Η -πρωτοφανής- πρόταση μομφής που κατέθεσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης για τον λανθασμένο χειρισμό της κακοκαιρίας και την πολύωρη ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών στην Αττική Οδό, ήταν ακριβώς έτσι όπως τη χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός: αμήχανη.
Ναι μεν για κάθε λάθος χειρισμό της εκάστοτε εξουσίας το ίδιο το Σύνταγμα και οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν προνοήσει ώστε να παρέχονται τα κατάλληλα όπλα για την αποκατάσταση οποιουδήποτε λάθους, αλλά σε κάθε περίπτωση τα όπλα αυτά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται χάριν εντυπωσιασμού. Όπως δηλαδή συνέβη και εν προκειμένω με την πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία και, όπως αναμενόταν, καταψηφίστηκε στη Βουλή με 156 «όχι».
Η πρόσφατη επιλογή της αξιωματικής αντιπολίτευσης να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας επικαλούμενη κυβερνητική ανεπάρκεια στη διαχείριση της πανδημίας, της πρόσφατης κακοκαιρίας και της ακρίβειας, εξαντλείται στο πλαίσιο της επικοινωνιακής εκμετάλλευσης ενός θεσμικού όπλου που το Σύνταγμα χορηγεί κυρίως για άλλους λόγους.
Ένας αποδυναμωμένος θεσμός
Στην Ελλάδα, το κοινοβουλευτικό σύστημα διακρίνεται από την υπερέχουσα θέση του πρωθυπουργού, με περιορισμένης ισχύος θεσμικά αντισταθμίσματα. Ένα από αυτά είναι και η πρόταση δυσπιστίας, που κατά τεκμήριο συνιστά το ισχυρότερο μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου που διαθέτει η αντιπολίτευση.
H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. Κατά κανόνα προέρχεται από το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να υπογράφουν και βουλευτές άλλων κομμάτων. Συνήθως υπογράφεται από το σύνολο των μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης με επικεφαλής τον αρχηγό του.
Η πολιτική ιστορία στην Ελλάδα έχει αποδείξει πως οι προτάσεις μομφής γίνονταν μέχρι και προ τριακονταετίας για εθνικά ζητήματα εξαιρετικής σημασίας που διατάρασσαν τα νερά της πολιτικής ζωής, ενώ αργότερα υποβάλλονταν με μεγαλύτερη άνεση κα για ήσσονος σημασίας ζητήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ατονήσει η σημασία ενός-κατά τα άλλα-πανίσχυρου θεσμού, ικανού να γράψει μία νέα σελίδα στην πολιτική ζωή της χώρας. Εξάλλου, οποιαδήποτε υποβληθείσα πρόταση δυσπιστίας δεν πέτυχε ποτέ τον απώτερο σκοπό της, την αποκαθήλωση δηλαδή της κυβέρνησης από τη Βουλή.
Γιατί κατατέθηκε η πρόταση μομφής;
Αρχικά, να επισημάνουμε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση είθισται να επιδίδεται σε πολιτικούς θεατρινισμούς. Συν τοις άλλοις, παρακολουθώντας τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων, αντιλαμβάνεται πολύ καλά πως η διαφορά της από το πρώτο και το τρίτο κόμμα είναι πλέον χαώδης και πως δεν τής απομένουν πολλές δυνάμεις πέρα από το να κάνει με όποιον τρόπο μπορεί αισθητή την παρουσία της. Η κίνηση αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, στερούμενη επαρκώς πολιτικού υπόβαθρου, συνιστά μομφή προς το ίδιο το κόμμα! Καταδεικνύει μία αδυναμία άσκησης σωστής αντιπολίτευσης και μία προσπάθεια εντυπωσιασμού και στρέψης της κοινής γνώμης με το μέρος της.
Σαφώς και η χιονοθύελλα της προηγούμενης εβδομάδας προκάλεσε εικόνες που δύσκολα θα ξεχάσουμε, αντισταθμίστηκε όμως από την ειλικρινή συγγνώμη του πρωθυπουργού προς τους πολίτες. Ο Αλέξης Τσίπρας επιθυμεί διακαώς να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές και για τον λόγο αυτό κάνει ό, τι μπορεί για να δηλώσει «παρών» σε κάθε στραβοπάτημα της κυβέρνησης.
Εντέλει η πρόταση μομφής καταψηφίστηκε με 156 ψήφους αποδεικνύοντας πως η κυβέρνηση μπορεί να ξεπερνά κάθε είδους εμπόδια, ακόμα και αν αυτά στερούνται λογικής και κοινωνικοπολιτικού ερείσματος.