Τείχος του Βερολίνου: 30 χρόνια από την πτώση του «Τείχους της ντροπής»

 Ήταν λίγα λεπτά πριν από τις 11 το βράδυ (22.45 σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές) της 9ης Νοεμβρίου του 1989 όταν το προσωπικό ασφαλείας του μεθοριακού φυλακίου της Μπορνχόλμερ Στράσε ανοίγει τις πύλες εισόδου προς την …καπιταλιστική Δυτική Γερμανία στο συγκεντρωμένο πλήθος κατοίκων του Ανατολικού Βερολίνου για να περάσουν ελεύθερα, χωρίς ελέγχους και εγκρίσεις, στο Δυτικό Βερολίνο. Σχεδόν μετά από 28 χρόνια απομόνωσης και αναγκαστικού αποκλεισμού!

Ήταν μια ημέρα που θα έμενε για πάντα χαραγμένη στην ιστορία και θα σηματοδοτούσε την αρχή του τέλους για το υπό κατάρρευση Σοβιετικό μοντέλο και του κομμουνισμού… η 9ης Νοεμβρίου του 1989. Το 24ωρο που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου…

Λίγες ημέρες νωρίτερα κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο και τρείς μήνες πριν από εκείνη την ιστορική μέρα θα ισοδυναμούσε με μαζική απόπειρα αυτοκτονίας αφού το προσωπικό ασφαλείας – και ιδιαίτερα οι στρατιώτες του Σοβιετικού Στρατού και οι ειδικοί συνοριοφύλακες της Ανατολικής Γερμανίας – είχαν ρητές εντολές για την αποτροπή κάθε απόπειρας διαφυγής στο Δυτικό Βερολίνο με την χρήση των όπλων.

Υπολογίζεται πως από τις 13 Αυγούστου του 1961 ως και τις 8 Νοεμβρίου του 1989 είχαν σκοτωθεί συνολικά 136 άτομα επισήμως (μεταγενέστερες έρευνες αναφέρουν ως και 200 ονόματα νεκρών) και πάνω από 2.500 άτομα είχανε ακρωτηριαστεί ή τραυματισθεί σοβαρά κατά την διάρκεια 100.000 καταγεγραμμένων προσπαθειών «απόδρασης προς την ελευθερία» και το έδαφος της -τότε- Δυτικής Γερμανίας!  

Στο ίδιο χρονικό διάστημα μόλις 5.000 άτομα κατάφερα να περάσουν από τις πύλες του περίφημου Τείχους του Βερολίνου, «Τείχους της ντροπής» για τους Γερμανούς και των δυο πλευρών (εκτός από τα προνομιούχα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος ή της διαβόητης «Στάζι») και επισήμως αποκαλούμενο ως «αντιφασιστικό τείχος προστασίας» από την ανατολικογερμανική κυβέρνηση και τις χώρες-μέλη του «Συμφώνου της Βαρσοβίας» (επισήμως «Συνθήκη Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας»).

Καθοριστικό ρόλο στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου είχαν παίξει μια σειρά από (φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους αλλά εξαιρετικά κρίσιμες) αποφάσεις του Γενικού  Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και -τελευταίου- Πρόεδρου της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ) , Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στα πλαίσια της «περεστρόικα», που σημαίνει στα ρωσικά αναδόμηση, ανασυγκρότηση, αναδιάρθρωση (σ.σ. ήταν το όνομα του προγράμματος των οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν από τον Απρίλιο του 1985 μέχρι το Δεκέμβριο του 1991) , ανάμεσά τους και οι διαταγές προς τα σοβιετικά στρατεύματα στο έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς – όπως και σε άλλες χώρες νωρίτερα – «να μην εμπλέκονται σε εσωτερικές διενέξεις και να μην συμμετέχουν σε πράξεις βίας και στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά πολιτών».

Το χρονικό της 9ης Νοεμβρίου

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο Γκορμπατσώφ επιδιώκοντας την αποτροπή της κατάρρευσης της της Σοβιετικής Ένωσης κατήργησε το «Δόγμα Μπρέζνιεφ» που δέσμευε ένα σημαντικό μέρος των πόρων για την διατήρηση και υποστήριξη του κομμουνισμού σε όλες τις χώρες του «Συμφώνου της Βαρσοβίας», εξέδωσε μια σειρά αποφάσεις που επέτρεπαν στις κυβερνήσεις τους να επιλέξουν τον δικό τους δρόμο στην εσωτερική πολιτική (και αργότερα στην διεθνή πολιτική) και στην εξεύρεση κεφαλαίων για την στήριξη των κρατικών δαπανών τους. Έτσι, οι χώρες του -τότε- «Ανατολικού Συνασπισμού», άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορά τους προς τη Δύση, η μία μετά την άλλη, να παραχωρούν δικαιώματα στους πολίτες αφού δεν είχαν δυνατότητες συντήρησης κατασταλτικών μηχανισμών (το περίφημο σλόγκαν «ελευθερία και δημοκρατία έναντι τροφίμων και βασικών κρατικών παροχών που δεν έχουμε»! ) και να εκλέγουν νέες κυβερνήσεις αντικαθιστώντας τα κομμουνιστικά τους καθεστώτα.

Εξαίρεση αποτέλεσε η Ανατολική Γερμανία λόγω της αντίδρασης του υπερσυντηρητικού και παλαιοκομματικού ηγέτη της ΛΔΓ, Έριχ Χόνεκερ, που διέβλεπε όχι απλώς το τέλος της παντοδυναμίας του κομμουνιστικού κόμματος και της εξουσίας του αλλά αναπόφευκτο τέλος μιας προκάτ-χώρας που είχε κατασκευάσει το Σταλινικό καθεστώς, είχε εξαρχής ημερομηνία λήξης και υπό συνθήκες δημοκρατίας δεν μπορούσε να διατηρηθεί παραπάνω από μερικούς μήνες στον παγκόσμιο χάρτη. Με το άνοιγμα των συνόρων άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, το νέο «κύμα φυγής» προς τη Δυτική Γερμανία διοχετεύτηκε μέσα από άλλες χώρες εμώ ταυτόχρονα οι διαδηλώσεις με αιτήματα τον εκδημοκρατισμό και την ελευθερία διακίνησης προκάλεσαν πανικό στο κομμουνιστικό κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας. Σε αυτό το διάστημα χιλιάδες Ανατολικογερμανοί πολίτες κατέφυγαν στις δυτικογερμανικές πρεσβείες της Πράγας και της Βαρσοβίας ενώ άλλοι διέφευγαν μέσω Ουγγαρίας προς την Αυστρία, μετά το άνοιγμα των ουγγροαυστριακών συνόρων στις 2 Μαΐου 1989. Μάλιστα η επίσης καταρρέουσα Ουγγαρία έλαβε δάνειο ύψους 500 εκατομμυρίων μάρκων από τη δυτικογερμανική κυβέρνηση Χέλμουτ Κολ ως «αντάλλαγμα» για το άνοιγμα των συνόρων της με την Αυστρία, από όπου οι περισσότεροι Ανατολικογερμανοί περνούσαν στη Δυτική Γερμανία.

Με την ελπίδα να διασώσει το καθεστώς, το πολιτικό γραφείο του ΚΚ της Ανατολικής Γερμανίας προχώρησε στις 17 Οκτωβρίου 1989 στην αντικατάσταση του αδύναμου και γηραιού πλέον Χόνεκερ με τον φιλόδοξο  Έγκον Κρεντς. Αλλά η αλλαγή Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΣΚΓ και Πρόεδρου του Κρατικού Συμβουλίου της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας καθώς και η εξαγγελία αόριστων μέτρων εκδημοκρατισμού, βελτίωσης της ποιότητας ζωής και ανάπτυξης, δεν μειώνουν τις αντιδράσεις και τις διαδηλώσεις. Η πλειονότητα όμως των πολιτών δεν επιδίωκε το μόνιμο εκπατρισμό και την εγκατάλειψη της χώρας τους αλλά διεκδικούσε τον εκδημοκρατισμό της, δικαιώματα και ελευθερίες που είχαν επί δεκαετία οι πολίτες – ανάμεσά τους και πολλοί συγγενείς τους! – στη Δυτική Γερμανία. Και έτσι το άνοιγμα των συνόρων αποτέλεσε σχεδόν καθολικό αίτημα, μαζί με τα δικαιώματα των διαδηλωτών, και ο μόνιμος «εφιάλτης» του Κρεντς και των στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος. Λέγεται πως αναφορές της Στάζι, που παρακολουθούσε σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού και κατέγραφε τα πάντα, επισήμαιναν πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε το τέλος του κομμουνισμού στην χώρα, όπως άλλωστε απέδειξαν και οι εξελίξεις των επόμενων εβδομάδων.

Σύντομα επικράτησε πανικός στα κλιμάκια του κόμματος και τις υπό έλεγχο κυβέρνησης, αφού οι διαδηλώσεις γίνονταν ολοένα και πιο μαζικές, δυναμικές (ως βίαιες) και εκτεταμένες. Παράλληλα, οι γειτονικές -ανατολικές- χώρες , τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν τη ΛΔΓ να δώσει άμεσα λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους.

Έτσι, στις 6 Νοεμβρίου 1989 η κυβέρνηση δημοσιοποίησε ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν για άλλη μια φορά γραφειοκρατικό, περίπλοκο και ελεγχόμενο από τις «αρμόδιες υπηρεσίες» με αποτέλεσμα τελικά αντί να τις κατευνάσει τις αντιδράσεις του κόσμου να φουντώσει ακόμα περισσότερο την λαϊκή οργή. Οι διαδηλώσεις εξαπλώθηκαν παντού και είχαν μαζική συμμετοχή. Την ίδια μέρα μόνο στην Λειψία συμμετείχαν 500.000 άνθρωποι σε μια μοναδική σε παλμό διαδήλωση και παράλληλα σε άλλες διαδηλώσεις σε περισσότερες από 20 μικρές και μεγάλες πόλεις έλαβαν μέρος πάνω από 3 εκατομμύρια άτομα!

Τα μοιραία λάθη εκείνης της ημέρας

Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 1989 με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κομμουνιστικού κόμματος συνεδρίασε μια επιτροπή αξιωματούχων των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις ομαλοποίησης της κατάστασης. Ταυτόχρονα έπρεπε να συντάξει μια έκτακτη ρύθμιση, για την άμεση εφαρμογή του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου, προσθέτοντας όμως και τα «ουσιαστικότερα μέτρα» για την διατήρηση του ελέγχου από το κομματικό/κρατικό μηχανισμό. Η πρόταση που κατατέθηκε  στο Πολιτικό Γραφείο ήταν τελικά να επιτραπούν η μόνιμη μετεγκατάσταση, που δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες και κυρίως τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια στη Δυτική Γερμανία. Η επιτροπή πρότεινε με συγκεκριμένες προτάσεις να εγκρίνονται οι άδειες και για τις δυο αυτές κατηγορίες αιτημάτων από τις «αρμόδιες υπηρεσίες μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων», αλλά «χωρίς διατυπώσεις και αιτιολόγηση».

Το σκεπτικό ήταν απλό:«με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα παρουσιαζόταν ένα μαζικό κύμα εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες και όχι στα σύνορα, οπότε θα μπορούσε να ελεγχθεί» και ως εκ τούτου έστω και προσωρινά θα ηρεμούσε η κατάσταση εντός της χώρας.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το έθεσε σε κυκλοφορία στα συναρμόδια υπουργεία για να γίνουν οι απαραίτητες εκτιμήσεις και να υποβληθούν οι τελικές προτάσεις «εντός της ημέρας». Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η απουσία γραπτών αντιρρήσεων ως μια προκαθορισμένη ώρα σε υπηρεσιακό επίπεδο, ισοδυναμούσε με αποδοχή και έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία της εποχής, είχε οριστεί ότι ως τις 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου, οπότε και θα προχωρούσε η διαδικασία για την ανακοίνωση στον τύπο.

Μέχρι το απόγευμα της ίδιας ημέρας τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό (εκφράζουν όμως αντιρρήσεις και προτείνουν χρονικούς περιορισμούς για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια) ενώ το Υπουργείου Δικαιοσύνης απορρίπτει εντελώς το σχέδιο!

Ειδικά ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ που μελετάει το σχέδιο απόντος του Υπουργού Χανς Χέρμαν Χέρτλε, εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που υποβλήθηκε και τονίζει ότι δε μπορεί να γίνει αποδεκτό.

Όμως στην Ανατολική Γερμανία το κόμμα και όχι η κυβέρνηση ασκεί την πραγματική εξουσία  και θεωρεί την κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία «μια γραφειοκρατική ρουτίνα»! Και έτσι, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 3 μμ (παρότι τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα) και Γενικός Γραμματέας Έγκον Κρεντς που το παραλαμβάνει θεωρεί ότι έχει εγκριθεί αφού ουδέποτε παραδόθηκαν γραπτώς οι αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων.

Επίσης φέρεται να μην έχει δώσει προσοχή σε μια – κρίσιμη- σημείωση που αναφέρει ότι η ρύθμιση θα δοθεί την άλλη μέρα στον Τύπο.

Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα παραδίνει το σχέδιο, μαζί με ένα σχετικό δελτίο τύπου, στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκύντερ Σαμπόφσκι ο οποίος σε λίγη ώρα θα παραχωρούσε συνέντευξη Τύπου σε Ανατολικογερμανούς (και τους ξένους) δημοσιογράφους στο Διεθνές Κέντρο Τύπου το Ανατολικού Βερολίνου με αποτέλεσμα να μην προλάβει να μελετήσει το σημείωμα του Κρεντς!

Μάλιστα η συνέντευξη είχε προγραμματιστεί να μεταδοθεί ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας.

Έτσι στις 18:57, ο Σαμπόφσκι αναφέρει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση (χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ένα νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, για το οποίο μάλιστα τα συναρμόδια υπουργεία είχαν αντιρρήσεις). Απροετοίμαστος και υπό μεγάλο άγχος από τις ερωτήσεις, βρίσκει στα χαρτιά του και διαβάζει στο μικρόφωνο το σημείωμα Κρεντς σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση:

«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού, συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της ΛΔ Γερμανίας έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την ΟΔ Γερμανίας…»

Η ρύθμιση ήταν συγκεχυμένη και όπως είχε αντιληφθεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, άφηνε την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείται διαβατήριο ή άλλες διατυπώσεις.

Στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση;», ο Σαμπόφσκι αφού δεν μπορεί να βρει κάτι στα χαρτιά του φακέλου απάντησε με αμφιβολίες: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή… απ’ όσο ξέρω… αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».

Μέσα σε λίγα λεπτά ανατολικογερμανική τηλεόραση αναμεταδίδει την απάντησή του και οι Ανατολικοβερολινέζοι βγαίνουν στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος όπου  συναντούν έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχε ιδέα για τη νέα ρύθμιση και θεωρούσαν το τείχος ιερό και απαραβίαστο.

Αρχικά κάλεσαν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες, πρώτα το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχόλμερ Στράσε ανοίγει τις πύλες στις 22:45 αφού ουδείς τους είχε ενημερώσει διαφορετικά σε σχέση με τις ειδήσεις!

Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια και μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες κινούνται χωρίς κανένα έλεγχο.

Όλο το βράδυ μεταδίδονται εικόνες από την τηλεόραση από πανευτυχείς  Ανατολικοβερολινέζους που περνάνε το τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και κάνουν βόλτες στο Δυτικό Βερολίνο.

Κι η ιστορία έχει γυρίσει σελίδα…

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ