Ελληνικές εξαγωγές: Μειώθηκε ο ρυθμός αύξησης λόγω πανδημίας
Τη σχετική μελέτη πραγματοποίησε το υπουργείο εξωτερικών
Η πορεία τόσο της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, όσο και αυτή του όγκου των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών για το 2021 και 2022, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αποτελεσματικότητα των οικονομικών ενισχύσεων, τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της κάθε περιοχής και χώρας, την πολυμερή συνεργασία, την οικουμενική εξασφάλιση και επιτάχυνση της διανομής των εμβολίων καθώς και από το βαθμό αντιμετώπισης του ίδιου του ιού σε συνδυασμό με τις μεταλλάξεις του.
Ο υψηλός βαθμός συσχέτισης μεταξύ της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και του παγκόσμιου όγκου εμπορίου δεν άφησε ανεπηρέαστη την Ελλάδα.
Οι αυξημένες επιδόσεις που εμφάνισαν οι ελληνικές εξαγωγές την περίοδο 2017 - 2019, υποχώρησαν κατά 9,3% το 2020 σε σχέση με το 2019. Όμως, η μεγαλύτερη υποχώρηση των εισαγωγών κατά 12,9% το ίδιο διάστημα, είχε ως αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας να υποχωρήσει κατά 4,1 δισ. ευρώ (ή 18,5%), δηλαδή, από 21,980,4 δισ. ευρώ που ήταν το 2019 να διαμορφωθεί σε 17,916,4 δισ. ευρώ το 2020.
Η μακροχρόνια εξέλιξη των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων, όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση των εμπορικών συναλλαγών της Ελλάδας με τους εμπορικούς της εταίρους, της Διεύθυνσης Εξαγωγικής Πολιτικής και Παρακολούθησης Διμερών Οικονομικών Σχέσεων (ΕΠΠΔΟΣ) του υπουργείου Εξωτερικών, παρουσιάζεται αρκετά ικανοποιητική σε σχέση με τη μακροχρόνια εξέλιξη της παγκόσμιας ζήτησης των εισαγωγών. Ωστόσο, σημειώνεται ότι, σε ετήσια βάση, είναι αρκετά περιορισμένος ο αριθμός των χωρών εκείνων που απορροφούν πάνω από το 1 δισ. ευρώ των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων με προορισμό την παγκόσμια αγορά.
Η συγκέντρωση των ελληνικών εξαγωγών επικεντρώνεται, κυρίως, στη Γηραιά Ήπειρο με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απορροφούν των μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών με προορισμό την παγκόσμια αγορά. Ο βαθμός αλληλεξάρτησης μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εμπορικές συναλλαγές είναι αντίστροφα ανάλογος προς το βαθμό της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ υποχωρεί, η γεωγραφική συγκέντρωση των ελληνικών εξαγωγών αυξάνεται στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ αυξάνεται η γεωγραφική συγκέντρωση των ελληνικών εξαγωγών υποχωρεί από τις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυξάνεται σε άλλες γεωγραφικές περιοχές του κόσμου κυρίως αυτή της Ασίας.
Από τους 69 κλάδους της 2ψήφιας κατηγορίας της Τυποποιημένης Ταξινόμησης του Διεθνούς Εμπορίου (ΤΤΔΕ) των ελληνικών εξαγωγών, οι 31 εξ αυτών παρουσίασαν ευνοϊκές επιδόσεις στην παγκόσμια αγορά, σε σχέση με τις επιδόσεις του τομέα που υπάγονται την περίοδο 2010 - 2020. Εννέα προήλθαν από τον αγροτικό τομέα, 4 από των τομέα των πρώτων υλών, 1 από τον τομέα της ενέργειας και οι υπόλοιποι 17 από τον τομέα της βιομηχανίας.
Τη μεγαλύτερη μέση ετήσια συμμετοχή των εξαγωγών από τους 69 κλάδους, ως προς το σύνολο των εξαγωγών της Ελλάδας την περίοδο 2010 - 2020, τη σημείωσαν τα φρούτα και λαχανικά, τα ψάρια παρασκευασμένα, το πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαίου που είχε και το μερίδιο του λέοντος 31%, τα ιατρικά και φαρμακευτικά, ο σίδηρος και χάλυβας, τα μη σιδηρούχα μέταλλα, τα ηλεκτρικά μηχανήματα συσκευές και μέρη αυτών, τα είδη ενδυμασίας και αξεσουάρ ένδυσης και τέλος τα διάφορα βιομηχανικά είδη μη κατονομαζόμενα.
Σε ό,τι αφορά στο παγκόσμιο ενδοκλαδικό εμπόριο της Ελλάδας γεωγραφικά και διαχρονικά, αυτό, κυμαίνεται σε υψηλό επίπεδο σχεδόν με όλες τις γεωγραφικές περιοχές του κόσμου, με τις βασικές κατηγορίες των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών να καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις.
Το δυνητικό συγκριτικό πλεονέκτημα ανά κατηγορία ή κλάδο εξαγωγικής δραστηριότητας (τρόφιμα και ζώα ζωντανά, ποτά και καπνός, πρώτες ύλες μη εδώδιμές εκτός από καύσιμα, ορυκτά καύσιμα και λιπαντικά, λάδια και λίπη ζωικής ή φυτικής προέλευσης, βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη κλπ.) παρουσιάζεται θετικό, έστω και εάν η πλειονότητα των κλάδων αυτών παρουσιάζουν ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο, έναντι των αντίστοιχων εισαγωγών.
Τα προϊόντα που επιφέρουν θετικές συναλλαγματικές εισπράξεις στο εμπορικό ισοζύγιο
Τα προϊόντα που επιφέρουν θετικές συναλλαγματικές εισπράξεις στο εμπορικό ισοζύγιο περιλαμβάνονται στην κατηγορία των προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής. Η αξία σε ευρώ των προϊόντων αυτών ανέρχεται σχεδόν στα 2/3 επί του συνόλου των εξαγωγών της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά.
Παράλληλα, τα προϊόντα αυτά καλύπτουν (εξαγόμενο προϊόν προς εισαγόμενο προϊόν) το 15% επί του συνόλου της αξίας σε ευρώ των εισαγωγών, δηλαδή ένα μικρό μέρος της αξία των εισαγόμενων προϊόντων στην ελληνική αγορά. Αυτό, όπως σχολιάζεται, δημιουργεί περιορισμούς στην εξέλιξη της ανάπτυξης των εξαγωγών.
Όμως, σχεδόν όλα τα εξαγόμενα προϊόντα που επιφέρουν θετικές συναλλαγματικές εισπράξεις στο εμπορικό ισοζύγιο έχουν χαμηλούς συντελεστές εξειδίκευσης στις παραγωγικές τους βάσεις σύμφωνα με το δείκτης Balassa - Lafay. Επίσης, από το σύνολο αυτών των προϊόντων, ελάχιστος είναι ο αριθμός των βιομηχανοποιημένων προϊόντων εντάσεως υψηλής τεχνολογίας με προορισμό την παγκόσμια αγορά.
Ο βαθμός δυσκολίας για τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων να διατηρήσουν τα μερίδια που καταλαμβάνουν σε διάφορες αγορές του κόσμου, ανάγεται περισσότερο στην ανάπτυξη της εξειδίκευσης προϊόντων και αγορών (product specialization and geographical specialization or market distribution), και λιγότερο στο βαθμό που συμβάλει η ανταγωνιστικότητα και η εξέλιξη της παγκόσμιας ζήτησης για τα ελληνικά προϊόντα.
Το ερώτημα που τίθεται σε σχέση με τις εξελίξεις στο εμπορικό ισοζύγιο είναι, ποια είναι τα προϊόντα αυτά που εισάγει η Ελλάδα, ώστε να διατηρούν τόσο την εισοδηματική ελαστικότητα των εισαγωγών, όσο και την οριακή ροπή των εισαγωγών σε υψηλά επίπεδα και παράλληλα να αυξάνουν τις συσσωρευμένες απαιτήσεις των εμπορικών εταίρων στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Οι βασικές κατηγορίες των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων
Εξετάζοντας τις βασικές κατηγορίες των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων με προορισμό τις 49 χώρες διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
- Οι ελληνικές εξαγωγές των πρώτων υλών καταλαμβάνουν τα μικρότερα μερίδια συμμετοχής, ως προς το σύνολο των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων με προορισμό την κάθε μία από τις 49 χώρες.
- Τα μερίδια συμμετοχής για τις πρώτες ύλες επί του συνόλου των εξαγωγών της Ελλάδας, είναι μεγαλύτερα στις χώρες αυτές που η γεωγραφική τους απόσταση από την Ελλάδα είναι μεγαλύτερη, σε σχέση με άλλες χώρες μικρότερης γεωγραφικής απόστασης. Στην ομάδα των μεγάλων γεωγραφικών αποστάσεων από την Ελλάδα περιλαμβάνονται η Κίνα, η Ινδία, η Ταϊλάνδη, το Βιετνάμ, η Μαλαισία, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και η Ινδονησία.
- Η σχέση των εξαγωγών πρώτων υλών με προορισμό τις αναφερόμενες χώρες είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την οικονομική τους δραστηριότητα. Αυτό σημαίνει ότι όταν το ΑΕΠ αυξηθεί στις χώρες αυτές αυξάνεται και η ζήτηση για τις ελληνικές εξαγωγές των πρώτων υλών.
Παρόμοια εικόνα σε σχέση με τις εξαγωγές των πρώτων υλών, παρατηρούμε και με τα μερίδια συμμετοχής των ελληνικών εξαγωγών καυσίμων, για τις χώρες Κίνα, Σαουδική Αραβία, Αργεντινή, Ινδία, Σιγκαπούρη, Βραζιλία, Φιλιππίνες και Ιρλανδία. Εξαίρεση αποτελούν η Τουρκία και η Αίγυπτος.
Στην περίπτωση της Αιγύπτου, οι ελληνικές εξαγωγές καυσίμων στην εκεί αγορά κατέλαβαν το 84,2% και 76,1% επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών το 2018 και 2019 αντίστοιχα, έναντι 21% κατά μέσο όρο την περίοδο 2013- 2018. Αντίθετα, τα μερίδια συμμετοχής των εξαγωγών για τα αγροτικά, πρώτες ύλες και βιομηχανικά προϊόντα ως προς το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών ήταν αρκετά περιορισμένα.