθηκε στο 38,3% του κόστους εργασίας για τον εργοδότη. Στον ΟΟΣΑ, η μέση επιβάρυνση των αντίστοιχων οικογενειών μειώθηκε οριακά (0,08 της ποσοστιαίας μονάδας) στο 26,6%. Υψηλότερο φορολογικό συντελεστή από την Ελλάδα σε αυτήν την κατηγορία είχαν η Γαλλία (40%), η Φινλανδία (39,2%), η Ιταλία (38,6%) και το Βέλγιο (38,6%). Αντίθετα, τους χαμηλότερους συντελεστές είχαν η Νέα Ζηλανδία (6,2%), η Χιλή (7%), η Ιρλανδία (8,3%) και η Ελβετία (9,1%).
Η επιβάρυνση των άγαμων μισθωτών στην Ελλάδα, με μέσο εισόδημα από φόρο εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές των ιδίων (όχι και των εργοδοτών), ήταν την περσινή χρονιά στο 25,4% των ακαθάριστων μισθωτών αποδοχών τους και οριακά χαμηλότερη από τον μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ (25,5%).