Η αθέατη πλευρά της πανδημίας και η επόμενη ημέρα…

Μετά το τέλος της πανδημίας η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια σειρά από διαφορετικές προκλήσεις και ταυτόχρονα να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες για να επιτύχει την πλήρη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Από τον Μάιο του 2020 το βασικό θέμα πολιτικών συζητήσεων, αντιπαραθέσεων και προβληματισμού είναι οι επιπτώσεις της πανδημίας του νέου κορωνοϊού στην ελληνική οικονομία και στις επιχειρήσεις της χώρας μας. Δεκάδες έρευνες από διεθνείς οργανισμούς, εξειδικευμένες εταιρείες με παγκόσμιο κύρος (KPMG,PwC, Grant Thornton, Deloitte, κ.α.) αλλά και φορέων (ΣΕΒ, ΚΕΕ, ΕΣΕΕ) δείχνουν ότι οι συνέπειες μιας καταστροφικής δεκαετίας μνημονίων και οικονομικής κρίσης δεν είχαν επουλωθεί πλήρως και η πραγματική οικονομία ήταν σε ανάκαμψη με θετικές προοπτικές αλλά οι περισσότερες επιχειρήσεις δεν ήταν οικονομικά και λειτουργικά προετοιμασμένες για τις μεγάλες προκλήσεις της πανδημίας.

Όλες οι έρευνες των τελευταίων μηνών καταλήγουν στο συμπέρασμα πως ο κορωνοϊός βρήκε την ελληνική οικονομία σε μία μεταβατική φάση με θετικά δημοσιονομικά μεγέθη, βελτιωμένα επίπεδα εμπιστοσύνης και με πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Επισημαίνουν όμως πως το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας ουσιαστικά ήταν αδύναμο σε σχέση με τις απαιτήσεις μια πρωτοφανούς και πολύπλευρης κρίσης όπως αυτή που δημιουργήθηκε εξαιτίας της πανδημίας λόγω των δομικών παθογενειών, οι οποίες δυστυχώς δεν αντιμετωπίστηκαν  αποτελεσματικά κατά την διάρκεια της περιόδου 2010-2019.

Για παράδειγμα, η μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από τον τουρισμό καθιστούσε την οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη σε διεθνείς κρίσεις όπως η πανδημία, και ανέδειξε την έλλειψη άλλων κλάδων της οικονομίας που θα έπρεπε να έχουν αναπτυχθεί τις περασμένες δεκαετίες. Έτσι, το περασμένο καλοκαίρι έγινε εμφανές πως η χώρα μας δεν διαθέτει άλλη «βαριά βιομηχανία» εκτός από τον τουρισμό, και τόσο η ανάκαμψη όσο και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας (και παράλληλα του δημοσίου χρέους) έπρεπε να στηριχθούν σε μια νέα εθνική στρατηγική με πολλούς επιχειρηματικούς «πυλώνες».

Ουσιαστικά, έγινε αντιληπτό και ξεκάθαρο πως σε μακροχρόνιο ορίζοντα, η Ελλάδα θα πρέπει να υποστηρίξει την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών πολλών κλάδων, να αποκτήσει μια σύγχρονη βιομηχανία και παράλληλα να επιδιώξει την δημιουργία ενός πολυσυλλεκτικού τουριστικού κλάδου, με περισσότερους τομείς (π.χ. αγροτουρισμός, χειμερινός, πολιτισμικός, εκθεσιακός τουρισμός κ.λπ.) και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στον ανταγωνισμό και στις μεταβολές των συνθηκών.

Σίγουρα, όμως, σε σχέση με την μεγάλη κρίση του 2010, οι θετικές προοπτικές και τα βελτιωμένα δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχει η ευχέρεια για την κυβέρνηση (σε συνδυασμό με τα αποθεματικά των δημοσίων ταμείων και την στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης) να προχωρήσει στην εφαρμογή μέτρων υποστήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που επλήγησαν από τις επιπτώσεις της πανδημίας καθώς και να έχει την δυνατότητα να απορροφήσει ένα σημαντικό μέρος των επιπτώσεων στην πραγματική οικονομία και την κοινωνία.

Όμως, παρά τις ευνοϊκότερες συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν, οι περισσότεροι αναλυτές υποστηρίζουν πως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια στην υλοποίηση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης μετά την ολική επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας στην μετά-COVID εποχή, καθώς ορισμένες από τις επιπτώσεις της πανδημίας είναι πολύ πιθανόν να εμφανιστούν μετά την επιστροφή στην κανονικότητα και την πλήρη άρση των μέτρων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Για παράδειγμα, όπως υποδεικνύουν πολλές μελέτες, δεν είναι ακόμα εμφανείς οι πραγματικές επιπτώσεις της πανδημίας στην ανεργία, στην διατήρηση των θέσεων εργασίας (υπό κανονικές συνθήκες), στην ρευστότητα των εταιρειών – ειδικά των μικρών και μικρομεσαίων- και στην διαχείριση των δανειακών υποχρεώσεων ιδιωτών και επιχειρήσεων.

Οι μεγάλες προκλήσεις

Μετά το τέλος της πανδημίας βασική πρόκληση για την Ελλάδα είναι η μέγιστη δυνατή απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η τεχνοκρατική αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (ύψους 32 δισ. ευρώ), που θα εισρεύσουν ως το 2027 και αθροιστικά με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς πόρους από προγράμματα και δράσεις θα αγγίξουν συνολικά τα 72 δισ. ευρώ. Η απορρόφηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, όπου η Ελλάδα παρά τα τεράστια βήματα προόδου υστερεί σημαντικά σε σχέση τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, θεωρούνται ως καταλυτικοί παράγοντες για την επιτάχυνση της ανάκαμψης της οικονομίας και την απόσβεση των επιπτώσεων της πανδημίας στην κοινωνία και την πραγματική οικονομία.

Παράλληλα, όμως, πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις – με την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού και την εξάλειψη της γραφειοκρατίας να αποτελούν προτεραιότητες ύψιστης σημασίας- να δημιουργηθεί ένα νέο, σύγχρονο, παραγωγικό μοντέλο με την ενίσχυση κλάδων που επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στις μεταβολές της οικονομίας (π.χ.μεταποίηση), της καινοτομίας και του (δημοσίου και ιδιωτικού) ψηφιακού μετασχηματισμού. Η πανδημία κατέδειξε το «ψηφιακό χάσμα» της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις συνέπειες για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες.

Στον δείκτη «Ψηφιακής Οικονομίας DESI» η Ελλάδα στην έναρξη της πανδημίας ήταν 26η σε 28 χώρες της Ε.Ε. και παρόλες τις προσπάθειες που έγιναν στο δημόσιο για την ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών και την ψηφιοποίηση διαδικασιών, στον ιδιωτικό τομέα η χώρα μας υστερεί δραματικά. Ακόμα η χώρα μας παραμένει στις τελευταίες θέσεις παρά την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες το 2020.

Στο ιδιωτικό τομέα ο ψηφιακός μετασχηματισμός εξαιτίας της έλλειψης σχεδιασμού, γνώσεων αλλά και κεφαλαίων την προηγούμενη δεκαετία υστερεί εξίσου, αν όχι περισσότερο, σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.  Γι’ αυτό η προώθηση νέων τεχνολογιών είναι πλέον θέμα επιβίωσης για πολλές επιχειρήσεις προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές και να ανταποκριθούν στα διεθνή δεδομένα παραγωγικότητας ενώ αποτελεί μονόδρομο για το δημόσιο τομέα η ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και των υπηρεσιών προς πολίτες και επιχειρήσεις.

Τέλος, σε εθνικό επίπεδο θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην άντληση πόρων και την προσέλκυση επενδύσεων στην έρευνα, την τεχνολογία και την «πράσινη ανάπτυξη» που αποτελεί προτεραιότητα πλέον σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ενίσχυση των εξαγωγικών δραστηριοτήτων. Μετά το τέλος της πανδημίας οι προκλήσεις για την Ελλάδα θα είναι πολλές αλλά για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες εξίσου πολλές θα είναι οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες να αναδείξει ως χώρα ένα εντελώς νέο, δυναμικό και σύγχρονο οικονομικό, επιχειρηματικό και κοινωνικό μοντέλο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ