Κώστας Καλογήρου: Το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των μικρών ελληνικών επιχειρήσεων

Οι μικρές ελληνικές επιχειρήσεις που επιπλέον του μικρού μεγέθους τους είναι – σήμερα – εγκλωβισμένες ανάμεσα στην σημαντική ανάγκη βελτίωσης της επιχειρησιακής τους κατάστασης / αξίας και της έλλειψης ικανότητας ανταπόκρισης στο κόστος μιας ουσιαστικής συνδρομής εξωτερικών πόρων με τις κατάλληλες γνώσεις και εμπειρία!

Συζητώντας πριν κάποια χρόνια στο πλαίσιο της συνεργασίας με μια από τις ηγετικές διεθνείς εταιρείες συμβούλων στρατηγικής τις ανάγκες των επιχειρήσεων σε συμβουλευτικές υπηρεσίες και το κόστος που έχει η παροχή αυτών των υπηρεσιών, προέκυψε ως βασικός κανόνας το ότι η αξία που αποκομίζει η επιχείρηση από την λήψη και την επιτυχημένη εφαρμογή συμβουλευτικών υπηρεσιών θα πρέπει να είναι τουλάχιστον δεκαπλάσια του κόστους τους.

Αν προβάλουμε τον κανόνα αυτό στα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας όπου η επιχειρηματικότητα κατά συντριπτική πλειοψηφία εκδηλώνεται με μικρού συγκριτικά μεγέθους επιχειρήσεις σε σχέση με μεγαλύτερες χώρες και οικονομίες, θα διαπιστώσουμε ότι ενώ οι ανάγκες μιας ελληνικής επιχείρησης παραμένουν μεγάλες ειδικά σε περιόδους τεκτονικών μετασχηματισμών όπως αυτοί που επιφέρουν οι νέες τεχνολογίες και οι επιπτώσεις της πανδημίας, το μέγεθος των περισσότερων επιχειρήσεων και η βελτίωση αξίας που εύλογα προσδοκούν δεν δικαιολογεί το αντικειμενικά ψηλό κόστος εξωτερικών υπηρεσιών που θα τις βοηθήσουν να εξετάσουν και να αξιολογήσουν τις στρατηγικές τους επιλογές καθώς και να σχεδιάσουν και υλοποιήσουν συντεταγμένα τις ενέργειες που θα διατηρήσουν ή θα επαυξήσουν την παραγόμενη επιχειρηματική αξία.

Ο λόγος για αυτό είναι απλός και έχει να κάνει με το ότι το μέγεθος μιας επιχείρησης είναι ανεξάρτητο από την ανθρωποπροσπάθεια και το συνεπακόλουθο κόστος που απαιτείται για να χαρτογραφήσει κανείς την παρούσα κατάσταση της επιχείρησης κατά μήκος όλων των αναγκαίων παραγόντων (εμπορικής τοποθέτησης, λειτουργικής συγκρότησης, τεχνολογικής υποδομής, χρηματοοικονομικής κατάστασης και κατάστασης ανθρώπινου δυναμικού), να προβάλει την κατάσταση αυτή κατά μήκος των διαστάσεων του δυναμικού και των τάσεων της αγοράς στην οποία απευθύνεται η επιχείρηση καθώς και της κατάστασης του ανταγωνισμού και των εξωτερικών παραγόντων που αποτελούν ευκαιρίες και απειλές για την «επόμενη μέρα» της επιχείρησης και με βάση όλα αυτά να προδιαγράψει όλες εκείνες τις δράσεις και προαπαιτούμενα για την βιώσιμη ανάπτυξη της επιχείρησης σε βάθος χρόνου, υποστηρίζοντας με εξωτερικούς πόρους όπου χρειάζεται την υλοποίηση αυτών των δράσεων λόγω της συνήθους έλλειψης εσωτερικών πόρων της επιχείρησης επιπλέον των αναγκαίων για την καθημερινή λειτουργία της.

Έτσι λοιπόν, οι μικρές ελληνικές επιχειρήσεις που επιπλέον του μικρού μεγέθους τους είναι και «ανάδελφες» (για να θυμηθούμε και τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας) χωρίς να μπορούν να προστρέξουν στις δυνάμεις ενός μεγαλύτερου διεθνούς ομίλου όπως συμβαίνει με τις μικρότερες θυγατρικές πολυεθνικών σχημάτων, είναι εγκλωβισμένες ανάμεσα στην σημαντική ανάγκη βελτίωσης της επιχειρησιακής τους κατάστασης/αξίας και της έλλειψης ικανότητας ανταπόκρισης στο κόστος μιας ουσιαστικής συνδρομής εξωτερικών πόρων με τις κατάλληλες γνώσεις και εμπειρία.

Λύση στην εξίσωση αυτή μόνο με τις δύο παραπάνω μεταβλητές δεν υπάρχει και για αυτό το λόγο θα ήταν πολύτιμη η ουσιαστική συνδρομή ενός τρίτου παράγοντα όπως είναι το κράτος αλλά όχι με την αναποτελεσματική λογική του παρελθόντος με κλαδικές μελέτες που η εφαρμογή τους θα συνέτεινε στην σοβιετικού τύπου ισοπέδωση της διαφορετικότητας των επιχειρήσεων ενός κλάδου μέσα από την υλοποίηση του ίδιου συνόλου προτάσεων καλών πρακτικών, ή με την κατ’ αποκοπή αμοιβή ασήμαντης αξίας τυποποιημένων επιδερμικών «επιχειρηματικών σχεδίων», αλλά με την χρηματοδότηση σημαντικού μέρους αν όχι όλου του κόστους ουσιαστικών και διαφοροποιημένων υπηρεσιών με βάση τα ειδικά χαρακτηριστικά και τις ανάγκες της κάθε επιχείρησης που πρέπει να βρει το δρόμο της στον κόσμο που αλλάζει γύρω της.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ