Γιάννης Αντετοκούνμπο: Δεν υπάρχει τίποτα αδύνατο για τον «Greek Freak»

Στη γλώσσα της φυλής Γιορούμπα της Νιγηρίας το επώνυμό του σημαίνει «το στέμμα επέστρεψε από το εξωτερικό» λένε συγγενείς της μητέρας του. Το Σάββατο επιστρέφει στην Αθήνα με το τρόπαιο του ΝΒΑ, έχοντας κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.

Το απόγευμα της 27ης Ιουνίου 2013, ο νεαρός αθλητής του Φιλαθλητικού Ζωγράφου, περίμενε υπομονετικά στις εξέδρες του Barclays Center στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης να ξεκινήσει η διαδικασία της ανακοίνωσης των καλαθοσφαιριστών που θα επιλέγονταν στο ντραφτ του NBA. Η ώρα περνούσε, η αγωνία του νεαρού άρχισε να κορυφώνεται, μέχρι την στιγμή που ακούστηκε η φωνή του Ντέιβιντ Στερν.

«Με το νούμερο 15 οι Μιλγουόκι Μπακς επιλέγουν τον Γιάννη Αντετοκούνμπο», θα πει ο αείμνηστος Κομισάριος του ΝΒΑ, δίνοντας το σήμα για την εκκίνηση του πιο συναρπαστικού ταξιδιού που έχει κάνει μέχρι σήμερα στις Η.Π.Α., ένας Έλληνας καλαθοσφαιριστής.

Ένα συνεσταλμένο παιδί που όταν το ρωτούσαν τι ήλπιζε μέσα από την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό απαντούσε, «να βοηθήσω την οικογένειά μου», κι όταν του ζητούσαν να προσδιορίσει τους στόχους του στο μπάσκετ έλεγε «θέλω να γίνω ένας παίκτης του ΝΒΑ».

Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από εκείνο το απόγευμα στο Μπρούκλιν, και το παιδί που «στόχευε στα άστρα», όχι μόνο κατάφερε να δώσει «σάρκα και οστά» στα όνειρά του, αλλά ταυτόχρονα, να γίνει και ο ίδιος ένα υπέρλαμπρο αστέρι.

Από αυτά που, εκτός της λάμψη τους, διαχέουν το φως της αισιοδοξίας και της ελπίδας. Η ιστορία του Γιάννη Αντετοκούνμπο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα παραμύθι, από 'κείνα που για να φτάσεις στο «ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα» πρέπει πρώτα να προσπεράσεις τους «δράκους» και τους «κακούς λύκους».

Ως τέτοιοι, πιθανότατα να φάνταζαν στα μάτια του παιδιού που γεννήθηκε στην Ελλάδα και μεγάλωσε στα Σεπόλια, η φτώχεια, η ανέχεια αλλά και η ταλαιπωρία που υπέστην έως ότου του αποδοθεί η ελληνική ιθαγένεια.

«Ο σωστός δρόμος», όμως, «είναι ο ανήφορος» και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, έχοντας διαβεί έναν δρόμο γεμάτο ανηφόρες, δυσκολίες και «ζόρια», έμαθε πώς θα αντιμετώπιζε τους «δράκους» και τους «κακούς λύκους». Γνώριζε πως για να φτάσει στο «χάπι εντ», αυτό το «happily ever after» που λένε και οι Αμερικανοί, έπρεπε να έχει πρωτίστως επιμονή και υπομονή! Και μετά, να δουλέψει σκληρά!

Το βασικότερο ήταν πως πριν ακόμη ο ίδιος ανακαλύψει τις μεγάλες μπασκετικές του δυνατότητες, είχε καταλάβει ότι ο αθλητισμός ήταν η μία κι ίσως η μοναδική ευκαιρία που είχε για να αλλάξει τη μοίρα του ίδιου και της οικογένειάς του. Μία οικογένεια που στο παρελθόν έδινε καθημερινά τη μάχη της για την επιβίωση, χωρίς να απολαμβάνει προνόμια που άλλοι ίσως θεωρούν δεδομένα.

Ο Γιάννης ξεκίνησε από το ναδίρ και έφτασε στο ζενίθ. Με κόπο, επιμονή και μεγάλη προσπάθεια, αξιοποίησε στο έπακρο τα εξωπραγματικά, όπως αναφέρουν οι ειδικοί του αθλητισμού, φυσικά προσόντα του.

Μεταξύ αυτών και το άνοιγμα των χεριών του το οποίο είναι τέσσερις ίντσες μεγαλύτερο από το ύψος του (2,11μ.) σύμφωνα με τον Μάρκους Έλιοτ, ιδρυτή του προπονητικού «P3 Applied Sports Science», κέντρου που ειδικεύεται στην προηγμένη αξιολόγηση των αθλητών.

Παρέμεινε προσγειωμένος και προσηλωμένος στη δουλειά του, κι από τις 13 Οκτωβρίου 2013 οπότε έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο ΝΒΑ με τη φανέλα του Μιλγουόκι, φρόντισε να εξελίσσεται διαρκώς, κερδίζοντας επάξια το 2016 την επέκταση του συμβολαίου του.

Πριν ακόμη συμπληρώσει το 23ο έτος της ηλικίας του είχε βάλει με την ομάδα του τις βάσεις πάνω στις οποίες θα έχτιζαν τα επόμενα χρόνια το σημερινό «οικοδόμημα», ενώ, με τη βοήθεια του προπονητή του και των αξιόλογων συμπαικτών του, πήγαινε βήμα-βήμα προς τη δόξα.

Διέψευσε τις φήμες και τα σενάρια που τον ήθελαν να σκέφτεται την αποχώρησή του από τους Μπακς μετά τη λήξη του συμβολαίου του το καλοκαίρι του 2021, υπογράφοντας τον Δεκέμβριο του 2020 την επέκτασή του, που έχει ισχύ μέχρι το 2026, τηρώντας έτσι και την υπόσχεση που είχε δώσει.

«Δεν θα φύγω ποτέ από την πόλη και την ομάδα του Μιλγουόκι μέχρι να χτίσουμε μια ομάδα πρωταθλητισμού», είχε πει σε ανύποπτο χρόνο και φρόντισε να κρατήσει τον λόγο του, συμπληρώνοντας, μάλιστα,  μετά τον θρίαμβο των Μπακς το βράδυ της 20ης Ιουλίου.

«Θα ήταν εύκολο να πάω αλλού και να πάρω πρωταθλήματα. Να πάω σε μια σούπερ ομάδα. Όμως αυτός, ο δύσκολος που ακολουθήσαμε με το Μιλγουόκι, ήταν και ο σωστός δρόμος. Και τα καταφέραμε. Το κάναμε! Τα καταφέραμε!».

Το σπουδαιότερο, ωστόσο, όλων ήταν ότι ενώ ο 26χρονος καλαθοσφαιριστής στη διάρκεια των οκτώ χρόνων που πέρασαν μεταμορφώθηκε «μπασκετικά», σε προσωπικό επίπεδο δείχνει πως δεν έχει «χάσει» τον εαυτό του.  

Δεν ξέχασε ποτέ τα δύσκολα χρόνια που πέρασε και τα οποία έχει αναφέρει πολλάκις στις συνεντεύξεις του. Ούτε την περιπλάνησή του στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, όπου προσπαθούσε μαζί με τον αδερφό του, τον Θανάση, να πουλήσουν την πραμάτειά τους για να ενισχύσουν το πενιχρό οικογενειακό εισόδημα που ίσα-ίσα έβγαινε για να πληρωθεί το ημιυπόγειο δυάρι στην περιοχή των Σεπολίων.

Γι’ αυτόν και πολλούς ακόμη λόγους, εξακολουθεί να είναι ο «μικρός ήρωας» της περιοχής.
Εκείνος που με τη βοήθεια όλων όσων ήταν δίπλα του στη διάρκεια της προσωπικής και επαγγελματικής του διαδρομής, έδειξε πως όταν υπάρχουν ξεκάθαροι στόχοι, πίστη, εμπιστοσύνη, διάρκεια και θέληση για δουλειά, όλα μπορούν να συμβούν.

Ο άνθρωπος που απέδειξε με τον πιο εμφατικό τρόπο τα λόγια του Μεγάλου Αλεξάνδρου: «Δεν υπάρχει τίποτα αδύνατο γι’ αυτόν που θα προσπαθήσει»!