Ούτε καθαρά, ούτε ξάστερα …

H απελευθέρωση πριν λίγα χρόνια, της αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, έδωσε την ευκαιρία σε αρκετούς παρόχους να διαθέσουν πακέτα πώλησης ηλεκτρικού ρεύματος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις

Το άνοιγμα κρατικά ελεγχόμενων αγορών όπως οι τηλεπικοινωνίες και η ενέργεια σίγουρα είναι στη σωστή κατεύθυνση και με σωστούς σκοπούς που περιλαμβάνουν την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον κάθε κλάδο μέσα από τις επενδύσεις και λειτουργία νέων επιχειρήσεων, καθώς και τη βελτίωση του κόστους υπηρεσιών και της εξυπηρέτησης πελατών μέσα από την ανάπτυξη του ανταγωνισμού.

Τι γίνεται όμως όταν όλες αυτές οι θετικές επιδιώξεις νοθεύονται από πρακτικές ολιγοπωλιακής φύσης και ευκαιριακής προσέγγισης της σχέσης με τους πελάτες οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολυπλοκότητα επιλογών που δυσκολεύει αφάνταστα την ικανότητα τους να πάρουν την υπηρεσία που χρειάζονται από ποιοτικής και οικονομικής πλευράς;

Ας πάρουμε για παράδειγμα την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας της οποίας η απελευθέρωση πριν λίγα χρόνια έδωσε την ευκαιρία σε αρκετούς παρόχους να διαθέσουν πακέτα πώλησης ηλεκτρικού ρεύματος σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Οι πάροχοι αυτοί, πέρα από ουσιώδεις διαφορές μεταξύ τους σε ότι αφορά την επιχειρηματική τους συγκρότηση (υπάρχουν πάροχοι με σημαντικές επενδύσεις στο ενεργητικό τους που εκπροσωπούν «βαρείς» επιχειρηματικούς ομίλους και πάροχοι με καθαρά εμπορικό προφίλ και όχι σημαντικές επενδύσεις, που απλώς αγοράζουν και διαθέτουν στην αγορά ποσότητες ενέργειας) έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά στον τρόπο προσέγγισης των πελατών τα οποία δυσχεραίνουν σε σημαντικό βαθμό τους πελάτες (ειδικά αυτούς που δεν έχουν - ούτε βέβαια οφείλουν να έχουν - γνώση σε βάθος των θεμάτων που διέπουν την αγορά ενέργειας) και τους οδηγούν σε αποφάσεις οι οποίες μπορεί να καταλήξουν σε σημαντική οικονομική χρέωση τους προς όφελος βέβαια του παρόχου ο οποίος «εγγράφει» μια πώληση χωρίς ο πελάτης πολλές φορές να έχει στην ουσία καταλάβει τι «αγόρασε» παρά μόνον όταν είναι πολύ αργά.

Πέρα από τη δαιδαλώδη πολυπλοκότητα με την οποία περιγράφονται τα διάφορα εναλλακτικά πακέτα, το πιο σημαντικό ζήτημα αποτελεί το ότι η τιμή με την οποία προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια  οι πάροχοι έχει τον τελευταίο χρόνο αυξηθεί σημαντικά (για λόγους που ξεπερνούν το θέμα αυτού του κειμένου) και κατά πολύ ψηλότερα (πάνω από 2 φορές) από τα όρια που συνδέονται με τις διαφημιζόμενες τιμές πώλησης, η εμπορική επικοινωνία των περισσότερων (για να μην πω όλων των παρόχων) σε πρώτο επίπεδο και αν δεν μπει κανείς στον κόπο να διαβάσει τα «ψιλά» γράμματα, αποκλίνει σημαντικά σε σχέση με το τι επικοινωνείται διαφημιστικά και τι θα βλέπει ο πελάτης στον λογαριασμό του εφόσον υπογράψει τη σύμβαση παροχής ενέργειας (πολλές φορές με διετή δέσμευση με σημαντικές ρήτρες νωρίτερης διακοπής).

Λύσεις υπάρχουν, όπως η ύπαρξη στο πρόγραμμα μιας πάγιας μηνιαίας χρέωσης που εξασφαλίζει τον πελάτη από τέτοιες διακυμάνσεις τιμής, αλλά χρειάζεται αναλυτική διερεύνηση των λεπτομερειών κάθε προγράμματος και καλή γνώση νομικών και μαθηματικών για την εκτίμηση του κόστους που θα έχει για ένα συγκεκριμένο πελάτη με συγκεκριμένο προφίλ κατανάλωσης η επιλογή ενός συγκεκριμένου συμβολαίου παρόχου, δεδομένου ότι οι περισσότερες αναγκαίες πληροφορίες για αυτή την εκτίμηση δεν είναι ούτε άμεσα «ορατές» ούτε εύκολα συνυπολογίσιμες από έναν πελάτη που απλώς και εύλογα επιθυμεί να διαλέξει «καθαρά και ξάστερα» την καλύτερη λύση για τις ενεργειακές του ανάγκες.

Πρόκειται για κλασική περίπτωση όπου απαιτείται η συμβολή της ρυθμιστικής αρχής (όπως για παράδειγμα έγινε πριν κάποια χρόνια με τις χρεώσεις επιτοκίων τραπεζών) ώστε οι πελάτες και αυτού του κλάδου να μπορούν να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες που χρειάζονται με το σωστό για αυτούς κόστος, όσο για τους παρόχους «καθαρός ουρανός, (ενεργειακές) αστραπές δεν φοβάται», ή όχι;